Η άποψη που επικρατεί εδώ και 50 χρόνια και έθεσε τις βάσεις για το τι αποτελεί υγιεινή διατροφή και τι όχι, δηλαδή ότι τα κορεσμένα λίπη αυξάνουν τον κίνδυνο για έμφραγμα ενώ τα πολυακόρεστα λίπη μειώνουν αυτόν τον κίνδυνο, αμφισβητείται από μετα-ανάλυση που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Annals of Internal Medicine.
Ερευνητές με επικεφαλής τον Ρατζίβ Τσαουντχούρι του Τμήματος Δημόσιας Υγείας και Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ, επανεξέτασαν 72 μελέτες που αφορούσαν περισσότερα από 600.000 άτομα σε 18 χώρες και βρήκαν ότι μόνο τα τρανς λιπαρά, δηλαδή τα μερικώς υδρογονωμένα λίπη που περιέχονται σε επεξεργασμένες τροφές (και αφορούν κυρίως τρόφιμα που περιέχουν πολλούς υδατάνθρακες) αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιοπάθειας. Η μελέτη δεν βρήκε κάποια συσχέτιση, καλή ή κακή, με άλλου είδους λιπαρά όπως είναι τα κορεσμένα λιπαρά οξέα και τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα.
Η μετα-ανάλυση διαπίστωσε ότι τα κορεσμένα λιπαρά οξέα, μετρούμενα είτε επί του συνόλου της διατροφής, είτε ως βιοδείκτης στο αίμα, δεν σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου. Επίσης δεν βρήκε σχέση μεταξύ συνολικής κατανάλωσης μονοακόρεστων λιπαρών ή πολυακόρεστων λιπαρών ή ωμέγα-3 λιπαρών ή ωμέγα-6 λιπαρών οξέων και κινδύνου για καρδιακή προσβολή.
Αυτό κάνει τους ερευνητές να πιστεύουν ότι, στην πραγματικότητα τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία δεν επαρκούν για να αιτιολογήσουν τις σημερινές κατευθυντήριες οδηγίες που επιβάλλουν περιορισμό των κορεσμένων λιπαρών στη διατροφή. Επιπλέον, οι ερευνητές αναφέρουν ότι δεν εντόπισαν επαρκή επιστημονικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη σύσταση για αύξηση της κατανάλωσης των πολυακόρεστων λιπαρών.
Τα κορεσμένα λίπη προέρχονται κυρίως από ζωικής προελεύσεως τρόφιμα (όπως το κρέας, τα πλήρη γαλακτοκομικά, οι κρέμες γάλακτος κ.τ.λ.). Τα πολυακόρεστα λιπαρά προέρχονται κυρίως από φυτικής προελεύσεως έλαια. Τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα υπάρχουν στα λιπαρά ψάρια (λ.χ. σκουμπρί, σαρδέλα, τόνος, σολομός) και στα ιχθυέλαια. Όσο για τα τρανς λιπαρά, υπάρχουν κυρίως σε μπισκότα, κέικ, μάφιν, ζυμάρια για πίτσα, ντόνατς, πατατάκια και σε πολλές άλλες τροφές του εμπορίου.
Κορεσμένα, ακόρεστα και τρανς λίπη
Να σημειωθεί ότι η σύσταση της μείωσης των κορεσμένων λιπαρών και της αύξησης των πολυακόρεστων λιπαρών υπάρχει εδώ και 50 χρόνια.
Η σύσταση αυτή ήταν η βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκαν οι περισσότερες διατροφικές συμβουλές που δίνονταν κατά καιρούς προς το καταναλωτικό κοινό. Καθώς όμως τα τελευταία χρόνια ανακαλύφθηκε ότι τα τρανς λιπαρά (ένα τεχνητό είδος ακόρεστων λιπαρών) μπορεί να ευθύνονται για την επιδημία των καρδιακών προσβολών που σημειώθηκε στον 20ό αιώνα και όχι το κορεσμένο λίπος, ολοένα και περισσότερες μελέτες αθωώνουν τώρα τα κορεσμένα λιπαρά οξέα. Επίσης υπάρχουν ανησυχίες ότι τα πολυακόρεστα λιπαρά, παρότι συνήθως αναφέρονται ως υγιεινά από πολλούς διατροφολόγους, αυξάνουν τον κίνδυνο για καρκίνο.
«Πρόκειται για ενδιαφέροντα ευρήματα που ενεργοποιούν νέους άξονες επιστημονικής έρευνας και ενθαρρύνουν την προσεκτική επανεκτίμηση των κατευθυντήριων οδηγιών», λέει ο Τσαουντχούρι. Και υπογραμμίζει ότι, «δεν είναι τελικά τα κορεσμένα λίπη για τα οποία θα έπρεπε να ανησυχούμε». Εκτιμά ότι ο στόχος για την μείωση της κατανάλωσης θα έπρεπε πρωτίστως να είναι τα σάκχαρα και οι πολλοί υδατάνθρακες.
Από την άλλη, ο καθηγητής Επιδημιολογίας και Διατροφολογίας, Φρανκ Χου, της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ σχολιάζει ότι τα νέα ευρήματα «δεν πρέπει να εκληφθούν ως “πράσινο φως” για να τρώει κανείς περισσότερες μπριζόλες, βούτυρο και άλλες τροφές πλούσιες σε κορεσμένα λίπη». Επίσης συστήνει τη μεσογειακή διατροφή, η οποία μπορεί πράγματι να μειώσει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Να σημειωθεί ότι η άποψη ότι τα κορεσμένα λίπη είναι ανθυγιεινά και τα πολυακόρεστα υγιεινά βασίστηκε στο γεγονός ότι τα κορεσμένα αυξάνουν τη κακή χοληστερίνη ενώ τα πολυακόρεστα τη μειώνουν. Στη συνέχεια όμως η έρευνα έδειξε ότι το 25% των κορεσμένων λιπών αποτελείται από το στεατικό οξύ το οποίο στην πραγματικότητα ρίχνει τη χοληστερίνη και άρα ένα μέρος του κορεσμένου λίπους είναι υγιεινό. Από την άλλη πλευρά, τα τρανς λιπαρά αυξάνουν την κακή χοληστερίνη και μειώνουν την καλή χοληστερίνη, μια επίδραση που είναι πολύ χειρότερη από αυτή των κορεσμένων λιπών. Η ανακάλυψη αυτή που έγινε στη δεκαετία του 1990 έφερε τα πάνω-κάτω στη διατροφολογία ρίχνοντας πολλές αμφιβολίες για την ορθότητα πολλών προηγούμενων απόψεων.
Σήμερα οι κατηγορίες κατά του διατροφικού λίπους υπάρχουν αλλά είναι αρκετά ασθενέστερες απ’ ότι στο παρελθόν. Εκτός από τα τρανς λιπαρά -λίπος που κατασκεύασε η βιομηχανία τροφίμων προκειμένου να παράγει τις μαργαρίνες- το υπόλοιπο λίπος έχει κατά μεγάλο μέρος αθωωθεί. Μάλιστα το λίπος δεν ανεβάζει το σάκχαρο του αίματος και δεν έχει επίδραση στην ινσουλίνη, κάτι που θεωρείται σωτήριο για τους διαβητικούς. Σήμερα η ζάχαρη, και περισσότερο η φρουκτόζη, κατηγορείται κι αυτή ως αιτία πρόκλησης παχυσαρκίας και εμφράγματος.