Η ζάχαρη ανεβάζει την αρτηριακή πίεση -και όχι το αλάτι- υποστηρίζουν Αμερικανοί επιστήμονες από τη Νέα Υόρκη και το Κάνσας. Λένε ότι τα υψηλά επίπεδα σακχάρου επηρεάζουν τον υποθάλαμο του εγκεφάλου ο οποίος ρυθμίζει τον καρδιακό ρυθμό και την αρτηριακή πίεση. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η ζάχαρη να αυξάνει την πίεση του αίματος.
Λένε επίσης ότι η ινσουλίνη, μια ορμόνη, που παράγεται από το πάγκρεας ως αντίδραση στην κατανάλωση υδατανθράκων, και συγκεκριμένα της γλυκοζης, μπορεί επίσης να επιταχύνει τον καρδιακό ρυθμό.
Αναφέρουν τέλος μια πρόσφατη μελέτη στην οποία συμμετείχαν 8.670 Γάλλοι ενήλικες, η οποία δεν βρήκε καμία σχέση μεταξύ αλατιού και υψηλής αρτηριακής πίεσης.
Τις τελευταίες δεκαετίες, το κοινό καλείται να μειώσει την πρόσληψη αλατιού. Οι κατευθυντήριες γραμμές αναφέρουν ότι θα πρέπει κάποιος να περιορίσει την πρόσληψη του αλατιού σε ένα κουταλάκι του γλυκού την ημέρα. Οι ειδικοί λένε ότι το νάτριο (συστατικό του αλατιού), όταν καταναλώνεται σε μεγάλη ποσότητα, αυξάνει τον κίνδυνο εγκεφαλικών επεισοδίων κατά 25%.
Όμως στη μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό American Journal of Cardiology, οι Αμερικανοί ερευνητές με επικεφαλής τον δρ James DiNicolantonio λένε: “H ζάχαρη και όχι το αλάτι μπορεί να είναι η πραγματική αιτία πίσω από την αύξηση της αρτηριακής πίεσης του αίματος. Αυτή η ιδέα υποστηρίζεται από μετα-αναλύσεις τυχαιοποιημένων δοκιμών ελέγχου, γεγονός που δηλώνει ότι η ζάχαρη σχετίζεται πιο έντονα με την αρτηριακή πίεση απ’ ότι το νάτριο. Η ενθάρρυνση των καταναλωτών να αποφύγουν τη ζάχαρη, παρά το αλάτι, μπορεί να είναι καλύτερη διατροφική προσέγγιση για να επιτευχθεί ο έλεγχος της πίεσης του αίματος”.
Να σημειωθεί ότι τον Ιούνιο του 2014, εκδόθηκαν νέες κατευθυντήριες γραμμές για τη ζάχαρη προτρέποντας το κοινό να την περιορίσει σε 5-7 κουταλάκια του γλυκού την ημέρα. Οι νέες κατευθυντήριες γραμμές βασίσθηκαν σε ανησυχίες ότι η ζάχαρη προκαλεί παχυσαρκία και διαβήτη τύπου 2.
Αντίθεση με την επικρατούσα άποψη
Ο δρ DiNicolantonio, ερευνητής καρδιαγγειακών νοσημάτων στο Mid America Heart Institute του Αγίου Λουκά στο Κάνσας Σίτι έρχεται σε αντίθεση με την πλειονότητα των ειδικών οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η μείωση της κατανάλωσης αλατιού θα μειώσει τη συχνότητα των καρδιακών παθήσεων. Και προσθέτει: «Εμείς υποστηρίζουμε το αντίθετο, ότι η μείωση της πρόσληψης αλατιού μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη πρόσληψη επεξεργασμένων τροφίμων και σακχάρων, ως εκ τούτου, να αυξήσει τον κίνδυνο του διαβήτη τύπου 2, της παχυσαρκίας και των καρδιαγγειακών παθήσεων”.
Οι λόγοι είναι περίπλοκοι, αλλά ο DiNicolantonio πιστεύει ότι τα χαμηλά επίπεδα αλατιού αυξάνουν την ποσότητα κάποιων λιπών στο αίμα.
Από την μεριά του, ο Aseem Malhotra, καρδιολόγος και διευθυντής μιας ομάδας εκστρατείας κατά της ζάχαρης (Action on Sugar), δήλωσε ότι ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία που εγκυμονεί η ζάχαρη είναι ακόμα υποτιμημένη. Και συμπλήρωσε: “Γνωρίζουμε ότι η ζάχαρη δεν παρέχει θρεπτικά συστατικά και υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για πολλές ασθένειες”.
Αλλά ο καθηγητής Graham McGregor, ειδικός στην καρδιαγγειακή ιατρική στο Queen Mary του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, δήλωσε ότι τα στοιχεία που κατηγορούν τη ζάχαρη αντί το αλάτι για την υψηλή πίεση του αίματος ήταν εξαιρετικά αδύναμα και ότι η έρευνα αρκετών δεκαετιών έδειξε μια ισχυρή σχέση μεταξύ αλατιού και υψηλής αρτηριακής πίεσης.
Σήμερα, ο μέσος δυτικός ενήλικας καταναλώνει 15 κουταλάκια του γλυκού ζάχαρη και σε μεγάλο βαθμό αυτή η κατανάλωση οφείλεται στην κρυφή ζάχαρη, στο χυμό φρούτων, στο μούσλι, στα γιαούρτια, στα σάντουιτς και στα έτοιμα γεύματα.
Οι ειδικοί ανησυχούν επίσης για τη φθορά που προκαλεί η ζάχαρη στα δόντια των παιδιών και το γεγονός ότι μπορεί να επηρεάσει την ικανότητά τους να μαθαίνουν.