Η ακράτεια ούρων είναι μία πάθηση που μπορεί να προσβάλει οποιονδήποτε. Υπάρχουν, ωστόσο, διάφοροι λόγοι για τους οποίους οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς να εμφανίσουν τα συμπτώματα από όσο οι άνδρες, και ένας από αυτούς είναι η εγκυμοσύνη και στη συνέχεια ο τοκετός.
Κατά τη διάρκεια της κύησης, τα συστήματα του σώματος προσαρμόζονται ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες τόσο του εμβρύου όσο και της μητέρας. Η ουροδόχος κύστη και η πύελος υπόκεινται σε διάφορες αλλαγές.
Μία από τις πρώτες συνέπειες της κύησης είναι να αυξάνεται η ποσότητα των ούρων που παράγουν τα νεφρά. Αυτό οδηγεί, από πολύ νωρίς, σε αύξηση της συχνότητας της ούρησης. Άλλες ορμονικές αλλαγές οδηγούν σε μία γενική χαλάρωση των ιστών στην πύελο, καθιστώντας την πιο ελαστική κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Η ουροδόχος κύστη μπορεί να μην κενώνεται τόσο καλά κατά τη διάρκεια της κύησης λόγω της πίεσης. Οι αλλαγές αυτές ενδέχεται να μειώσουν τα φυσιολογικά εμπόδια των βακτηρίων, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη εμφάνιση ουρολοιμώξεων. Καθώς η μήτρα μεγαλώνει, η αυξανόμενη πίεση που ασκεί στην ουροδόχο κύστη κάνει επιτακτικότερη την ανάγκη για ούρηση. Στο ένα τρίτο περίπου των γυναικών αυτή η αυξημένη πίεση οδηγεί σε διαφυγή ούρων. Η διαφυγή αυτή παύει συνήθως με τη γέννηση του μωρού και δεν συνδέεται με ακράτεια μετά τον τοκετό.
Η εγκυμοσύνη μπορεί επίσης να οδηγήσει σε βλάβη των νεύρων που ελέγχουν τους μυς της πυέλου. Σε ορισμένες γυναίκες, η βλάβη μοιάζει να μην αποκαθίσταται και αυτό μπορεί να είναι ένα από τα αίτια των επακόλουθων προβλημάτων.
ΤΟΚΕΤΟΣ
Και ο ίδιος ο τοκετός μπορεί να προκαλέσει βλάβη στους μυς και τις υποστηρικτικές δομές της πυέλου. Κατά τη διάρκεια του φυσιολογικού τοκετού, τα πλάγια τοιχώματα του κόλπου και οι μύες του εδάφους της πυέλου διαστέλλονται. Οι μύες και οι ιστοί μπορεί να μην ανανήψουν πλήρως και αυτό ίσως να προκαλέσει απώλεια στήριξης για τη μήτρα και τον αυχένα της κύστης, μπορεί δε κάποια στιγμή να οδηγήσουν σε πρόπτωση της μήτρας.
Καθώς το μωρό κατεβαίνει, κατά τη διάρκεια του τοκετού, μπορεί να προκληθεί βλάβη στο αιδοιικό νεύρο, το οποίο ελέγχει τους μυς του πυελικού εδάφους και περιτρέχει τον κόλπο. Αυτή η νευρική βλάβη μπορεί να οδηγήσει σε ακράτεια.
Ο θηλασμός βοηθά στην απώλεια του υπερβάλλοντος βάρους που έχει προσληφθεί κατά τη διάρκεια της κύησης και βοηθά επίσης στη μεταβίβαση σημαντικών θρεπτικών ουσιών και αντισωμάτων στο μωρό. Επιπλέον, ο θηλασμός καθυστερεί την επάνοδο της φυσιολογικής περιόδου. Μερικές φορές, οι γυναίκες βασίζονται σε αυτό ως μορφή αντισύλληψης, δεδομένου ότι οι πιθανότητες σύλληψης είναι μειωμένες κατά τη διάρκεια της γαλουχίας, καθώς η ωορρηξία είναι λιγότερο πιθανή. Αυτή η καθυστέρηση της επανόδου των ωοθηκών στη φυσιολογική λειτουργία σημαίνει επίσης ότι η ποσότητα των οιστρογόνων που κυκλοφορούν στον οργανισμό είναι μικρότερη.
Η μείωση αυτής της ποσότητας μπορεί να σημαίνει ότι η πύελος χρειάζεται περισσότερο χρόνο προκειμένου να ανανήψει από οποιαδήποτε βλάβη, καθώς οι ιστοί στην πύελο είναι ευαίσθητοι στις ορμόνες. Επί του παρόντος, δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψουμε με ακρίβεια ποιες γυναίκες κινδυνεύουν να εκδηλώσουν ακράτεια μετά τον τοκετό. Οι διάφοροι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την επίπτωση του τοκετού στην πύελο σας περιλαμβάνουν τον αριθμό των παιδιών που έχετε κάνει, τον τύπο του τοκετού που είχατε, το βάρος των μωρών, τον χρόνο που διήρκεσε ο τοκετός και τον χρόνο κατά τον οποίο ασκήσατε πίεση.
Ο πρώτος φυσιολογικός τοκετός εμπεριέχει και τον μεγαλύτερο κίνδυνο, αλλά ακόμα και αυτός δεν προκαλεί στις περισσότερες γυναίκες μακροχρόνια συμπτώματα. Οι υποβοηθούμενοι τοκετοί (με εμβρυουλκούς και βεντούζες) ενέχουν, πράγματι, μεγαλύτερο κίνδυνο σε σχέση με τους φυσιολογικούς τοκετούς. Ο τοκετός με καισαρική τομή φαίνεται να απαλλάσσει τη γυναίκα από μέρος αυτών των συνεπειών, αλλά το όφελος χάνεται ύστερα από επαναλαμβανόμενες κυήσεις.
Κάτι που φαίνεται να έχει αποτέλεσμα στη μείωση στο ελάχιστο του κινδύνου εκδήλωσης ακράτειας μετά τον τοκετό, είναι η πραγματοποίηση ασκήσεων για το πυελικό έδαφος. Οι ασκήσεις αυτές πρέπει να διδαχθούν σωστά και να πραγματοποιούνται συχνά. Οι περισσότεροι γιατροί πιστεύουν ότι η πραγματοποίηση ασκήσεων για το πυελικό έδαφος πριν από τον τοκετό μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη των συμπτωμάτων της ακράτειας. Προκειμένου να είναι απόλυτα αποτελεσματικές, οι ασκήσεις πρέπει να συνεχίζονται για πολύ καιρό μετά τον τοκετό.
)
Η ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ
Στην εμμηνόπαυση, οι ωοθήκες παύουν να λειτουργούν και τα επίπεδα των οιστρογόνων στο αίμα μειώνονται θεαματικά. Η αλλαγή αυτή μπορεί να είναι υπεύθυνη για τα συμπτώματα που συνδέονται συνήθως με την εμμηνόπαυση, όπως οι εξάψεις και οι νυχτερινές εφιδρώσεις. Επιδρά επίσης στους ιστούς της πυέλου, που είναι ευαίσθητοι στις ορμόνες. Καθώς τα επίπεδα των οιστρογόνων μειώνονται, οι μύες και οι ιστοί στην πύελο λεπταίνουν και χάνουν μέρος του φυσικού τους σθένους. Αυτό επηρεάζει ιδιαίτερα το κολλαγόνο, που είναι μία υποστηρικτική πρωτεΐνη, στο δέρμα, οδηγεί σε απώλεια στήριξης για τα όργανα της πυέλου, όπως είναι η κύστη, τα έντερα και η μήτρα, και μπορεί τελικά να προκαλέσει πρόπτωση του κόλπου.
Η υποβολή σε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης μπορεί να βοηθήσει στην αναστροφή αυτών των αλλαγών, αλλά δεν θα θεραπεύσει το πρόβλημα, διότι εφόσον εξασθενήσει το κολλαγόνο δεν πρόκειται να ανακτήσει ποτέ ξανά το φυσικό του σθένος.
Μία άλλη μακροχρόνια συνέπεια των χαμηλών επιπέδων οιστρογόνων είναι η ατροφική κολπίτιδα, μία πάθηση στην οποία τα τοιχώματα του κόλπου λεπταίνουν και ερεθίζονται. Αυτό οδηγεί σε κνησμό και πόνο. Η ατροφική κολπίτιδα μπορεί να σχετίζεται με αλλαγές στα βακτήρια του κόλπου. Η κολπική ενόχληση μπορεί να οδηγήσει σε ερεθισμό γύρω από την ουρήθρα και αυξημένη ανάγκη για ούρηση.
ΟΥΡΟΛΟΙΜΩΞΗ
Η ανατομία της γυναικείας πυέλου αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης ουρολοιμώξεων, διότι το διάστημα μεταξύ της ουροδόχου κύστης και της ουρήθρας είναι σχετικά μικρό. Αυτό διευκολύνει την εισχώρηση των βακτηρίων στην ουροδόχο κύστη.
Το σεξ μπορεί επίσης να βοηθήσει τα βακτήρια να εισχωρήσουν στην ουροδόχο κύστη, ωθώντας τα προς τα επάνω κατά τη διάρκεια της επαφής.