Σε αντίθεση με την οστεοαρθρίτιδα, η ρευματοειδής αρθρίτιδα δεν αποτελεί αποτέλεσμα της φθοράς από τη χρήση των αρθρώσεων. Πρόκειται για αυτοάνοση νόσο κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος επιτίθεται σε υγιείς ιστούς, και συγκεκριμένα στο λεπτό αρθρικό υμένα των αρθρώσεων και σε μερικά εσωτερικά όργανα.
Οι αρθρώσεις είναι μέρη εκείνα του σκελετού όπου έρχονται σε επαφή και συνδέονται δύο ή περισσότερα οστά. Τα οστά στις αρθρώσεις καλύπτονται από χόνδρο που απορροφά τους κραδασμούς. Ο χόνδρος είναι ένα ανθεκτικό, λείο, ολισθηρό υλικό που αποτρέπει την τριβή οστού με οστό. Η άρθρωση περιβάλλεται από τον αρθρικό υμένα (μεμβράνη) η οποία απελευθερώνει το αρθρικό υγρό το οποίο λιπαίνει την άρθρωση. Καθώς η ρευματοειδής αρθρίτιδα εξελίσσεται, τα κύτταρα που διηθούν τον αρθρικό υμένα επεκτείνονται, εισβάλλουν και διαβρώνουν τους αρθρικούς ιστούς καταστρέφοντας τους χόνδρους και τα οστά. Τα κύτταρα που φλεγμαίνουν απελευθερώνουν ένζυμα που διαβρώνουν το οστό και το χόνδρο και προκαλούν επιπλέον βλάβες.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι ορισμένοι ιοί μπορεί να πυροδοτούν τη ρευματοειδή αρθρίτιδα σε ορισμένα άτομα που έχουν κληρονομική προδιάθεση για τη νόσο. Πολλά άτομα με τη νόσο έχουν το γενετικό τύπο HLA-DR4. Υπάρχουν και άλλα γονίδια που πιστεύεται ότι επηρεάζουν την εκδήλωση ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Συμπτώματα
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα μπορεί να οδηγήσει σε παραμόρφωση των δακτύλων. Τα χέρια μπορεί να χάσουν τη δύναμη τους και να πονούν στις περιόδους έξαρσης της νόσου.
- Πόνος και διόγκωση στις αρθρώσεις των ποδιών, των καρπών και των χεριών.
- Πόνος και διόγκωση σε συμμετρικές αρθρώσεις, όπως και στις δύο αντίστοιχες αρθρώσεις των ποδιών.
- Διάχυτος πόνος ή δυσκαμψία.
- Ερυθρότητα και θερμότητα πάνω από τις αρθρώσεις.
- Κόπωση και αδυναμία.
- Αλλαγές στην όρεξη και στο βάρος.
- Αναιμία.
- Εξογκώματα κάτω από το δέρμα.
Σε αντίθεση με την οστεοαρθρίτιδα, που προσβάλλει μόνο το μυοσκελετικό σύστημα, η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μία συστηματική νόσος.
Σε μερικά άτομα προσβάλλει διάφορα όργανα, όπως την καρδιά, τους πνεύμονες, το δέρμα και τα μάτια. Επίσης, τείνει να προσβάλλει πολλές αρθρώσεις προκαλώντας εκτεταμένη δυσκαμψία και διάχυτο πόνο.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα τείνει να είναι συμμετρική. Για παράδειγμα, προσβάλλει και τους δύο αστραγάλους ή και τους δύο καρπούς. Μπορεί επίσης να προκαλέσει μικρά εξογκώματα κάτω από το δέρμα (ρευματικά οζίδια) κοντά στους αγκώνες, στα δάχτυλα, στα πόδια, κατά μήκος των αχίλλειων τενόντων ή στους γλουτούς. Το μέγεθος των οζιδίων κυμαίνεται από ενός μπιζελιού μέχρι ενός καρυδιού. Συνήθως τα εξογκώματα δεν είναι επώδυνα και δεν προκαλούν σωματικά προβλήματα.
Η ρευματοειδης αρθριτιδα μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά συνήθως εμφανίζεται μεταξύ 20 και 50 ετών. Μία παραλλαγή της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, που ονομάζεται νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα, εκδηλώνεται σε μικρότερη ηλικία. Σχεδόν τρεις φορές περισσότερες γυναίκες έχουν ρευματοειδή αρθρίτιδα σε σχέση με τους άνδρες.
Διάγνωση
Αν ο γιατρός υποπτεύεται ρευματοειδή αρθρίτιδα, θα αναζητήσει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νόσου, όπως αν έχουν προσβληθεί οι αρθρώσεις και στις δυο πλευρές του σώματος.
Οι ακτινογραφίες και οι εργαστηριακές εξετάσεις μπορεί να βοηθήσουν στη διάγνωση, όμως δεν υπάρχει κάποια εξέταση που να επιβεβαιώνει ή να αποκλείει τη νόσο.
Μία ειδική εξέταση αίματος που εξακριβώνει την ταχύτητα καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων μπορεί να φανερώνει την παρουσία φλεγμονής και να διαφοροποιήσει τη ρευματοειδή αρθρίτιδα από άλλες νόσους.
Μία άλλη εξέταση αίματος μετράει το επίπεδο ενός αντισώματος που ονομάζεται ρευματοειδής παράγοντας (RF). Ο ρευματοειδής παράγοντας δεν επιβεβαιώνει τη διάγνωση, επειδή μπορεί να βρίσκεται και σε υγιείς ανθρώπους ή σε άτομα με άσχετα νοσήματα, όπως φυματίωση ή χρόνια ηπατική νόσο. Καθώς η νόσος προχωράει, οι ακτινογραφίες βοηθούν στην παρακολούθηση της εξέλιξης της.
Πόσο σοβαρή είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα;
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα μπορεί να είναι η πιο εξουθενωτική μορφή αρθρίτιδας. Η νόσος μπορεί να βλάψει τους χόνδρους, τα οστά, τους τένοντες και τους συνδέσμους των προσβεβλημένων αρθρώσεων. Τα άτομα με ρευματοειδή αρθρίτιδα εμφανίζουν συχνά παραμόρφωση των αρθρώσεων, που οδηγεί σε περιορισμό της κινητικότητας. Κάποια άτομα έχουν επίσης εφιδρώσεις και πυρετό μαζί με αδυναμία των μυών που συνδέονται με τις προσβεβλημένες αρθρώσεις.
Στους περισσότερους ανθρώπους η πάθηση είναι χρόνια. Η βαρύτητα της φλεγμονής μπορεί να κυμαίνεται, αλλά γενικά επιμένει. Στις ήπιες περιπτώσεις οι περίοδοι αυξημένης δραστηριότητας της νόσου, που ονομάζονται περιόδους σχετικής ύφεσης κατά τις οποίες τα συμπτώματα, όπως η διόγκωση και ο πόνος των αρθρώσεων, η δυσκολία ύπνου και η αδυναμία, υποχωρούν ή εξαφανίζονται. Σε άλλα άτομα η ασθένεια είναι συνέχεια ενεργός και εξελίσσεται με τον καιρό. Μόνο 1 στα 10 άτομα με την ασθένεια εμφανίζουν ένα και μοναδικό επεισόδιο που ακολουθείται από μακροχρόνια ύφεση.
Είναι δύσκολο να προβλεφθεί από την αρχή η σοβαρότητα της ασθένειας σε ένα συγκεκριμένο άτομο. Τα άτομα που έχουν συνεχόμενα συμπτώματα για 4 ή 5 χρόνια είναι πιθανό να έχουν ισόβια προβλήματα με τη νόσο. Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν μακρά, παραγωγική και σχεδόν φυσιολογική ζωή παρά την ασθένεια. Ωστόσο, η κατάλληλη και έγκαιρη ιατρική φροντίδα είναι σημαντική για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου.
Πρόληψη
Υπάρχουν κάποια στοιχεία ότι τα λιπαρά οξέα ωμέγα-3 που περιέχουν κάποια ψάρια, όπως ο σολομός, η πέστροφα, οι σαρδέλες και η ρέγκα, μπορεί να βοηθούν στη μείωση της φλεγμονής των αρθρώσεων, όταν καταναλώνονται σε επαρκείς ποσότητες. Τα λιπαρά οξέα ωμέγα-3 βρίσκονται επίσης στο λιναρόσπορο και σε συμπληρώματα διατροφής. Σε γενικές γραμμές είναι προτιμότερο τα ωμέγα-3 να λαμβάνονται από την υγιεινή διατροφή παρά από τα διατροφικά συμπληρώματα.
Θεραπεία
Υπάρχουν φάρμακα υψηλής αποτελεσματικότητας για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Είναι σημαντικό η διάγνωση της νόσου να γίνει νωρίς, γιατί η καθυστέρηση στην έναρξη της θεραπείας μπορεί να μειώσει την αποτελεσματικότητα της.
Οι σύγχρονες θεραπείες στοχεύουν στην υποχώρηση του πόνου, στη μείωση της φλεγμονής, στην αναστολή ή καθυστέρηση της βλάβης των αρθρώσεων, στη στήριξη των ατόμων που πάσχουν από την ασθένεια, για να λειτουργήσουν όσο πιο φυσιολογικά γίνεται, και στην πρόληψη σχετικών ιατρικών προβλημάτων, όπως η προσβολή της καρδιάς και των πνευμόνων.
Φάρμακα. Τα φάρμακα για τη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας ανήκουν σε δύο κατηγορίες: Αυτά που χρησιμοποιούνται για την υποχώρηση των συμπτωμάτων και αυτά που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της νόσου.
Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (NSAID), όπως η ιβουπροφαίνη (Brufen), η ναπροξαίνη (Naprosyn) και άλλα, είναι βασικά για την ύφεση του πόνου και της φλεγμονής της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Αν υπάρχει ευαισθησία στα NSAID, ο γιατρός μπορεί να χορηγήσει παράγωγα της ασπιρίνης, που ονομάζονται μη ακετυλιωμένα σαλικυλικά (τριπυριτικό μαγνήσιο, σαλσαλάτη). Μία εκδοχή είναι οι αναστολείς COX-2, όπως η ροφεκοξίμπη (Vioxx), η σελεκοξίμπη (Celebrex) και η βαλντεκοξίμπη (Bextra). Οι αναστολείς COX-2 είναι μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα που είναι πιο ήπια για το στομάχι.
Η παρακεταμόλη (Depon κ.ά.) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την υποχώρηση του πόνου, αλλά δε μειώνει τη φλεγμονή. Τα κορτικοστεροειδή φάρμακα, όπως είναι η πρεδνιζόνη, είναι πολύ αποτελεσματικά στην ύφεση του πόνου και της φλεγμονής αλλά όχι και στην εξέλιξη της νόσου. Πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή και στη μικρότερη αποτελεσματική δοσολογία εξαιτίας των πολλαπλών και πιθανότατα σοβαρών παρενεργειών.
Τα φάρμακα που τροποποιούν τη νόσο μπορεί να βοηθήσουν στη μείωση των συμπτωμάτων και στην επιβράδυνση των βλαβών στις αρθρώσεις. Αυτά είναι η υδροξυχλωροκίνη (Plaquenil και άλλα φάρμακα κατά της ελονοσίας), η σουλφασαλαζίνη (Azulfidine), η μινοκυκλίνη (Minocin), η μεθοτρεξάτη (Methotrexate), η λεφλουνομίδη (Arava), η αζαθιοπρίνη (Imuran), η κυκλοσπορίνη (Sandimmune, Sandimmune Neoral), η κυκλοφωσφαμίδη (Endoxan), η πενικιλλαμίνη (Penicillamine) και η θεραπεία με χρυσό (Ridaura). Το καθένα από αυτά τα φάρμακα μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες” γι’ αυτό ο ασθενής και ο γιατρός θα πρέπει να ζυγίσουν τους κινδύνους και τα οφέλη.
Οι τροποποιητές των βιολογικών απαντήσεων ή αλλιώς μονοκλωνικά αντισώματα, όπως είναι η ετανερσέπτη (Enbrel) και η ινφλιξιμάμπη (Remicade), σταματούν τη δράση του παράγοντα νέκρωσης όγκων, μίας χημικής ουσίας που παίζει σημαντικό ρόλο στη φλεγμονή και στην καταστροφή των ιστών.
Ένας άλλος τροποποιητής βιολογικής απάντησης, που ονομάζεται ανακίνρα (Kineret), μειώνει τη φλεγμονή αναστέλλοντας τη χημική ουσία που ονομάζεται ιντερλευκίνη-1. Αυτά τα φάρμακα μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικά, αλλά, επειδή αναστέλλουν τις ανοσοποιητικές αντιδράσεις, έχουν ως πιθανή παρενέργεια τις σοβαρές λοιμώξεις.
Ανάπαυση και άσκηση. Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας στη διαχείριση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι η επίτευξη της ιδανικής ισορροπίας μεταξύ της ανάπαυσης και της άσκησης. Η διατήρηση της λειτουργίας στις προσβεβλημένες αρθρώσεις απαιτεί ενδυνάμωση των μυών και ασκήσεις εύρους κινητικότητας, αλλά χρειάζεται επίσης και επαρκής ανάπαυση.
Εξαιτίας της μορφής της νόσου με υφέσεις και εξάρσεις οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται σε κάθε περίοδο διαφέρουν. Η έντονη δραστηριότητα κατά την περίοδο έξαρσης της νόσου αυξάνει τον κίνδυνο τραυματισμών στις αρθρώσεις και έτσι ο γιατρός μπορεί να συστήσει ένα συνδυασμό ανάπαυσης, τακτικών μείωσης του πόνου και ήπιας δραστηριότητας. Κατά τις περιόδους έξαρσης πρέπει να αποφεύγονται οι ασκήσεις που πιέζουν τις προσβεβλημένες αρθρώσεις’ επιτρέπεται όμως η κίνηση τους. Κατά τις περιόδους ύφεσης πρέπει να εκτελούνται οι ασκήσεις και οι δραστηριότητες που είναι ανεκτές. Είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται τα όρια του ασθενή και να αποφεύγετε η άσκοπη κόπωση.
Εγχείρηση. Αν η αρθρίτιδα δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στη φαρμακευτική αγωγή ή αν δυσχεραίνεται πολύ η λειτουργία της άρθρωσης, μπορεί να συστηθεί χειρουργική αφαίρεση του ελύτρου που φλεγμαίνει. Ανάλογα με τον τύπο της άρθρωσης η επέμβαση μπορεί να γίνει με την κλασσική εγχείρηση (ανοιχτή) ή με ένα αρθροσκόπιο. Στις αρθρώσεις με σοβαρές βλάβες η ολική αρθροπλαστική μπορεί να αποτελεί την καλύτερη επιλογή.