Μελέτη που έγινε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Πρίνστον και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Proceedings of the Royal Society B, βρήκε ότι δεν ισχύει πάντα η επικρατούσα επιστημονική άποψη ότι οι συλλογικές αποφάσεις γίνονται πιο ορθές όσο μεγαλώνει το πλήθος. Με άλλα λόγια, η μελέτη “χαλαρώνει” το αξίωμα ότι ο σχηματισμός μεγάλων ομάδων είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος για να ληφθεί μια απόφαση.
Με τον όρο «συλλογική νοημοσύνη» ή «σοφία του πλήθους» οι επιστήμονες αναφέρονται σε ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε πριν από 100 περίπου χρόνια: ότι ο μέσος όρος των μεμονωμένων αποφάσεων μιας ομάδας ανθρώπων, ακόμη και στην περίπτωση που όλες τους είναι λανθασμένες, αντανακλά τη σωστή απόφαση.
Eνα από τα γνωστότερα παραδείγματα της θεωρίας της «σοφίας του πλήθους» είναι η παρατήρηση που έχει κάνει ο Βρετανός στατιστικολόγος Φράνσις Γκάλτον. Ο Γκάλτον είχε βρεθεί σε ένα χωριό όπου γινόταν ένας διαγωνισμός κατά τον οποίο οι παριστάμενοι προσπαθούσαν να μαντέψουν το βάρος ενός βοδιού. Κατά τη διαδικασία καταγράφηκαν 787 εκτιμήσεις, εκ των οποίων καμία δεν ήταν σωστή. Oταν όμως εξήγαγε τον μέσο όρο των μεμονωμένων εκτιμήσεων, ο Γκάλτον παρατήρησε ότι το αποτέλεσμα ήταν πολύ ακριβές πέφτοντας έξω κατά λιγότερο από μισό κιλό. Έκτοτε η επικρατούσα στην επιστήμη αντίληψη θεωρεί ότι όσο περισσότερα άτομα συμμετέχουν στη λήψη μιας συλλογικής απόφασης τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει η απόφαση να είναι σωστή.
Όταν οι αποφάσεις είναι πιο σύνθετες
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, η συλλογική νοημοσύνη μειώνεται όταν ο αριθμός αυτών που εμπλέκονται στην απόφαση αυξάνεται παραπάνω από όσο πρέπει. Κατά τους συγγραφείς, η παρατήρηση αυτή δεν είχε γίνει μέχρι τώρα επειδή οι περισσότερες παρατηρήσεις επί του θέματος δεν εξέταζαν τις σύνθετες καταστάσεις σαν αυτές που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στην καθημερινή μας ζωή και στις οποίες οι πληροφορίες που πρέπει να σταθμίσουμε είναι πολλών και διαφορετικών ειδών.
Η ομάδα των ερευνητών του Πρίνστον με επικεφαλής τον καθηγητή Οικολογίας και εξελικτικής βιολογίας Ιαν Κάζιν έκανε μια πιο ρεαλιστική προσομοίωση της πραγματικότητας δημιουργώντας ένα θεωρητικό μοντέλο στο οποίο μια «ομάδα» έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε δυο διαφορετικές πιθανές πηγές τροφής.
Η ορθότητα των αποφάσεων της ομάδας καθοριζόταν με βάση το πόσο καλά τα άτομα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν δυο «τύπους» πληροφοριών: στον ένα τύπο ανήκαν πληροφορίες οι οποίες ήταν γνωστές σε όλα τα μέλη της ομάδας ενώ στον δεύτερο ανήκαν πληροφορίες τις οποίες γνώριζαν μόνο ορισμένα μέλη της ομάδας. Oπως φάνηκε, η ικανότητα συνδυασμού των δυο τύπων πληροφοριών για την εξαγωγή μιας σωστής απόφασης ήταν υψηλότερη όταν τα μέλη της ομάδας ήταν από 5 ως 20. Μετά τον αριθμό αυτόν η ικανότητα λήψης σωστών αποφάσεων άρχιζε να φθίνει, χειροτερεύοντας μάλιστα όλο και περισσότερο όσο τα μέλη της ομάδας αυξάνονταν.
Όπως εξήγησε ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, ο Αλμπερτ Κάο, όσο αυξάνονται τα άτομα ενός πλήθους τόσο περισσότερο οι πληροφορίες που είναι γνωστές σε όλους κυριαρχούν ενώ εκείνες που είναι γνωστές σε λιγότερους (και οι οποίες μπορεί να είναι πολύ σημαντικές) «πνίγονται», ακόμη και αν εκείνοι οι οποίοι τις κατέχουν γνωρίζουν πολύ καλά τη σημασία τους.
Αντίθετα, στις μικρές ομάδες οι γνωστές σε λιγότερους πληροφορίες λαμβάνονται εξίσου υπόψη με εκείνες που είναι γνωστές σε όλους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μικρότερες ομάδες διέπονται περισσότερο από το τυχαίο – ένα χαρακτηριστικό το οποίο είναι γνωστό ως «θόρυβος» ο οποίος είναι ένας αρνητικός παράγοντας γιατί «μπερδεύει» τα αποτελέσματα.
«Είδαμε ότι ναι μεν αυξάνοντας το μέγεθος της ομάδας βλέπουμε τα οφέλη της σοφίας του πλήθους, αν όμως η ομάδα γίνει υπερβολικά μεγάλη βασίζεται περισσότερο στις “κοινές” πληροφορίες, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να τις χρησιμοποιεί σε τέτοιο βαθμό ώστε οι αποφάσεις της να κατευθύνονται μόνο από αυτές», ανέφερε ο Κάο.
Η ανακάλυψη, σύμφωνα με τον καθηγητή Κάζιν, προσφέρει νέες γνώσεις για τη μελέτη της συμπεριφοράς των ομάδων.