Η διάμεση κυστίτιδα ή σύνδρομο επώδυνης κύστης είναι μία σχετικά σπάνια φλεγμονώδης πάθηση της ουροδόχου κύστης που τα αίτια της είναι σχεδόν άγνωστα. Προκαλεί πόνο στην ουροδόχο κύστη και μοιάζει πολύ με την κυστίτιδα που προέρχεται από λοίμωξη.
Σύνδρομο είναι ένα κάθε σύνολο συμπτωμάτων ή ενοχλημάτων η αιτία των οποίων δεν είναι πλήρως γνωστή και αποδεδειγμένη, ή η περίπτωση όπου διάφορες αιτίες ή νοσήματα μπορεί να δημιουργούν τα ίδια ενοχλήματα.
Στην περίπτωση της διάμεση κυστίτιδας τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι ο πόνος με το γέμισμα της ουροδόχου κύστης που ανακουφίζεται προσωρινά μετά την ούρηση, το αίσθημα βάρους στην κύστη και η συνεχής επιθυμία για ούρηση, η συχνουρία, με μικρές ποσότητες ούρων, για να ανακουφιστεί η ασθενής από τα παραπάνω ενοχλήματα, και η ανάγκη να ξυπνάει συχνά το βράδυ, για να ουρήσει. Προκαλεί και αιμορραγία στα τοιχώματα της ουροδόχου κύστης, συνέπεια της οποίας είναι η εμφάνιση αίματος στα ούρα. Συχνά, οι ασθενείς αναφέρουν ότι ο πόνος εντοπίζεται στην ουρήθρα ή χαμηλά στην κοιλιά. Τα ενοχλήματα επιμένουν τουλάχιστον για ένα έτος.
Η διάμεση κυστίτιδα εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις γυναίκες από ό,τι στους άντρες. Στην Ευρώπη καταγράφονται λιγότερα από 20 περιστατικά ανά 100.000 κατοίκους, ενώ στην Αμερική μέχρι 60 περιστατικά ανά 100.000 κατοίκους. Όμως, τα βασανιστικά συμπτώματα μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η διάμεση κυστίτιδα εμφανίζεται σε 9πλάσια αναλογία στις γυναίκες από τους άνδρες, κάτι το οποίο γεννά το ερώτημα τού κατά πόσο υπάρχει κάποια ορμονική αιτία. Οι περισσότερες γυναίκες που πάσχουν από αυτήν την πάθηση (έως και το 95%) είναι λευκές και τα συμπτώματα αρχίζουν να εμφανίζονται μετά την ηλικία των 20 ετών. Αυτή είναι η ηλικία που οι περισσότερες γυναίκες αποκτούν ενεργό σεξουαλική ζωή, κάτι που δυσκολεύει περισσότερο τη διάκριση της πάθησης από τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.
Στους άνδρες η ύπαρξη πόνου στους άρχεις, το πέος και το περίνεο δεν είναι σπάνιο φαινόμενο,για αυτό το λόγο η πλειονότητα των ανδρών που στη πραγματικότητα πάσχει από σύνδρομο της Επώδυνης Κύστης / Διαμέσου Κυστίτιδας τους έχει δοθεί εσφαλμένα η διάγνωση της χρόνιας προστατίτιδας.
Παρ’ όλο που τα αίτια της διάμεσης κυστίτιδας μάς είναι άγνωστα παρότι έχουμε αρχίσει να κατανοούμε τις επιπτώσεις της. Τα τοιχώματα της κύστης ερεθίζονται και γίνονται παχύτερα. Αυτό μπορεί να αποτελεί άμεση συνέπεια κάποιας μόλυνσης ή να συμβαίνει, διότι ο μηχανισμός άμυνας του οργανισμού προσπαθεί να καταπολεμήσει τα κύτταρα της κύστης.
Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η διάγνωση βασίζεται σε μια σειρά από συμπτώματα, όπως η μεταβολή της χωρητικότητας της κύστης και η αυξημένη ευαισθησία της. Επίσης, μία βιοψία ή ένα δείγμα από τα τοιχώματα της κύστης θα δείξει αύξηση των φλεγμονωδών κυττάρων και ιδιαίτερα των σιτευτικών κυττάρων (έναν τύπο ανοσοκυττάρων).
Η διάγνωση προϋποθέτει να έχουμε αποκλείσει οποιαδήποτε άλλη παθολογική κατάσταση από τα όργανα της λεκάνης, δηλαδή ουρολογική, γυναικολογική πάθηση ή και πάθηση του εντέρου. Για παράδειγμα, μία πέτρα στην κύστη μπορεί να δημιουργεί παρόμοια ενοχλήματα στην ούρηση.
Για τη διάγνωση της διάμεσης κυστίτιδας χρειάζεται ειδική ενδοσκόπηση, η κυστεοσκόπηση, στην οποία ο γιατρός γεμίζει την κύστη στα όριά της με αποστειρωμένο νερό. Συνήθως γίνεται με νάρκωση. Στις πιο βαριές περιπτώσεις, βρίσκονται έλκη και εστίες αιμορραγίας μέσα στην ουροδόχο κύστη. Στη διάρκεια της κυστεοσκόπησης, λαμβάνεται υλικό για βιοψίες από την κύστη που στέλνεται για ειδική εξέταση.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η θεραπεία της διάμεσης κυστίτιδας είναι γενικά δύσκολη, γιατί δεν έχει βρεθεί ακόμη κάποια σαφής αιτία για την πάθηση. Κατά κανόνα, οι ασθενείς έχουν δοκιμάσει μία σειρά από θεραπείες, κυρίως αντιβιοτικά χωρίς αποτέλεσμα, στην προσπάθεια να βρουν ανακούφιση από τα ενοχλήματά τους.
Οι πιο συνηθισμένες θεραπείες για το σύνδρομο της επώδυνης κύστης περιλαμβάνουν χορήγηση αντιβιοτικών για τουλάχιστον τρεις μήνες. Εναλλακτικά, χορηγούνται στην ασθενή από το στόμα αντισηπτικά της ουροδόχου κύστης. Για τον σκοπό αυτό, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν γνωστά αντιφλεγμονώδη φάρμακα καθώς και ασπιρίνη ή παρόμοια με την ασπιρίνη φάρμακα. Για την καλύτερη καταπολέμηση της φλεγμονής συνιστάται η χορήγηση στεροειδών όπως η πρεδνιζολόνη.
Ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης της φλεγμονής είναι η χορήγηση αντιισταμινικών φαρμάκων. Τα σιτευτικά κύτταρα στο εσωτερικό της κύστης εκκρίνουν ισταμίνη, η οποία ευθύνεται για τη δημιουργία φλεγμονής. Τα αντισταμινικά μειώνουν τη δράση της ισταμίνης και κατ’ επέκταση μπορούν να περιορίσουν τα συμπτώματα.
Υπάρχουν πολλά άλλα φάρμακα, όπως τα αντικαταθλιπτικά, τα αντιχολινεργικά και οι αναστολείς των διαύλων ασβεστίου, τα οποία ενδείκνυνται για την αντιμετώπιση της διάμεσης κυστίτιδας, καθώς επίσης και κάποιες χειρουργικές επεμβάσεις. Δυστυχώς, οι αιτίες που προκαλούν τη διάμεση κυστίτιδα δεν έχουν εντοπιστεί και έτσι τα φάρμακα σήμερα μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνο τα συμπτώματα.
Τα αντιφλεγμονώδη δεν φαίνεται να έχουν αποτέλεσμα, παρά το γεγονός ότι συχνά βρίσκεται χρόνια φλεγμονή στην ουροδόχο κύστη.
Τα τελευταία χρόνια, έχουν χρησιμοποιηθεί με σχετική επιτυχία τόσο η νευροδιέγερση μέσω της σπονδυλικής στήλης όσο και η ένεση αλλαντικής τοξίνης (Βotox) μέσα στην ουροδόχο κύστη.
Στις σοβαρές, όμως, μορφές του συνδρόμου επώδυνης κύστης, η χειρουργική αφαίρεση της κύστης μπορεί να είναι αναπόφευκτη, για να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των ασθενών. Στις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να δημιουργηθεί νέα κύστη από έντερο.
Έχει διαπιστωθεί πως ορισμένες αλλαγές στον τρόπο ζωής της ασθενούς πιθανόν να βοηθήσουν στην καταπολέμηση του προβλήματος. Συνίστανται, κυρίως, σε προσπάθεια εντοπισμού των παραγόντων που μπορεί να προκαλούν την κυστίτιδα, όπως η καφεΐνη. Η αποφυγή κατανάλωσης τέτοιων ουσιών μπορεί να αποδειχθεί τόσο αποτελεσματική όσο και η χορήγηση φαρμάκων.