Τα συμπτώματα των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος πιθανόν να διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Μερικά άτομα δεν έχουν απολύτως κανένα σύμπτωμα και η λοίμωξη δεν ανιχνεύεται, παρά μόνο όταν φτάσει σε προχωρημένο στάδιο προκαλώντας νεφρική ανεπάρκεια.
Άλλα άτομα υποφέρουν από έντονους πόνους και κυστίτιδες και μπορεί να παρατηρήσουν αίμα στα ούρα τους. Οι άνθρωποι που προσβάλλονται από περισσότερες από τρεις λοιμώξεις τον χρόνο θεωρείται ότι πάσχουν από υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.
ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΟΥΡΟΛΟΙΜΩΞΗΣ
Δεν είναι παράδοξο να βρεθούν βακτήρια σε μια απόλυτα υγιή ουροδόχο κύστη. Η κυστίτιδα είναι η φλεγμονή της κύστης και ενδέχεται να είναι το αποτέλεσμα μιας λοίμωξης.
Η ουρήθρα της γυναίκας είναι πιο κοντή σε σχέση με τους άνδρες, γεγονός που επιτρέπει εύκολη πρόσβαση στα βακτήρια τα οποία βρίσκονται γύρω από τον κόλπο και το περίνεο (την περιοχή ανάμεσα στον κόλπο και τον πρωκτό) να φτάσουν στην ουροδόχο κύστη.
Όταν η κύστη κενώνεται, τα ούρα παρασύρουν τα βακτήρια και καθώς τα ούρα αποβάλλονται, καθαρίζουν την περιοχή γύρω από την ουρήθρα.
Αν η κύστη δεν κενωθεί τελείως, τα βακτήρια παραμένουν στο εσωτερικό της και αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται. Σε περίπτωση που τα βακτήρια αυξηθούν πολύ σε αριθμό, μπορεί να αρχίσουν να προκαλούν βλάβες στα εσωτερικά τοιχώματα της ουροδόχου κύστης δημιουργώντας έτσι φλεγμονή.
Αυτό, με τη σειρά του, προκαλεί την αίσθηση καύσου και τη συχνουρία που είναι χαρακτηριστικά συμπτώματα της κυστίτιδας. Κατά συνέπεια, οι δυσκολίες στην πλήρη κένωση της ουροδόχου κύστης αποτελούν έναν από τους βασικούς παράγοντες που προκαλούν ουρολοίμωξη.
Ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να προκαλέσει ουρολοίμωξη είναι η σεξουαλική επαφή. Κατά τη διάρκεια του σεξ, τα βακτήρια που συνήθως βρίσκονται έξω από την ουρήθρα μπορεί να εισχωρήσουν στο εσωτερικό της και να μεταφερθούν στην κύστη. Αυτό ονομάζεται αυτολοίμωξη. Επιπλέον, μέσα στην ουρήθρα της γυναίκας πιθανόν να εισχωρήσουν και άλλοι τύποι βακτηρίων, τα οποία προέρχονται από τον άνδρα. Το σεξ ενδέχεται επίσης να προκαλέσει μικρές εκδορές, στις οποίες συσσωρεύονται βακτήρια, απ’ όπου και εξορμούν για να δημιουργήσουν τις αποικίες τους μέσα στην κύστη.
Υπάρχουν κάποια μέτρα που μπορείτε να λάβετε, για να αποφύγετε τις ουρολοιμώξεις οι οποίες πιθανόν να προκληθούν από σεξ. Η κένωση της ουροδόχου κύστης (ούρηση) αμέσως μετά την ερωτική πράξη βοηθά στην απομάκρυνση των βακτηρίων από την κύστη. Για να έχει αυτή η μέθοδος το επιθυμητό αποτέλεσμα, η κύστη πρέπει να είναι τόσο γεμάτη, ώστε να μην προκαλεί ενόχληση. Αν η ποσότητα των ούρων δεν είναι μεγαλύτερη από μερικές σταγόνες, τα βακτήρια δεν απομακρύνονται. Πρέπει, επίσης, να δίνετε τη δέουσα προσοχή στη μέθοδο αντισύλληψης που χρησιμοποιείτε. Περίπου το 10% των ουρολοιμώξεων προέρχονται από τη χρήση διαφράγματος και σπερματοκτόνων και, σε μερικές περιπτώσεις, η αλλαγή της μεθόδου και η χρήση προφυλακτικών μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της ουρολοίμωξης.
Μερικές γυναίκες είναι αλλεργικές σε ένα από τα πιο διαδεδομένα σπερματοκτόνα, το nonoxinol-9. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν υποαλλεργικά προφυλακτικά. Κατά της ανάπτυξης των βακτηρίων στο εξωτερικό τμήμα του κόλπου ενδέχεται να είναι αποτελεσματικά και ορισμένα απλά μέτρα υγιεινής. Για παράδειγμα, το σκούπισμα μετά την ούρηση πρέπει να γίνεται πάντα με φορά από τον κόλπο προς τον πρωκτό.
Οι πλύσεις της περιοχής δεν ενδείκνυνται γιατί απομακρύνουν τα φυσικά, χρήσιμα βακτήρια, επιτρέποντας την εισχώρηση των βλαβερών βακτηρίων που μπορεί να δημιουργήσουν αποικίες και να προκαλέσουν ουρολοίμωξη. Ο κόλπος είναι ένα αυτοκαθαριζόμενο όργανο και δεν χρειάζεται ειδικά σαπούνια ή αρώματα.
Οι πέτρες στα νεφρά αποτελούν μία άλλη σπάνια αιτία λοιμώξεων. Αν τα βακτήρια προσβάλουν μια πέτρα στα νεφρά, είναι σχεδόν αδύνατον να αντιμετωπισθεί η λοίμωξη. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο πέτρα πρέπει να αφαιρεθεί. Οι ουρολοιμώξεις είναι επίσης σύνηθες φαινόμενο κατά τη διάρκεια της κύησης.
Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΟΥΡΟΛΟΙΜΩΞΗΣ
Όταν επισκεφθείτε τον ή την γιατρό σας, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να επιβεβαιωθεί ότι πράγματι πάσχετε από ουρολοίμωξη και όχι από κάποια άλλη πάθηση όπως, για παράδειγμα, από διάμεση κυστίτιδα.
Για να γίνει αυτό, ένα δείγμα ούρων θα σταλεί για ανάλυση πριν αρχίσετε μια θεραπεία με αντιβιοτικά. Το δείγμα ούρων πρέπει να είναι μια μικρή ποσότητα από τα μέσα περίπου της ούρησης. Για να πάρετε αυτό το δείγμα, πηγαίνετε στην τουαλέτα και αρχίζετε την κένωση της ουροδόχου κύστης. Όταν η ροή σταθεροποιηθεί, παίρνετε ένα δείγμα σε ένα αποστειρωμένο δοχείο.
Ο λόγος για τον οποίο αποφεύγουμε να παίρνουμε δείγμα από τα πρώτα ούρα είναι πως υπάρχει η πιθανότητα να είναι μολυσμένα από βακτήρια που βρίσκονται στο δέρμα και στην ουρήθρα. Το δείγμα από τη μέση της ούρησης είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα των ούρων που βρίσκονται στο εσωτερικό της κύστης. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης των ούρων θα βοηθήσουν στην επιλογή του κατάλληλου αντιβιοτικού.
Αν πάσχετε από υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, η δειγματοληψία των ούρων θα πρέπει να επαναληφθεί, για να μπορέσετε να διαμορφώσετε μια ολοκληρωμένη εικόνα της ουρολοίμωξης από την οποία πάσχετε. Με αυτόν τον τρόπο θα διαπιστώσετε αν πάσχετε από διαφορετικές λοιμώξεις ή από την ίδια λοίμωξη η οποία δεν αντιμετωπίζεται σωστά.
Οι γυναίκες που πάσχουν από υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, πρέπει να κάνουν κι άλλες εξετάσεις για να αποκλείσουν το ενδεχόμενο οι λοιμώξεις αυτές να οφείλονται σε άλλα αίτια, όπως μία χρόνια λοίμωξη των νεφρών. Ένα διάγραμμα συχνότητας όγκου (ουροδυναμικός έλεγχος) μπορεί να σας δώσει σημαντικές πληροφορίες για τη γενικότερη συμπεριφορά της κύστης σας.
Ο ουροδυναμικός έλεγχος είναι μία εξέταση ρουτίνας που πραγματοποιείται σε συνδυασμό με μία κυστεοσκόπηση, με την οποία εξετάζεται το εσωτερικό της κύστης.
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΙΑΣ ΟΥΡΟΛΟΙΜΩΞΗΣ
Μια ελαφριά ουρολοίμωξη μπορεί να ξεπεραστεί από μόνη της, αν ο ασθενής ακολουθήσει τη θεραπεία αντιμετώπισης των συμπτωμάτων που περιγράφεται πιο κάτω.
Πολλές γυναίκες λένε πως πίνοντας πολύ νερό αντιμετωπίζουν με επιτυχία την ουρολοίμωξη. Το πιθανότερο είναι πως το νερό μειώνει την εμφάνιση των συμπτωμάτων αραιώνοντας τα ούρα μέσα στην ευαίσθητη κύστη και επιτρέποντας στον οργανισμό να θέσει σε εφαρμογή τις φυσικές του άμυνες και να αντιμετωπίσει τη λοίμωξη. Η διττανθρακική σόδα, το κριθαρόνερο και ο χυμός από βακκίνιο συχνά συνιστώνται ως θεραπευτικά βοηθήματα για την κυστίτιδα: μειώνουν την οξύτητα των ούρων και κάνουν την ούρηση λιγότερο επώδυνη.
Εγκατεστημένες ουρολοιμώξεις απαιτούν επαρκή θεραπεία με το κατάλληλο αντιβιοτικό. Συχνά, οι γιατροί συνιστούν ένα αντιβιοτικό που πιστεύουν ότι θα θεραπεύσει τη λοίμωξη. Αυτό συμβαίνει γιατί προτιμούν να θεραπεύσουν τη λοίμωξη το συντομότερο δυνατόν, αντί να περιμένουν τρεις ή τέσσερις ημέρες για να επιβεβαιώσουν τον ακριβή τύπο της ουρολοίμωξης και το σωστό αντιβιοτικό.
Αφού έχουν αποκλειστεί όλα τα υποκείμενα αίτια για τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο μεθόδους θεραπείας. Η πρώτη συνίσταται στη χορήγηση μικρών δόσεων αντιβιοτικών κατά τη διάρκεια της νύχτας, έτσι ώστε να διατηρείται η κύστη καθαρή. Η δεύτερη προσέγγιση είναι η υποβολή σε θεραπεία μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο.
Αν τα συμπτώματα κάνουν την εμφάνιση τους μόνο ύστερα από το σεξ, τότε μπορείτε να πάρετε ένα αντιβιοτικό είτε πριν είτε αμέσως μετά.
Σπανιότερα οι ουρολοιμώξεις προκαλούνται από «άτυπα» βακτήρια, όπως το ουρεόπλασμα και το μυκόπλασμα. Αυτές οι λοιμώξεις συνήθως δεν διερευνώνται και αν τα συμπτώματα επιμένουν, θα πρέπει να σταλεί στο μικροβιολογικό εργαστήριο ένα ειδικό δείγμα ούρων και να γίνει ειδική καλλιέργεια, για να ανιχνευθούν τα συγκεκριμένα βακτήρια. Οι λοιμώξεις αυτές μπορεί να απαιτήσουν μακροχρόνια θεραπεία με αντιβιοτικά για περίπου τρεις μήνες.