Η εγχείρηση είναι εδώ και καιρό ο θεμελιώδης λίθος της θεραπείας του καρκίνου.
Ο σκοπός κάθε εγχείρησης μπορεί να ποικίλλει. Μπορεί να γίνει, για να εξακριβωθεί αν κάποιος όγκος είναι κακοήθης, για να αφαιρεθεί ένας καρκινικός όγκος ή για να εξακριβωθεί η εξάπλωση των καρκινικών κυττάρων σε άλλα μέρη του σώματος. Μερικές φορές η εγχείρηση σκοπεύει κυρίως στην αντιμετώπιση μιας απόφραξης, για παράδειγμα, αφαιρείται ένας όγκος που αποφράσσει το χοληδόχο πόρο. Άλλες φορές, όταν δεν είναι δυνατό να αφαιρεθεί όλος ο καρκινικός όγκος, ο χειρουργός μπορεί να αφαιρέσει όσο το δυνατόν περισσότερο (διαδικασία μείωσης του όγκου), για να κάνει τη χημειοθεραπεία ή την ακτινοθεραπεία πιο αποτελεσματική.
Η εγχείρηση είναι πιο αποτελεσματική, αν ο καρκίνος εντοπίζεται σε μία τοποθεσία (τοπικός). Μερικές φορές, ωστόσο, τα καρκινικά κύτταρα εξαπλώνονται από το μέρος που εμφανίζονται αρχικά (πρωτογενής όγκος) και ταξιδεύουν μέσα από το αίμα ή το λεμφικό σύστημα, για να σχηματίσουν δευτερογενείς όγκους (μεταστάσεις). Αν τα κύτταρα εξαπλωθούν, πριν αφαιρεθεί ο πρωτογενής όγκος, ο καρκίνος μπορεί να εμφανιστεί σε άλλα μέρη, ακόμα και αφού έχει αφαιρεθεί πλήρως ο πρωτογενής όγκος.
Οι μεταστατικοί καρκίνοι εξακολουθούν να ονομάζονται ανάλογα με την πρωτογενή τοποθεσία του καρκίνου. Για παράδειγμα, ο καρκίνος του μαστού που έχει εξαπλωθεί στους πνεύμονες, ονομάζεται μετάσταση του καρκίνου του μαστού και όχι καρκίνος των πνευμόνων.
Αν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί πολύ, τότε η εγχείρηση σπανίως μπορεί να τον θεραπεύσει. Κάποιες φορές εμφανίζεται μόνο ένας μεταστατικός όγκος μετά την αφαίρεση του πρωτογενούς καρκίνου και σε κάποιες περιπτώσεις η χειρουργική αφαίρεση αυτής της μονήρους βλάβης μπορεί να οδηγήσει σε ολοκληρωτική ίαση. Αυτή η κατάσταση μπορεί να συμβεί μεταξύ άλλων σε άτομα με καρκίνο του παχέος εντέρου ή των όρχεων. Οι μεταστατικοί όγκοι στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις βρίσκονται στον πνεύμονα, στο συκώτι ή στον εγκέφαλο.
Να σημειωθεί ότι οι θεραπείας για τον καρκίνο μπορούν να έχουν ορισμένες επίπονες παρενέργειες.
Ακτινοθεραπεία
Η ακτινοβολία είναι άλλη μία επιλογή για την καταστροφή των καρκινικών κυττάρων. Η ακτινοθεραπεία – που ονομάζεται επίσης ραδιοθεραπεία, θεραπεία με ακτίνες Χ, θεραπεία με κοβάλτιο ή ακτινοβόληση – μπορεί να αποτελεί ένα μέρος της θεραπευτικής αγωγής ή να είναι η μοναδική μορφή θεραπείας. Η ακτινοβολία επηρεάζει μόνο τα καρκινικά κύτταρα που βρίσκονται στην περιοχή του σώματος (πεδίο) που δέχεται την ακτινοβολία.
Η ακτινοθεραπεία χρησιμοποιείται μερικές φορές, για να συρρικνώσει έναν καρκινικό όγκο πριν την εγχείρηση ή για να καταστρέψει τα εναπομείναντα καρκινικά κύτταρα μετά την εγχείρηση σε συνδυασμό με αντικαρκινικά φάρμακα ή μόνη της. Η ακτινοθεραπεία είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική σε συγκεκριμένους τύπους τοπικών καρκίνων, όπως είναι οι κακοήθεις όγκοι των λεμφαδένων ή των φωνητικών χορδών.
Όπως και με την εγχείρηση, η ακτινοθεραπεία δεν είναι συνήθως θεραπευτική αν τα καρκινικά κύτταρα έχουν εξαπλωθεί σε ολόκληρο το σώμα ή εκτός του πεδίου της ακτινοβολίας. Μπορεί να συνεχιστεί, ακόμα και αν δεν είναι πιθανή η πλήρης ίαση, για να μειώσει τα σημεία και τα συμπτώματα που προκαλεί ο καρκίνος, όπως είναι η πίεση, ο πόνος ή η αιμορραγία.
Σε γενικές γραμμές η ακτινοβολία προκαλεί λιγότερες σωματικές παραμορφώσεις σε σχέση με τη ριζική εγχείρηση, αλλά μπορεί να έχει έντονες παρενέργειες, όπως ερεθισμό ή σκλήρυνση του δέρματος, δυσκολία στην κατάποση, ξηροστομία, ναυτία, διάρροια, τριχόπτωση και καταβολή. Η σοβαρότητα και η έκταση αυτών των παρενεργειών εξαρτάται από το μέρος που γίνεται και την ποσότητα της ακτινοβολίας που χρησιμοποιείται.
Χημειοθεραπεία
Χημειοθεραπεία είναι η συστηματική χρήση φαρμάκων για τη θεραπεία του καρκίνου. Το φάρμακο χορηγείται γενικά με ένεση ή ενδοφλεβίως. Σε μερικούς τύπους κακοήθειας, όπως στη νόσο του Hodgkin, στη λευχαιμία και στον καρκίνο των όρχεων, η χημειοθεραπεία μπορεί να πετύχει πλήρη ανάρρωση, ακόμα και αν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί.
Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται πιο συχνά μετά από μία επέμβαση για αφαίρεση του καρκίνου, ακόμα και αν δεν υπάρχουν σημεία ότι ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί. Αυτό ονομάζεται επικουρική χημειοθεραπεία. Σε μερικούς καρκίνους, ιδιαίτερα στον καρκίνο του μαστού και τον καρκίνο του παχέος εντέρου, η επικουρική χημειοθεραπεία έχει δείξει ότι μειώνει τις πιθανότητες επανεμφάνισης του καρκίνου. Και τα άτομα με καρκίνο που κάνουν αυτή τη θεραπεία ζουν γενικά περισσότερο σε σχέση με αυτούς που δεν την κάνουν.
Η χημειοθεραπεία μπορεί να γίνει και πριν από μία επέμβαση, για να συρρικνώσει τον καρκίνο και να κάνει την επέμβαση πιο εύκολη ή πιο αποτελεσματική. Αυτή ονομάζεται προεγχειρητική χημειοθεραπεία και χρησιμοποιείται για καρκίνους στο κεφάλι, στο λάρυγγα και στο στήθος. Σε περιπτώσεις που ο καρκίνος δεν μπορεί να θεραπευτεί η χημειοθεραπεία μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής. Αυτή ονομάζεται παρηγορητική χημειοθεραπεία.
Η χημειοθεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει τη χρήση περισσότερων από ένα φαρμάκων. Η συνδυαστική χημειοθεραπεία αφορά τη χορήγηση μίας ομάδας φαρμάκων που δρουν ταυτόχρονα, για να σκοτώσουν τα καρκινικά κύτταρα. Η παρενέργεια των αντικαρκινικών φαρμάκων είναι ότι συχνά επηρεάζουν και τα φυσιολογικά κύτταρα εκτός από τα καρκινικά.
Τα φυσιολογικά κύτταρα που είναι πιθανότερο να επηρεαστούν είναι αυτά που διαιρούνται γρήγορα, όπως αυτά που βρίσκονται στο μυελό των οστών, στο βλεννογόνο της γαστρεντερικής οδού, στο αναπαραγωγικό σύστημα και στους θύλακες των τριχών. Αφού ολοκληρωθεί η θεραπεία, αυτά τα κύτταρα συνήθως αναρρώνουν.
Ανάλογα με το συγκεκριμένο φάρμακο που χρησιμοποιείται η χημειοθεραπεία μπορεί να προκαλέσει διάφορες παρενέργειες. Αυτές είναι τριχόπτωση, πληγές στο στόμα, δυσκολία στην κατάποση, ξηροστομία, ναυτία, έμετος, διάρροια, αιμορραγία και λοίμωξη. Πιο σπάνια προβλήματα περιλαμβάνουν βλάβη στην καρδιά, στο ήπαρ, στους πνεύμονες, στα νεφρά ή στα νεύρα. Η βλάβη στα νεύρα προκαλεί συνήθως μούδιασμα ή μυρμήγκιασμα των χεριών ή των ποδιών. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι παρενέργειες εξαφανίζονται, μόλις ολοκληρωθεί η θεραπεία. Οι ειδικοί εργάζονται, για να μειώσουν ή και να απαλείψουν εντελώς αυτές τις παρενέργειες.
Ανοσοθεραπεία
Το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού σας λειτουργεί σαν σύστημα παρακολούθησης για την προστασία από αυτά που αντιλαμβάνεται ως ξένες ουσίες. Για παράδειγμα, όταν το ανοσοποιητικό σας σύστημα εντοπίζει βλαβερά βακτήρια ή έναν ιό μέσα στο σώμα σας, αντιδρά παράγοντας συγκεκριμένες πρωτεΐνες (αντισώματα) που επιτίθενται και καταστρέφουν τους εισβολείς.
Το ανοσοποιητικό σας σύστημα αντιμετωπίζει επίσης τα καρκινικά κύτταρα ως ξένους εισβολείς, αλλά εξαιτίας κάποιας αποτυχίας του συστήματος συχνά δεν αναγνωρίζει τα καρκινικά κύτταρα. Για χρόνια οι ερευνητές αναζητούν τρόπους, για να βελτιώσουν την αντίδραση της φυσικής άμυνας του οργανισμού στα καρκινικά κύτταρα.
Η χρήση του ανοσοποιητικού συστήματος για την επίθεση και την καταστροφή των καρκινικών κυττάρων ονομάζεται ανοσοθεραπεία. Άλλα ονόματα για αυτή τη μέθοδο είναι βιολογική θεραπεία, βιοθεραπεία ή θεραπεία μετατροπής βιολογικής αντίδρασης. Η ανοσοθεραπεία μπορεί να γίνει μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες για τον καρκίνο.
Μία παραλλαγή της ανοσοθεραπείας είναι η χορήγηση ουσιών που διεγείρουν το ανοσοποιητικό σύστημα – μη ειδικές ανοσορρυθμιστικές ουσίες. Δύο τέτοιες ουσίες χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με την εγχείρηση για τον καρκίνο της ουροδόχου κύστεως και για προχωρημένο καρκίνο του παχέος εντέρου.
Μία άλλη παραλλαγή είναι η παραγωγή στο εργαστήριο συγκεκριμένων πρωτεϊνών του ανοσοποιητικού συστήματος (κυτταροκίνες) και στη συνέχεια η χρήση τους στη θεραπεία. Αυτές οι πρωτεΐνες – που ονομάζονται μετατροπείς βιολογικής αντίδρασης (BRM) – αποτελούν την πλειονότητα των ανοσοθεραπευτικών ουσιών που χρησιμοποιούνται ή μελετώνται σήμερα.
Αυτές είναι:
Ιντερφερόνες. Οι ιντερφερόνες είναι κυτταροκίνες που υπάρχουν φυσιολογικά μέσα στο σώμα σας. Υπάρχουν διάφορα είδη ιντερφερονών. Το είδος που χρησιμοποιείται συνήθως στη θεραπεία του καρκίνου ονομάζεται ιντερφερόνη – άλφα. Οι ιντερφερόνες μπορεί να εμποδίζουν απευθείας τα καρκινικά κύτταρα ή μπορεί να διεγείρουν άλλα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, για να βοηθήσουν στη μάχη. Οι ιντερφερόνες χρησιμοποιούνται σε μια σειρά παθήσεων, όπως η λευχαιμία τριχωτών κυττάρων, τα μελανώματα, η χρόνια μυελογενής λευχαιμία και το σάρκωμα Kaposi που σχετίζεται με το Έιτζ. Μελετώνται επίσης για πιθανή χρήση στη θεραπεία μεταστατικού καρκίνου των νεφρών και στο μη Hodgkin λέμφωμα.
Ιντερλευκίνες. Όπως και οι ιντερφερόνες, οι ιντερλευκίνες είναι ένας τύπος κυτταροκίνης. Η ιντερλευκίνη-2, η πιο ευρέως μελετημένη ιντερλευκίνη, δουλεύει διεγείροντας άλλα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που μπορούν να καταστρέψουν καρκινικά κύτταρα. Έχει εγκριθεί για τη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου των νεφρών και του μεταστατικού μελανώματος και μελετάται ως θεραπεία για διάφορους άλλους καρκίνους.
Αυξητικοί παράγοντες. Αντί να δρουν απευθείας στα καρκινικά κύτταρα, οι αυξητικοί παράγοντες (CSFs) διευκολύνουν την παραγωγή λευκών αιμοσφαιρίων. Η χημειοθεραπεία συνήθως δυσχεραίνει τις λειτουργίες του μυελού των οστών, συμπεριλαμβανομένης και της παραγωγής λευκών αιμοσφαιρίων, αιμοπεταλίων και ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ο μειωμένος αριθμός αυτών των κυττάρων σάς κάνει πιο ευάλωτο σε μολύνσεις. Οι αυξητικοί παράγοντες μπορεί να επιτρέψουν την καλύτερη ανοχή της χημειοθεραπείας με μικρότερες πιθανότητες ανάπτυξης μόλυνσης ή με λιγότερη κόπωση που οφείλεται στην αναιμία που προέρχεται από τη χημειοθεραπεία.
Μονοκλωνικά αντισώματα. Τα μονοκλωνικά αντισώματα σχεδιάζονται και παράγονται στο εργαστήριο και στοχεύουν σε συγκεκριμένους τύπους καρκίνου. Ενώνονται με τα κύτταρα του όγκου και μπορούν είτε να αντιδράσουν με αυτά τα καρκινικά κύτταρα ή να χρησιμοποιηθούν, για να μεταφέρουν αντικαρκινικά φάρμακα ή ακτινοβολία.
Η Επιτροπή Τροφών και Φαρμάκων των ΗΠΑ.έχει εγκρίνει δύο μονοκλωνικά αντισώματα – τη ριτουξιμάμπη (Rituxan) για τη θεραπεία του υποτροπιάζοντος μη Hodgkin λεμφώματος Β κυττάρων και τη τραστουζουμάμπη (Herceptin) για χρήση ενάντια στο μεταστατικό καρκίνο του μαστού που παράγει μεγάλη ποσότητα πρωτεΐνης που ονομάζεται HER-2. Επιπλέον, μονοκλωνικά αντισώματα αναπτύσσονται και μελετώνται για χρήση σε άλλα είδη καρκίνου. Αυτά είναι λεμφώματα, λευχαιμίες, όγκοι στον εγκέφαλο αλλά και καρκίνος των πνευμόνων, του παχέος εντέρου, του ορθού και του προστάτη.
Εμβόλια. Οι ερευνητές εργάζονται για την παρασκευή εμβολίων που μπορούν να βοηθήσουν το ανοσοποιητικό σας σύστημα να αναγνωρίσει τα καρκινικά κύτταρα. Σε αντίθεση με τα εμβόλια για τις λοιμώδης ασθένειες, τα οποία γίνονται για την πρόληψη τους, τα εμβόλια κατά του καρκίνου χορηγούνται, μόνο αφού αναπτυχθεί κάποιος όγκος. Το εμβόλιο στοχεύει να βοηθήσει το σώμα σας να απορρίψει τον καρκίνο και να τον εμποδίσει να εμφανιστεί ξανά.
Παρενέργειες. Οι παρενέργειες των μετατροπέων βιολογικής αντίδρασης μπορεί να είναι εξάνθημα ή πρήξιμο στο σημείο της ένεσης, συμπτώματα γρίπης και κόπωση. Οι αυξητικοί παράγοντες μπορεί να προκαλούν πόνο στα οστά, κόπωση, πυρετό και απώλεια όρεξης. Μυϊκοί πόνοι και πυρετός μπορεί να εμφανιστούν μετά από ένα εμβόλιο καρκίνου. Μερικοί μετατροπείς μπορεί να προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις. Οι παρενέργειες μπορεί να είναι κάποιες φορές σοβαρές και γι’ αυτό είναι σημαντικό να συζητάτε με το γιατρό σας τις πιθανές παρενέργειες της συγκεκριμένης θεραπείας για τον καρκίνο.
Καθώς οι ερευνητές μαθαίνουν περισσότερα για τον τρόπο που το ανοσοποιητικό σύστημα αναγνωρίζει και επιτίθεται στα κακοήθη κύτταρα, οι μελέτες τους μπορεί να οδηγήσουν σε αποτελεσματικές τεχνικές ανοσοθεραπείας ενάντια πολλών ειδών καρκίνου.
Θεραπεία με υπερθερμία
Η θεραπεία με υπερθερμία περιλαμβάνει την έκθεση του ιστού του σώματος σε υψηλές θερμοκρασίες – μέχρι 41,1 βαθμούς Κελσίου – προκαλώντας βλάβες σε κάποιους όγκους, καταστρέφοντας τα κύτταρα τους ή στερώντας τους από θρεπτικά συστατικά. Αυτή η θεραπεία μπορεί να γίνει σε μια μικρή περιοχή, για παράδειγμα, σε ένα άκρο ή ένα όργανο, ή σε ολόκληρο το σώμα σε περίπτωση μεταστατικού καρκίνου. Η θεραπεία μπορεί να είναι επίπονη και μπορεί να προκαλέσει φουσκάλες, αν γίνει κατευθείαν στο δέρμα, αν και οι φουσκάλες περνάνε συνήθως γρήγορα.
Οι ερευνητές έχουν εξετάσει την υπερθερμία σε συνδυασμό με την ακτινοβολία και τη χημειοθεραπεία για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού, των λεμφαδένων, του δέρματος, του ματιού και της μήτρας. Ο ρόλος της ερευνάται ακόμα.
Κρυοπηξία
Η κρυοπηξία είναι το αντίθετο από τη θεραπεία υπερθερμίας. Χρησιμοποιεί υπερβολικό ψύχος, για να καταστρέψει τα καρκινικά κύτταρα. Η κρυοπηξία είναι η εφαρμογή υγρού αζώτου σε έναν όγκο. Χρησιμοποιείται συνήθως για την αντιμετώπιση καρκίνου του δέρματος αρχικού σταδίου και προκαρκινικών παθήσεων του δέρματος αλλά και στον καρκίνο του αμφιβληστροειδή (ρετινοβλάστωμα). Οι ερευνητές μελετούν την κρυοπηξία ως πιθανή θεραπεία για κάποιους εσωτερικούς καρκίνους, όπως αυτούς που προσβάλλουν τον προστάτη και το συκώτι. Για αυτούς τους καρκίνους το υγρό άζωτο φτάνει στον όγκο μέσω μίας συσκευής που ονομάζεται κρυόδιο.
Μεταμόσχευση μυελού των οστών
Η μεταμόσχευση μυελού των οστών χρησιμοποιείται για την αντικατάσταση των κυττάρων του μυελού των οστών που έχει καταστραφεί από την ακτινοβολία ή τη χημειοθεραπεία. Κατά την επέμβαση λαμβάνεται μία ποσότητα αρχέγονων κυττάρων – ανώριμα κύτταρα που δεν έχουν ακόμα διαφοροποιηθεί στα διάφορα είδη των κυττάρων του αίματος. Μπορεί να λάβετε τα δικά σας αρχέγονα κύτταρα (αυτόλογη μεταμόσχευση), αρχέγονα κύτταρα από ένα μονωογενή δίδυμο, αν έχετε (συγγενής μεταμόσχευση), ή αρχέγονα κύτταρα από έναν αδερφό ή γονέα ή ακόμα και κάποιο δότη που δεν έχει συγγένεια (αλλογενής μεταμόσχευση). Η γνώση ότι μπορείτε να έχετε μια πηγή υγιών αρχέγονων κυττάρων επιτρέπει στο γιατρό τη χρήση μεγαλύτερων δόσεων χημειοθεραπείας ή ακτινοθεραπείας. Η μεταμόσχευση μυελού των οστών χρησιμοποιείται συχνά στη θεραπεία της λευχαιμίας και του λεμφώματος.
Αναστολείς αγγειογένεσης
Όλοι οι όγκοι απαιτούν την ανάπτυξη νέων αιμοφόρων αγγείων, για να παρέχουν οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά στα κύτταρα τους, έτσι ώστε να μπορέσουν να μεγαλώσουν. Ο σχηματισμός νέων αιμοφόρων αγγείων ονομάζεται αγγειογένεση. Οι επιστήμονες μελετούν τη χρήση φυσικών και συνθετικών αναστολέων της αγγειογένεσης με σκοπό τη συρρίκνωση των όγκων ή για να τους εμποδίσουν να μεγαλώσουν σταματώντας το σχηματισμό νέων αιμοφόρων αγγείων.
Αναπτυσσόμενες Θεραπείες
Η θεραπεία του καρκίνου εξελίσσεται συνεχώς. Μερικές από τις μεθόδους που περιγράφονται εδώ έχουν γίνει αποδεκτές ως θεραπείες και άλλες ερευνώνται και παραμένουν πειραματικές.
Γονιδιακή θεραπεία. Οι όγκοι αναπτύσσονται, γιατί τα φυσιολογικά γονίδια παθαίνουν βλάβες μετατρέποντας τα υγιή κύτταρα σε καρκινικά. Τα γονίδια που καταστέλλουν τον καρκίνο μπορεί επίσης να αποτύχουν να δουλέψουν σωστά. Ο σκοπός της γονιδιακής θεραπείας είναι να διορθώσει ή να αντικαταστήσει τα ελαττωματικά γονίδια και να αυξήσει την παραγωγή των υγιών.
Στοχευμένη μοριακή θεραπεία. Ο οργανισμός τροφίμων και φαρμάκων των ΗΠΑ έχει εγκρίνει τη χρήση της ουσίας imatinib mesylate (Gleevec, STI-571) για τη θεραπεία της χρόνιας μυελογενούς λευχαιμίας, μίας σπάνιας μορφής καρκίνου. Αυτή η λευχαιμία προκαλείται από γενετική μετάλλαξη που επιτρέπει σε ένα ένζυμο των κυττάρων του αίματος να λειτουργεί συνεχώς. Το φάρμακο δρα αναστέλλοντας το ένζυμο και συνεπώς την ανώμαλη ανάπτυξη των λευκών αιμοσφαιρίων.
Η τραστουζουμάμπη (Herceptin) είναι άλλο ένα φάρμακο που στοχεύει σε μία συγκεκριμένη πρωτεΐνη που ονομάζεται HER-2-neu, που παράγεται από ένα ελαττωματικό γονίδιο. Η πρωτεΐνη συναντάται περίπου σε ένα στους τέσσερις ανθρώπους με καρκίνο του μαστού. To Herceptin είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που ενώνεται με την ελαττωματική πρωτεΐνη προκαλώντας μείωση στην ανάπτυξη ή ακόμα και θάνατο των καρκινικών κυττάρων. Σε αντίθεση με τα περισσότερα μονοκλωνικά αντισώματα, δεν εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα του ανοσοποιητικού συστήματος ενάντια στα καρκινικά κύτταρα.
Εγχείρηση με λέιζερ. Οι ακτίνες λέιζερ είναι ισχυρά εργαλεία για την επίτευξη χειρουργικών επεμβάσεων ακριβείας. Η εγχείρηση με λέιζερ χρησιμοποιείται συχνά στη θεραπεία καρκίνων του δέρματος, των πνευμόνων, των φωνητικών χορδών, του κόλπου, του αιδοίου, της μήτρας και του πέους. Η θερμότητα που εκπέμπεται από το λέιζερ μπορεί επίσης να συρρικνώσει όγκους και να ανακουφίσει από τα συμπτώματα που σχετίζονται με τον καρκίνο.
Φωτοδυναμική θεραπεία. Κατά τη διάρκεια της φωτοδυναμικής θεραπείας τα καρκινικά κύτταρα καλύπτονται με φωτοευαίσθητες ουσίες και στη συνέχεια εκτίθενται σε ακτίνες λέιζερ. Το φως που απορροφάται από τα κύτταρα του όγκου προκαλεί μία χημική αντίδραση καταστρέφοντας τα κύτταρα του όγκου. Το πλεονέκτημα αυτής της θεραπείας είναι ότι είναι πολύ επιλεκτική, επηρεάζει μόνο τα καρκινικά κύτταρα, ενώ αφήνει τα φυσιολογικά κύτταρα ανέπαφα. Αυτή η επέμβαση χρησιμοποιεί ακτίνες λέιζερ που μπορούν να διαπεράσουν μόνο ένα λεπτό στρώμα ιστών και έτσι χρησιμοποιείται στους επιφανειακούς καρκίνους, ενώ δεν είναι τόσο αποτελεσματική ενάντια σε καρκίνους που βρίσκονται βαθιά μέσα σε ένα όργανο. Οι ερευνητές εργάζονται για τη βελτίωση αυτής της μορφής της φωτοδυναμικής θεραπείας.