Η υψηλή αρτηριακή πίεση και η υπέρταση είναι όροι που εναλλάσσονται και αναφέρονται σε μία κατάσταση κατά την οποία η πίεση με την οποία το αίμα ρέει στις αρτηρίες είναι πολύ αυξημένη σε σχέση με τις φυσιολογικέ τιμές. Τα περιστατικά αρτηριακής υπέρτασης αυξάνουν με την ηλικία.
Τα περισσότερα άτομα με υψηλή πίεση δεν έχουν συμπτώματα. Ακόμα και ένας γιατρός δεν μπορεί να σας πει αν έχετε αρτηριακή υπέρταση, μέχρι να μετρήσει στην πράξη την πίεση της ροής του αίματος στις αρτηρίες σας. Κάποιοι πιστεύουν ότι οι πονοκέφαλοι, οι ζαλάδες και οι ρινορραγίες είναι σημεία και συμπτώματα αυξημένης πίεσης στο αίμα, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα αληθινό.
Αν και η αρτηριακή υπέρταση δεν προκαλεί σε γενικές γραμμές συμπτώματα, αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι επικίνδυνη. Η υπέρταση αναφέρεται συχνά και ως σιωπηλός δολοφόνος, γιατί το ένα τρίτο από τους πάσχοντες δεν το γνωρίζουν. Ο κίνδυνος προέρχεται από τις μακροχρόνιες επιπτώσεις που προκαλεί η πάθηση. Η υπέρταση είναι βασική αιτία εγκεφαλικών, εμφραγμάτων, καρδιακής ανεπάρκειας, νεφρικής ανεπάρκειας, άνοιας και πρόωρου θανάτου.
Τα τελευταία 30 χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη διάγνωση και στη θεραπεία της υπέρτασης. Η μεγαλύτερη προσοχή που δίνεται σε αυτή την πάθηση είναι ο βασικός λόγος που οι θάνατοι από εγκεφαλικό έχουν μειωθεί κατά 60% και οι θάνατοι από καρδιακές και αγγειακές παθήσεις (καρδιαγγειακές) έχουν μειωθεί περισσότερο από 50%. Παρόλα
αυτά μόνο οι μισοί από τους Αμερικανούς με αρτηριακή υπέρταση κάνουν θεραπεία και μόνο το ένα τέταρτο από αυτούς ελέγχουν ικανοποιητικά την αρτηριακή υπέρταση.
Δεν υπάρχει οριστική θεραπεία της υπέρτασης, αλλά η πάθηση μπορεί και να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί. Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και η φαρμακευτική αγωγή, αν κριθεί απαραίτητη, μπορεί να βοηθήσουν στον έλεγχο της πίεσης του αίματος και στη διατήρηση της σε ασφαλή επίπεδα.
Τι είναι η αρτηριακή πίεση του αίματος
Η αρτηριακή πίεση καθορίζεται από την ποσότητα του αίματος που αντλεί η καρδιά και την αντίσταση στη ροή του αίματος μέσα στις αρτηρίες. Τα όργανα και οι ουσίες που βοηθούν στη ρύθμιση της πίεσης του αίματος είναι:
Η καρδιά σας. Για να αντλήσει η καρδιά το αίμα, χρειάζεται να ασκήσει κάποια δύναμη, για να ωθήσει το αίμα προς την κύρια αρτηρία (αορτή). Όσο πιο σκληρά πρέπει να δουλέψει ο μυς της καρδιάς, για να ωθήσει το αίμα, τόσο μεγαλύτερη είναι η δύναμη που ασκείται στις αρτηρίες.
Οι αρτηρίες σας. Για να δεχτούν το κύμα αίματος που ωθείται με κάθε χτύπο της καρδιάς, οι αρτηρίες καλύπτονται από λείους μύες που τους επιτρέπουν να διαστέλλονται και μετά να συστέλλονται, καθώς το αίμα κυλάει μέσα σε αυτές. Όσο πιο ελαστικές είναι οι αρτηρίες, τόσο λιγότερο αντιστέκονται στη ροή του αίματος και τόσο λιγότερη πίεση ασκείται στα τοιχώματα τους. Όταν οι αρτηρίες χάνουν την ελαστικότητα τους ή στενεύουν, η αντίσταση στη ροή του αίματος αυξάνεται και απαιτείται επιπλέον δύναμη, για να σπρώξει το αίμα μέσα στα αιμοφόρα αγγεία.
Τα νεφρά σας. Οι νεφροί ρυθμίζουν την ποσότητα νατρίου που κατακρατείται από το σώμα και συνεπώς τον όγκο του νερού που κυκλοφορεί στο σώμα. Το νάτριο κατακρατεί νερό. Έτσι, όσο περισσότερο νάτριο έχετε στο σώμα σας, τόσο περισσότερο νερό περιέχεται στο αίμα σας. Αυτό το επιπλέον υγρό στο αίμα μπορεί να αυξήσει την αρτηριακή πίεση.
Ορμόνες και ένζυμα. Άλλα όργανα και ουσίες που επηρεάζουν την αρτηριακή πίεση είναι το κεντρικό νευρικό σύστημα και πολλές ορμόνες και ένζυμα. Μέσα στα τοιχώματα της καρδιάς σας και των διαφόρων αιμοφόρων αγγείων πολύ μικρές δομές, που ονομάζονται υποδοχείς πίεσης, παρακολουθούν συνεχώς τη ροή του αίματος και στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο σχετικά με την κατάσταση της πίεσης του αίματος. Ο εγκέφαλος αντιδρά σηματοδοτώντας την απελευθέρωση ορμονών και ενζύμων που επιδρούν στη λειτουργία της καρδιάς, των αιμοφόρων αγγείων και των νεφρών.
Μετρώντας την πίεση του αίματος
Η αρτηριακή πίεση μετριέται με το σφυγμομανόμετρο. Η συσκευή περιλαμβάνει μία περιχειρίδα που φουσκώνει και τυλίγεται γύρω από το επάνω μέρος του χεριού, μία τρόμπα αέρα και μία τυποποιημένη ένδειξη πίεσης ή ένα ηλεκτρονικό μετρητή.
Η αρτηριακή πίεση εκφράζεται ως δύο νούμερα σε μονάδες χιλιοστών στήλης υδραργύρου (mm Hg). Για παράδειγμα, αρτηριακή πίεση κάτω από 120/80 mm Hg (12 με 8) είναι ιδανική.
Το πρώτο νούμερο είναι η συστολική πίεση – η πίεση στις αρτηρίες σας, όταν η καρδιά συστέλλεται και προωθεί το αίμα προς την αορτή. Το δεύτερο νούμερο είναι η διαστολική πίεση, η πίεση που παραμένει στις αρτηρίες σας μεταξύ των χτύπων, όταν ο μυς της καρδιάς χαλαρώνει και γεμίζει με αίμα. Αυτή την ώρα η πίεση μειώνεται.
Η αρτηριακή πίεση έχει συνήθως διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αυξάνεται σε περιόδους δραστηριοτήτων και μειώνεται, όταν το σώμα ξεκουράζεται. Πριν γίνει η διάγνωση υπέρτασης, ο γιατρός εξακριβώνει συνήθως τη μέση πίεση παίρνοντας δύο ή περισσότερες μετρήσεις σε κάθε μία από δύο ή περισσότερες επισκέψεις μετά την αρχική εξέταση.
Φυσιολογικές τιμές και υπέρταση
Η πίεση ενός νεογέννητου είναι συνήθως 90/60 mm Hg. Κατά την παιδική ηλικία αυξάνεται σταδιακά. Για έναν ενήλικα το φυσιολογικό εύρος πίεσης του αίματος εκτείνεται από 120/80 mm Hg μέχρι 139/89 mm Hg. Ωστόσο, συστολική πίεση 130-139 mm Hg και διαστολική πίεση μεταξύ 85 και 89 mm Hg θεωρείται οριακή. Η οριακή πίεση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων.
Η αρτηριακή πίεση θεωρείται υψηλή, αν η συστολική σας πίεση είναι σταθερά 140 mm Hg ή υψηλότερη ή αν η διαστολική σας πίεση είναι σταθερά 90 mm Hg ή υψηλότερη, ή και τα δύο. Στο παρελθόν η διαστολική πίεση θεωρείτο καλύτερη ένδειξη των πιθανών προβλημάτων υγείας από τη συστολική πίεση. Πρόσφατες και μακροχρόνιες έρευνες έδειξαν ότι η υψηλή συστολική πίεση είναι εξίσου σημαντικός – αν όχι πιο σοβαρός – παράγοντας κινδύνου, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους.
Η υπέρταση χωρίζεται σε τρία στάδια αυξανόμενης σοβαρότητας, με πιο σοβαρό το στάδιο 3. Οι όροι ήπια και μέτρια δε χρησιμοποιούνται πλέον, για να περιγράψουν την υπέρταση, για να μη θεωρούν οι άνθρωποι την ήπια ή τη μέτρια υπέρταση ως μία όχι και τόσο σοβαρή απειλή για την υγεία.
Η υπέρταση αναπτύσσεται συνήθως σταδιακά. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνθρωποι ξεκινούν με φυσιολογική πίεση που σταδιακά εξελίσσεται σε οριακή πίεση και τελικά καταλήγουν στο στάδιο 1 υπέρτασης. Αν δεν αντιμετωπιστεί, αυτή η υπερβολική πίεση μπορεί να τραυματίσει πολλά όργανα και ιστούς. Όσο πιο προχωρημένο είναι το στάδιο της υπέρτασης, τόσο πιο μεγάλος είναι ο κίνδυνος βλάβης. Ωστόσο, ακόμα και η υπέρταση πρώτου σταδίου μπορεί να είναι ζημιογόνα, αν διαρκεί για μήνες ή χρόνια.
Μεμονωμένη συστολική υπέρταση. Αν ο μεγαλύτερος αριθμός στη μέτρηση της πίεσης σας (συστολική πίεση) είναι σταθερά υψηλός (140 mm Hg ή περισσότερο), αλλά το μικρότερο νούμερο (διαστολική πίεση) έχει φυσιολογική τιμή (κάτω από 85 mm Hg), τότε μπορεί να έχετε μεμονωμένη συστολική υπέρταση. Αυτή η πάθηση προσβάλλει περίπου τα δύο τρίτα των ατόμων με υπέρταση άνω των 60 ετών.
Οι γιατροί πίστευαν κάποτε ότι η μεμονωμένη συστολική υπέρταση ήταν ένα ακίνδυνο αποτέλεσμα της γήρανσης και απέφευγαν να το αντιμετωπίσουν με φάρμακα εξαιτίας της έλλειψης αποδείξεων για τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους από τις πιθανές παρενέργειες, παράλληλα με το κόστος της θεραπείας.
Ωστόσο, διάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι η θεραπεία αυτής της μορφής αρτηριακής υπέρτασης μπορεί να προλάβει χιλιάδες εγκεφαλικά και άλλα σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα κάθε χρόνο.
Αν έχει διαγνωσθεί σ’ εσάς μεμονωμένη συστολική υπέρταση, μετράτε συχνά και με ακρίβεια την πίεση σας στο σπίτι. Ρωτήστε το γιατρό σας σχετικά με τα φάρμακα για τον έλεγχο του προβλήματος και ακολουθήστε τις οδηγίες προσεκτικά. Αντιμετωπίστε τους παράγοντες του τρόπου ζωής που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για μεμονωμένη συστολική υπέρταση: κάπνισμα, παχυσαρκία, διατροφή με πολύ αλάτι, έλλειψη τακτικής άσκησης και κατανάλωση αλκοόλ.
Αιτίες
Στο 95% περίπου των ατόμων με υπέρταση δεν μπορεί να εντοπιστεί κάποια αιτία. Η πάθηση αυτών των ατόμων ταξινομείται ως ιδιοπαθής υπέρταση.
Στις λίγες περιπτώσεις όπου το αίτιο μπορεί να εξακριβωθεί με σιγουριά χρησιμοποιείται ο όρος δευτεροπαθής υπέρταση, επειδή η αυξημένη πίεση είναι αποτέλεσμα κάποιας άλλης κατάστασης ή παράγοντα. Αυτοί μπορεί να είναι:
- Φάρμακα για το κρυολόγημα, ρινικά αποσυμφορητικά, χάπια μείωσης της όρεξης, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (NSAIDs) και φάρμακα όπως τα από το στόμα αντισυλληπτικά, τα στεροειδή, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και η σιμπουτραμίνη (Reductil) που χορηγείται για την παχυσαρκία.
- Παθήσεις των νεφρών, όπως η νεφρική ανεπάρκεια, η στένωση της νεφρικής αρτηρίας και η φλεγμονή των σπειραμάτων (σπειραματονεφρίτιδα).
- Υπερλειτουργία των επινεφριδίων.
- Παθήσεις του θυρεοειδούς.
- Διαταραχές των αιμοφόρων αγγείων.
- Προεκλαμψία, μία επιπλοκή της εγκυμοσύνης.
- Χρήση παράνομων ναρκωτικών ουσιών. Κάποιες φορές, αν αντιμετωπιστεί το βασικό πρόβλημα, η δευτεροπαθής υπέρταση υποχωρεί.
Επιπλοκές
Μπορεί τα συμπτώματα της αρτηριακής υπέρτασης να είναι σιωπηλά, αλλά οι κίνδυνοι είναι πολύ μεγάλοι. Αν δεν αντιμετωπιστεί για μία περίοδο χρόνων, η αρτηριακή υπέρταση μπορεί να τραυματίσει διάφορα όργανα του σώματος. Μερικές από τις επιπλοκές που μπορεί να προκληθούν είναι το έμφραγμα, η καρδιακή ανεπάρκεια, η νεφρική ανεπάρκεια, το εγκεφαλικό, η άνοια και η απώλεια όρασης.
Στεφανιαία νόσος, Το βασικό αίτιο θανάτου σε άτομα με υπέρταση είναι η στεφανιαία νόσος. Η υπέρταση επιταχύνει τη συσσώρευση των λιπωδών εναποθέσεων (πλάκες) στις αρτηρίες και οδηγεί σε στένωση των αιμοφόρων αγγείων (αθηροσκλήρωση). Αν οι αρτηρίες που παρέχουν το αίμα στην καρδιά αποφραχθούν, ο μυς της καρδιάς στερείται οξυγόνου, κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα.
Όταν η αρτηριακή πίεση αυξάνεται, η καρδιά αναγκάζεται να δουλέψει πιο σκληρά, για να διατηρήσει τη ροή του αίματος προς τους ιστούς. Με τον καιρό ο μυς της καρδιάς μπορεί να χοντρύνει (υπερτροφία), για να μπορέσει να προωθήσει το αίμα από την καρδιά υπερνικώντας την αυξημένη αντίσταση.
Η αριστερή κοιλία είναι ο θάλαμος της καρδιάς που στέλνει το αίμα σε όλα τα μέρη του σώματος, εκτός από τους πνεύμονες. Έτσι η πάχυνση των τοιχωμάτων της ονομάζεται υπερτροφία της αριστερής κοιλίας. Η υπερτροφία της αριστερής κοιλίας σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου και εμφράγματος.
Με τον καιρό η υπέρταση μπορεί επίσης να φθείρει το μυ της καρδιάς (μυοκάρδιο) και μπορεί να προκαλέσει συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Στην πάθηση αυτή η καρδιά δεν μπορεί να προωθήσει όλο το αίμα που επιστρέφει σε αυτήν από τις φλέβες, οπότε συσσωρεύεται υγρό στους πνεύμονες, στα πόδια και σε άλλους ιστούς.
Ο έλεγχος της πίεσης μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων. Αν η αρτηριακή πίεση ελεγχθεί για τουλάχιστον 5 χρόνια, ο κίνδυνος εμφράγματος μειώνεται κατά 20% περίπου και ο κίνδυνος καρδιακής ανεπάρκειας περισσότερο από 50%.
Εγκεφαλικό. Το εγκεφαλικό συμβαίνει, όταν σπάει ένα αιμοφόρο αγγείο στον εγκέφαλο (εγκεφαλική αιμορραγία) ή όταν ένα κομμάτι αθηροσκληρωτικής πλάκας αποκολληθεί και φράξει τη ροή του αίματος σε μέρος του εγκεφάλου (εγκεφαλική εμβολή) ή αν σχηματιστεί ένας θρόμβος σε μια αρτηρία στον εγκέφαλο (εγκεφαλική θρόμβωση).
Τα εγκεφαλικά είναι πολύ πιο συνηθισμένα σε άτομα με υπέρταση. Στην ουσία η υπέρταση είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου για εγκεφαλικό. Όταν η πίεση μειωθεί με την κατάλληλη θεραπεία, ο κίνδυνος για εγκεφαλικό μειώνεται επίσης – περίπου κατά 40% σε 2 με 5 χρόνια.
Άνοια. Οι έρευνες δείχνουν ότι η υπέρταση μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική εξασθένηση της μνήμης (άνοια). Οι έρευνες αποκαλύπτουν ότι η εμφάνιση της άνοιας ποικίλλει από μερικά χρόνια έως αρκετές δεκαετίες από τη διάγνωση της υπέρτασης. Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι η φαρμακευτική αγωγή για τη μείωση της αυξημένης πίεσης μπορεί να μειώσει αυτό τον κίνδυνο. Απαιτείται περαιτέρω έρευνα, για να επιβεβαιωθεί η σχέση μεταξύ της υπέρτασης και της άνοιας.
Πάθηση νεφρών. Περίπου το ένα πέμπτο του αίματος που διαχέεται στο σώμα με κάθε άντληση της καρδιάς πηγαίνει στους νεφρούς. Οι νεφροί φιλτράρουν τα απόβλητα από το αίμα και βοηθούν στη διατήρηση της σωστής ισορροπίας αλάτων, οξέων και νερού στο αίμα.
Η αρτηριακή υπέρταση μπορεί να τραυματίσει τους νεφρούς και να μειώσει την ικανότητα τους να εκτελούν τις φυσιολογικές λειτουργίες, μία από τις οποίες είναι να συμβάλλουν στη ρύθμιση της πίεσης. Έτσι βλάβη σε αυτά τα όργανα μπορεί να επιδεινώσει την υπέρταση. Αυτό οδηγεί σε έναν καταστροφικό φαύλο κύκλο, που τελικά οδηγεί σε αυξημένη πίεση και μικρότερη δυνατότητα των νεφρών να αφαιρούν τα απόβλητα από το αίμα.