Το θέμα της ειλικρίνειας αποτελεί αντικείμενο μελετών εδώ και δεκαετίες καθώς οι ερευνητές προσπαθούν να καταλάβουν γιατί λέμε ψέματα ή ανακρίβειες. Φαίνεται πως υπάρχουν αναρίθμητοι λόγοι και ένας από αυτούς είναι για να εντυπωσιάσουμε τους άλλους ή να προστατέψουμε την αυτοεκτίμησή μας.
Για παράδειγμα, μια δημοσκόπηση το 2013 στη Βρετανία μεταξύ 2.000 χρηστών ιστοσελίδων μαζικής δικτύωσης έδειξε πως ο 1 στους 8 συστηματικά επινοούν αυτά που αναρτούν στο Facebook και στο Twitter. Οι τέσσερις στους δέκα (το 39%) είπαν ότι η ανειλικρίνεια οφείλεται στο ότι δεν θέλουν να φαίνονται ανιαροί. Κλασικό παραδείγματα ψεύδους είναι ο ισχυρισμός ότι δουλεύουν σκληρά πάνω σε κάποιο project.
Σε μια άλλη δημοσκόπηση που διεξήχθη σε 3.000 εθελοντές στη Βρετανία οι άντρες παραδέχτηκαν ότι λένε 3 ψέμματα την ημέρα ενώ οι γυναίκες 2 ψέμματα την ημέρα. Το 75% ανδρών και γυναικών είπαν πως είναι θεμιτό να πει κάποιος ψέματα εάν είναι να μην πληγώσει τα συναισθήματα του απέναντί του.Κάποιοι θεωρούν ότι τα ψέμματα είναι απαραίτητα στο χώρο εργασίας ενώ το 20% είπε ότι λέει ψέματα στη μητέρα του και το 10% στον/στην σύντροφο.
Μιλάμε βέβαια για όλα τα ψέμματα ακόμα και τα καλοπροαίρετα. Οτιδήποτε δεν είναι ακριβές, είναι ψέμα, σύμφωνα με τους επιστήμονες ακόμα κι αν λέγεται για να προστατεύσει κάποιον.
Φαίνεται όμως ότι αυτές οι δημοσκοπήσεις υποεκτιμούν τον αριθμό των ψεμάτων που λέγονται καθημερινά. Σε μια μελέτη που έγινε το 2002 και δημοσιεύθηκε στο Journal of Basic and Applied Psychology οι ερευνητές παρακολουθούσαν και κατέγραφαν την συζήτηση εθελοντών με αγνώστους και μετά τους ζήτησαν να δουν τα βίντεο και να επισημάνουν οι ίδιοι τις ανακρίβειες που είχαν πει. Αποκαλύφθηκε ότι οι 6 στους 10 δεν μπορούν να κάνουν μία δεκάλεπτη συζήτηση με έναν άγνωστο χωρίς να εκστομίσουν ανακρίβειες. Στη διάρκεια του 10λεπτου έλεγαν 3 ανακρίβειες κατά μέσον όρο. Ο λόγος ήταν ότι προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν τον συνομιλητή τους.
Οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι τα ψέματα αρχίζουν νωρίς στη ζωή. Στην ηλικία των 3 ετών τα περισσότερα παιδιά ξέρουν ήδη πως να λένε ανακρίβειες, ενώ μέχρι τα 6 τους χρόνια τα παιδιά λένε ψέματα μερικές φορές την ημέρα, τόσο για να εντυπωσιάσουν τους φίλους τους όσο και για να “προστατευθούν” από τη μαμά τους.
Ρα παιδιά μαθαίνουν να λένε ψέματα με τον ίδιο τρόπο που μαθαίνουν να μιλάνε. Δηλαδή μαθαίνουν την τέχνη της παραπλάνησης μιμούμενα τον μπαμπά, την μαμά, την γιαγιά ή/και τον παππού (μπορεί, λ.χ., να τους κάνει η γιαγιά τους ένα απαίσιο δώρο και η μαμά να τους πει «πες ότι σου αρέσει»).
Η αυτοεκτίμηση
Κατά τον Ρόμπερτ Φέλντμαν, καθηγητή Ψυχολογίας και πρύτανη του Κολεγίου Κοινωνικών & Συμπεριφορικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, η αιτία για τα περισσότερα ψέματα που λέμε συνδέονται με την αυτοεκτίμηση.
«Οι μελέτες μας δείχνουν ότι μόλις αισθανθεί κάποιος ότι απειλείται η αυτοεκτίμησή του, σχεδόν ενστικτωδώς αρχίζει να λέει ψέματα», λέει ο Φέλτμαν. «Όταν λέμε ψέματα που αφορούν τον εαυτό μας, ο κύριος σκοπός δεν είναι να εντυπωσιάσουμε τους άλλους, αλλά υποσυνείδητα καταφεύγουμε σε αυτά για να συντηρήσουμε την εικόνα του εαυτού μας έτσι όπως θα θέλαμε να είναι. Θέλουμε να είμαστε αρεστοί, κοινωνικά αποδεκτοί και να αποφεύγουμε να προσβάλλουμε τους άλλους».
Οι μελέτες του Φέλντμαν έχουν επίσης δείξει ότι οι εξωστρεφείς άνθρωποι λένε περισσότερα ψέματα από τους εσωστρεφείς, καθώς και ότι οι άντρες έχουν ισχυρότερη τάση από τις γυναίκες να λένε ψέματα για να φανούν καλύτεροι απ’ ό,τι στην πραγματικότητα είναι. Οι γυναίκες, από την πλευρά τους, φαίνεται ότι λένε πιο συχνά απ’ ό,τι οι άντρες ψέματα με αποκλειστικό σκοπό να προστατέψουν κάποιον άλλο.
Η διαφύλαξη της αυτοεκτίμησης φαίνεται ότι είναι η κινητήρια δύναμη και για τα περισσότερα ψέματα στο γραφείο, σύμφωνα με μελέτες της Τζένιφερ Άργκο, καθηγήτριας Μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο της Αλμπέρτα, στον Καναδά. Λέμε ψέματα στους συναδέλφους μας γιατί θέλουμε να φαινόμαστε καλοί και να διατηρούμε αλώβητη την αυτοαξία μας. Σε κάποιες από αυτές τις μελέτες, οι εθελοντές δεν δίσταζαν να πουν ψέματα ακόμα και για ασήμαντα θέματα απλώς για να δώσουν αξία στον εαυτό τους.
Η Άργκο επισημαίνει ότι «αυτού του είδους τα ασήμαντα ψέματα είναι κοντόφθαλμα, διότι ναι μεν θα σώσουν την αυτοαξία εκείνου που ψεύδεται, αλλά αν γίνει αντιληπτό το ψέμα , το αποτέλεσμα θα είναι μάλλον καταστροφικό».
Πως προδίδεται ο ψεύτης
Μελέτες έχουν δείξει ότι αναγνωρίζουμε τους ψεύτες στο 54% των περιπτώσεων, εφ’ όσον τους έχουμε απέναντί μας και τους κοιτάμε κατά πρόσωπο, διότι υιοθετούν ορισμένες συμπεριφορές και αντιδράσεις που τους προδίδουν.
Το θέμα έχει μελετήσει ενδελεχώς ο Ρ. Έντουαρντ Γκάισελμαν, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες . Όπως έγραψαν ο Γκάισελμαν και οι συνεργάτες του το 2011 στο American Journal of Forensic Psychiatry, οι κύριες ενδείξεις ότι κάποιος λέει ψέματα ή ότι κρύβει κάτι είναι οι εξής:
* Είναι λακωνικός στα ουσιώδη… Οι περισσότεροι ψεύτες δεν θέλουν να λένε πολλά, εν μέρει διότι ξέρουν ότι θα πρέπει να θυμούνται τα ψέματά τους και όσο περισσότερα πουν, τόσο πιο εύκολο είναι να ξεχάσουν κάτι και να προδοθούν. Έτσι, αποφεύγουν να δώσουν λεπτομέρειες, ακόμα κι αν αυτές τους ζητηθούν.
* …αλλά χειμαρρώδης στα επουσιώδη. Αν, λ.χ., τεθεί το απλό ερώτημα σε κάποιον «πού ήσουν;» κι αρχίσει να λέει «πήγα στο σούπερ μάρκετ και χρειαζόμουν αυγά, τυρί και ζάχαρη, και κόντεψα στο δρόμο να πατήσω ένα σκύλο και έτσι χρειάστηκα να οδηγήσω αργά», δίνει υπερβολικά πολλές λεπτομέρειες. Αυτό υποδηλώνει ότι έχει σκεφτεί εκ των προτέρων την απάντησή του.
* Δίνει περιττές εξηγήσεις. Αν και όσοι λένε ψέματα δεν μιλάνε πολύ, έχουν την τάση να δικαιολογούν αυτομάτως ό,τι λένε, παρότι δεν τους ζητάει κανείς να το κάνουν. Ο λόγος που γίνεται αυτό είναι η παραπλάνηση και η προσπάθεια να πάρει η συζήτηση άλλο δρόμο.
* Απαντά σε μία ερώτηση με μία άλλη ερώτηση. Αν, λ.χ., η ερώτηση «πού ήσουν χθες το βράδυ;» απαντηθεί με ένα «πού ήμουν χθες το βράδυ;» κάτι δεν πάει καλά. Ένας λόγος είναι ότι προσπαθεί να βρει χρόνο να σκεφτεί τι θα απαντήσει στη συνέχεια.
* Ο λόγος δεν έχει σταθερό ρυθμό. Όταν κάποιος λέει ψέματα, συχνά αρχίζει να απαντά με αργό ρυθμό που επιταχύνεται στη συνέχεια ή απαντά με πολλές διακοπές και επανεκκινήσεις. Άλλες φορές, πάλι, απαντά διστακτικά, σαν να σκέφτεται καλά τι θα πει πριν μιλήσει. Από την άλλη μεριά, όταν κάποιος λέει την αλήθεια, η ομιλία του δεν έχει διακυμάνσεις στον ρυθμό της.
* Σφίγγει τα χείλη του και κοιτάζει μακριά. Το σφίξιμο των χειλιών προδίδει έντονα το ψέμα. Υποδηλώνει ότι κάποιος σκέφτεται σκληρά για να βρει μια απάντηση και η προσπάθειά του αποτυπώνεται στο πρόσωπό του. Ορισμένοι ψεύτες έχουν επίσης την τάση να κάνουν μηχανικές κινήσεις, όπως να ισιώνουν τα ρούχα τους ή να «παίζουν» με τα μαλλιά τους ή ένα κουμπί στη μπλούζα τους.
* Ρίχνει «κλεφτές» ματιές στον ακροατή του. Όσοι λένε ψέματα έχουν ανάγκη να μάθουν αν γίνονται πιστευτοί και έτσι ρίχνουν «κλεφτές» ματιές προς το μέρος εκείνου στον οποίο ψεύδονται, για να παρακολουθούν τις αντιδράσεις του.
* Αποφυγή χρήσης των προσωπικών και κτητικών αντωνυμιών στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Όταν επινοεί κάποιος ιστορίες, τείνει να χρησιμοποιεί λιγότερο τα «εγώ», «εμένα», «μου» κτλ.
* Ακινησία. Το να λέει κάποιος ψέματα δεν είναι διόλου εύκολο, αλλά απαιτεί μεγάλη νοητική συγκέντρωση. Το να μείνει ξαφνικά κάποιος εντελώς ακίνητος στην πορεία μιας συζήτησης, είναι ύποπτη ένδειξη.
* Δισταγμός. Όσοι λένε ψέματα μιλούν πολύ πιο διστακτικά απ’ όσους λένε την αλήθεια και έχουν την τάση να «σκοντάφτουν» στις λέξεις τους.
* Αιφνίδιες παύσεις. Οι ψεύτες εύκολα αιφνιδιάζονται, οπότε πρέπει να σταματήσουν για να σκεφτούν τι θα πουν. Να γίνετε καχύποπτοι αν εκεί που μιλούσατε αβίαστα, μία ερώτησή σας προκαλέσει αιφνίδια παύση. Αυτό συμβαίνει ακόμα και στα SMS. Μια μελέτη που διεξήχθη σε περισσότερους από 100 φοιτητές, οι οποίοι απάντησαν σε 30 τυχαίες ερωτήσεις, έχοντας όμως την εντολή να απαντήσουν ψέματα στις μισές από αυτές. Διαπιστώθηκε πως όταν οι φοιτητές έγραψαν ψέματα χρειάστηκαν 10% περισσότερο χρόνο για να απαντήσουν γιατί έσβηναν και ξανάγραφαν την απάντησή τους.