Αν χρειάζεστε φάρμακα για την αντιμετώπιση της υψηλής αρτηριακής πίεσης του αίματος (υπέρταση), ο γιατρός σας μπορεί να εξακριβώσει ποιο φάρμακο ή ποιος συνδυασμός φαρμάκων μπορεί να σας ταιριάξει καλύτερα.
Για τη θεραπεία της υπέρτασης ο γιατρός σας θα λάβει υπόψη τον τρόπο λειτουργίας ενός συγκεκριμένου φαρμάκου και το γεγονός ότι κάποια φάρμακα έχουν καλύτερα αποτελέσματα από άλλα σε άτομα διαφορετικών ηλικιών και φυλών. Επιπλέον, θα εξετάσει τις παρενέργειες, τις αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και το κόστος.
Διουρητικά
Η πρώτη επιλογή φαρμάκων για την αντιμετώπιση της υπέρτασης πρώτου σταδίου, μπορεί να είναι ένα διουρητικό. Τα διουρητικά επιδρούν στα νεφρά για να βοηθήσουν το σώμα σας να αποβάλλει νάτριο και νερό. Αυτό οδηγεί σε μικρότερο όγκο αίματος που περνάει μέσα από τις αρτηρίες και έτσι λιγότερη πίεση στα τοιχώματα των αρτηριών.
Τα διουρητικά έχουν δύο χαρακτηριστικά πλεονεκτήματα: Έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά για πολλά χρόνια και είναι τα πιο φθηνά από όλα τα φάρμακα για την υψηλή πίεση του αίματος. Τα τρία είδη διουρητικών είναι οι θειαζίδες, τα διουρητικά της αγκύλης και τα καλιοσυντηρητικά.
Οι πιο συνηθισμένες θειαζίδες είναι η υδροχλωροθειαζίδη (Hygroton) και η χλωροθειαζίδη. Τα διουρητικά αγκύλης είναι πιο ισχυρά και μπορεί να συστηθούν, αν οι θειαζίδες δεν είναι αποτελεσματικές. Αυτά είναι: η βουμετανίδη (Burinex), η φουροσεμίδη (Lasix) και η τορσεμίδη.
Τα καλιοσυντηρητικά διουρητικά προστατεύουν το σώμα από την απώλεια καλίου, αλλά δεν είναι τόσο ισχυρά, όσο τα δύο προηγούμενα. Χρησιμοποιούνται συνήθως σε συνδυασμό με τις θειαζίδες και τα διουρητικά αγκύλης. Τα καλιοσυντηρητικά διουρητικά είναι η αμιλορίδη (Moduretic,Frumil), η σπιρονολακτόνη (Aldactone) και η επλερενόνη (Inspra).
Μια συνηθισμένη παρενέργεια των διουρητικών είναι η συχνή ούρηση. Άλλες παρενέργειες μπορεί να είναι ζαλάδα και αφυδάτωση. Οι μεγάλες δόσεις θειαζιδικών διουρητικών μπορεί να οδηγήσουν σε μικρή αύξηση στο ζάχαρο του αίματος (γλυκόζη) και στην ολική χοληστερόλη (χοληστερίνη).
Αν έχετε κάποια πάθηση στους νεφρούς, ρωτήστε το γιατρό σας, πριν πάρετε καλιοσυντηρητικά διουρητικά, που μπορεί πιθανότατα να οδηγήσουν σε καρδιακή αρρυθμία και άλλα προβλήματα λόγω αύξησης του καλίου.
Βήτα αναστολείς
Οι βήτα αναστολείς έχουν χρησιμοποιηθεί για πολλά χρόνια για τη θεραπεία της υψηλής πίεσης του αίματος και είναι συχνά το φάρμακο εκλογής. Δουλεύουν εμποδίζοντας πολλές από τις επιδράσεις της αδρεναλίνης (επινεφρίνη) στο σώμα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η καρδιά χτυπάει πιο αργά και με λιγότερη ένταση. Επιπλέον, μπορεί να παρέχουν προστασία ενάντια στις επαναλαμβανόμενες καρδιακές προσβολές.
Χρησιμοποιούνται αρκετά είδη βήτα αναστολέων. Μερικοί συνηθισμένοι είναι η ατενολόλη (Tenormin), η καρβεδιλόλη (Dilatrend), η μετοπρολόλη (Lopresor) και η προπρανολόλη (Inderal).
Μία συνηθισμένη παρενέργεια των βήτα αναστολέων είναι ο λήθαργος και η κόπωση. Ορισμένοι βήτα αναστολείς μπορεί να μειώσουν ελαφρώς τη χοληστερόλη υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης (HDL) («καλή» χοληστερόλη).
Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτασίνης (ΜΕΑ)
Οι αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτασίνης (ΜΕΑ) δουλεύουν εμποδίζοντας τους νεφρούς να παράγουν αγγειοτασίνη II, μία ουσία που συστέλλει τα αιμοφόρα αγγεία και μπορεί να αυξήσει την αρτηριακή πίεση του αίματος. Περιορίζοντας την παραγωγή αγγειοτασίνης ΙΙ οι αναστολείς ΜΕΑ επιτρέπουν τη διαστολή των αιμοφόρων αγγείων και έτσι η υπέρταση μειώνεται.
Αναστολείς ΜΕΑ είναι: η καπτοπρίλη (Capoten), η εναλαπρίλη (Renitec), η λισινοπρίλη (Prinivil, Zestril) και η κιναπρίλη (Accupron).
Οι αναστολείς ΜΕΑ χορηγούνται συχνά και σε άτομα που έχουν εξασθενημένη καρδιακή λειτουργία, γιατί αυτός ο τύπος φαρμάκου μπορεί επίσης να μειώσει τον κίνδυνο εμφράγματος, εγκεφαλικού, καρδιακής ανεπάρκειας και θανάτου εξαιτίας καρδιαγγειακής πάθησης. Οι αναστολείς ΜΕΑ μειώνουν τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 και τις επιπλοκές του.
Οι αναστολείς ΜΕΑ προκαλούν γενικά λίγες παρενέργειες, αλλά ένας αριθμός ατόμων εμφανίζει ξηρό, επίμονο βήχα. Άλλες πιθανές παρενέργειες είναι εξανθήματα, αλλοιωμένη γεύση, μειωμένη όρεξη και αυξημένο επίπεδο καλίου.
Το πρήξιμο (οίδημα) βαθύτερων ιστών του δέρματος (αγγειοοίδημα) είναι μία σπάνια παρενέργεια και μπορεί να απειλήσει τη ζωή, αν επηρεάσει το πρόσωπο ή το φάρυγγα. Οι αναστολείς ACE δε συνιστώνται, αν είστε έγκυος ή σκοπεύετε να μείνετε έγκυος, γιατί μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές συγγενείς διαταραχές.
Αναστολείς υποδοχέων αγγειοτασίνης II
Οι αναστολείς υποδοχέων αγγειοτασίνης II βοηθούν στη χαλάρωση και στη διαστολή των αιμοφόρων αγγείων εμποδίζοντας τη δράση της αγγειοτασίνης ΙΙ. Είναι αποτελεσματικά στη μείωση της βλάβης των νεφρών, εγκεφαλικών, υπερτροφίας της αριστερής κοιλίας και άλλων καρδιαγγειακών επιπλοκών και στην εμφάνιση διαβήτη. Κάποιες φορές οι αναστολείς υποδοχέων αγγειοτασίνης II και οι αναστολείς ΜΕΑ χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό. Ένα επιπρόσθετο πλεονέκτημα των αναστολέων υποδοχέων αγγειοτασίνης II είναι ότι δεν προκαλούν ξηρό βήχα με την ίδια συχνότητα που προκαλούν οι αναστολείς ΜΕΑ.
Αναστολείς υποδοχέων Α-ΙΙ είναι: η καντεσαρτάνη (Atacand), η ιμβεσαρτάνη (Aprovel, Karvea), η λοσαρτάνη (Cozaar) και η βαλσαρτάνη (Diovan).
Οι παρενέργειες είναι σπάνιες, αλλά σε μερικές περιπτώσεις τα φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν ζαλάδα, ρινική συμφόρηση, πόνο στη μέση και στα πόδια, διάρροια, δυσπεψία ή αϋπνία. Όπως και οι αναστολείς ΜΕΑ, αυτά τα φάρμακα δεν πρέπει να λαμβάνονται, αν έχετε κάποια πάθηση των νεφρών, είστε έγκυος ή αν σκοπεύετε να μείνετε έγκυος.
Αναστολείς διαύλων ασβεστίου
Αυτά τα φάρμακα δουλεύουν μπλοκάροντας την είσοδο ασβεστίου στα κύτταρα. Αυτό μειώνει την τάση συστολής των μικρών αρτηριών. Κάποια από αυτά τα φάρμακα μειώνουν επίσης τους καρδιακούς παλμούς.
Υπάρχουν δύο είδη αναστολέων διαύλων ασβεστίου: βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι. Οι βραχυπρόθεσμοι αναστολείς διαύλων ασβεστίου δεν ενδείκνυνται για την αντιμετώπιση της υπέρτασης, γιατί δεν ελέγχουν την πίεση τόσο καλά, όσο άλλα φάρμακα, και έχουν συσχετιστεί με άλλες παθήσεις.
Οι μακροπρόθεσμοι αναστολείς μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματικοί για τη θεραπεία της υπέρτασης, όσο είναι άλλα φάρμακα, και γίνονται έρευνες, για να διαπιστωθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα τους. Μακροπρόθεσμοι αναστολείς διαύλων ασβεστίου είναι: η αμλοδιπίνη (Norvasc), η φελοδιπίνη (Plendil), η νιφεδιπίνη (Adalat, Procardia), η διλτιαζέμη (Tildiem, Dipen) και η βεραπαμίλη (Isoptin).
Οι πιθανές παρενέργειες είναι δυσκοιλιότητα, πονοκέφαλος, ταχυπαλμία, εξανθήματα και πρήξιμο στα κάτω άκρα και στα ούλα. Μην πίνετε χυμό γκρέιπφρουτ, αν παίρνετε αναστολείς διαύλων ασβεστίου. Μία ουσία στο χυμό παρεμβαίνει στη δυνατότητα του ήπατος να αποβάλλει αυτά τα φάρμακα από το σώμα, οπότε μπορεί να συσσωρευτούν σε τοξικά επίπεδα.
Άλφα αναστολείς
Οι άλφα αναστολείς εμποδίζουν τη μυϊκή συστολή στις μικρότερες αρτηρίες και μειώνουν την επίδραση των φυσικών χημικών ουσιών του σώματος που προκαλούν σύσπαση στα αιμοφόρα αγγεία. Η χρήση αυτών των φαρμάκων επανεξετάζεται, γιατί οι ερευνητές βρήκαν ότι ο αναστολέας άλφα δοξαζοσίνη (Cardura) παρείχε μικρότερα οφέλη από τα παραδοσιακά διουρητικά για τη θεραπεία της υπέρτασης και μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων που έπαιρνε δοξαζοσίνη ανέπτυξαν συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
Συνιστάται η λήψη των άλφα αναστολέων σε συνδυασμό με κάποιο άλλο φάρμακο για την πίεση. Άλλοι άλφα αναστολείς είναι η πραζοσίνη (Minipress) και η τεραζοσίνη (Hytrin). Οι παρενέργειες των άλφα αναστολέων είναι ζαλάδα, πονοκέφαλος, δυνατός χτύπος της καρδιάς, ναυτία και αδυναμία.
Φάρμακα με κεντρική δράση
Τα φάρμακα με κεντρική δράση εμποδίζουν τον εγκέφαλο να στείλει σήμα στο νευρικό σύστημα να αυξήσει τους παλμούς της καρδιάς και να επιφέρει συστολή των αιμοφόρων αγγείων.
Δε χρησιμοποιούνται πια πολύ συχνά, επειδή μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες. Ωστόσο, ο γιατρός σας μπορεί να συστήσει ένα αντιυπερτασικό φάρμακο με κεντρική δράση, αν είστε ευάλωτοι σε κρίσεις πανικού ή αν κάνετε αποτοξίνωση από αλκοόλ ή ναρκωτικά. Τα φάρμακα αυτά μπορεί να βοηθήσουν στη μείωση των συμπτωμάτων αυτών των παθήσεων.
Τα φάρμακα κεντρικής δράσης είναι η κλονιδίνη (Catapresan), η γουανφασίνη (Tenex) και η μεθυλντόπα (Aldomet). Οι παρενέργειες μπορεί να είναι υπερβολική κόπωση, ανικανότητα, ξηροστομία, πονοκέφαλοι, αύξηση του βάρους, μειωμένη ικανότητα σκέψης και κατάθλιψη.
Άμεσα αγγειοδιασταλτικά
Τα άμεσα αγγειοδιασταλτικά δρουν απευθείας στα μυϊκά τοιχώματα των αρτηριών εμποδίζοντας τη συστολή των μυών και έτσι τη στένωση των αρτηριών. Χρησιμοποιούνται συνήθως για την αντιμετώπιση της σοβαρής υπέρτασης που δεν ανταποκρίνεται καλά σε άλλα φάρμακα. Είναι η υδραλαζίνη και η μινιξιδίλη (Loniten).
Οι συνηθισμένες παρενέργειες αυτών των φαρμάκων είναι ταχυπαλμία και κατακράτηση υγρών. Επειδή αυτές οι παρενέργειες είναι ανεπιθύμητες στην περίπτωση της αρτηριακής υπέρτασης, οι γιατροί χορηγούν συνήθως τα άμεσα αγγειοδιασταλτικά μαζί με κάποιο άλλο φάρμακο, όπως ένα βήτα αναστολέα ή ένα διουρητικό, που μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα.