Όταν ένας ή περισσότεροι παραθυρεοειδείς αδένες υπερλειτουργούν και παράγουν περίσσεια της παραθυρεοειδικής ορμόνης, της παραθορμόνης, προκαλείται υπερπαραθυρεοειδισμός (hyperparathyroidism). Ο κατάσταση αυτή είναι πολύ πιο συχνή από τον υποπαραθυρεοειδισμό.
Η πάθηση εμφανίζεται κυρίως στις ηλικίες 50-70 ετών και χωρίζεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό. Μπορεί να μειώσει το προσδόκιμο ζωής κατά 5-6 χρόνια.
Οι παραθυρεοειδείς είναι σχήματος και μεγέθους φακής αδένες που βρίσκονται πίσω από τον θυρεοειδή αδένα και σχεδόν έρχονται σε επαφή με αυτόν. Το 80% των ανθρώπων, έχει τέσσερις παραθυρεοειδείς αδένες, ενώ το υπόλοιπο 20% μπορεί να έχει πέντε ή έξι ή λιγότερους από τέσσερις.
Οι αδένες αυτοί είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή και έκκριση της ορμόνης που ονομάζεται παραθορμόνης (PTH). Η παραθορμόνη, μαζί με την καλσιτονίνη η οποία παράγεται από τον θυρεοειδή αδένα συμμετέχει στη ρύθμιση των επιπέδων ασβεστίου και φωσφόρου στο σώμα μας (η βιταμίνη D επίσης ρυθμίζει τα επίπεδα ασβεστίου). Με την δράση της, η παραθορμόνη οδηγεί σε αύξηση του ασβέστιο του πλάσματος δρώντας :
- Στα νεφρά. Διεγείρει την επαναρρόφηση του ασβεστίου και αναστέλλει την επαναρρόφηση του φωσφόρου.
- Στα οστά. Διεγείρει την δράση των οστεοκλαστών, δηλαδή των κυττάρων που καταστρέφουν τα οστά. Το αποτέλεσμα είναι η απελευθέρωση ασβεστίου από τα οστά στην κυκλοφορία του αίματος (η καλσιτονίνη έχει την αντίθετη δράση).
Όταν λοιπόν κυκλοφορεί περίσσεια παραθορμόνης στον οργανισμό, αυξάνεται το επίπεδο ασβεστίου στο αίμα και στα ούρα (υπερασβεστιαιμία) ενώ μειώνεται η συγκέντρωση του φωσφόρου λόγω μεγαλύτερης απέκκρισης του (υποφωσφαταιμία). Μια άλλη επίπτωση της υπερβολικής παραθορμόνης είναι η μείωση του ασβεστίου στα οστά (οστεοπόρωση).
Το ασβέστιο είναι απαραίτητο σε πολλά κύτταρα του σώματος, όπως στον εγκέφαλο, στην καρδιά, οστά και στο γαστρεντερικό σύστημα.
Ο φωσφόρος, όπως και το ασβέστιο, είναι ένα μέταλλο απαραίτητο για τη λειτουργία του οργανισμού και είναι ιδιαίτερης σημασίας για την ανάπτυξη και την υγεία των δοντιών και των οστών.
Αιτίες
Τις περισσότερες φορές η αιτία του υπερπαραθυρεοειδισμού είναι ένας καλοήθης (μη καρκινικός όγκος ) σε έναν από τους παραθυρεοειδείς αδένες. Σε ορισμένες περιπτώσεις διογκώνονται όλοι οι αδένες και υπερπαράγουν την παραθορμόνη. Ο καρκίνος των παραθυρεοειδών αδένων είναι σπάνιος.
Πιο συγκεκριμένα, ο πρωτοπαθής υπερπαρθυρεοειδισμός οφείλεται κατά 80% σε αδένωμα (συνήθως μονήρες και μερικές φορές διπλό), σε ποσοστό 15-20% σε υπερτροφία και των τεσσάρων αδένων και σε ποσοστό κάτω από 1% σε καρκίνο.
Οι γυναίκες είναι δύο φορές πιθανότερο να έχουν καρκίνο από ό,τι οι άνδρες (η πάθηση επηρεάζει το 2% των γυναικών πάνω από 50 ετών). Η κατάσταση σχετίζεται με το σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας (ΜΕΝ) τύπου 1, η οποία αποτελεί μία σπάνια κληρονομική διαταραχή.
Ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός συνδυάζεται με υπερτροφία και των τεσσάρων αδένων. Συχνότατα είναι αποτέλεσμα χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, ραχίτιδας, οστεομαλακίας και μεγαλακρίας.
Συμπτώματα
Ο υπερπαραθυρεοειδισμός μπορεί να είναι αρχικά ασυμπτωματικός, εκτός αν εμφανισθεί κωλικός λόγω της νεφρολιθίασης. Περίπου οι μισοί από τους ανθρώπους με υπερπαραθυρεοειδισμό δεν έχουν καθόλου συμπτώματα. Τα συμπτώματα μπορεί να μην εμφανίζονται για χρόνια. Όταν εμφανίζονται είναι συνήθως τα παρακάτω:
- Νεφρολιθίαση.
- Οστεοπόρωση.
- Εξάντληση.
- Συχνή διούρηση και αυξημένη δίψα (λόγω της αύξησης του ασβεστίου στο αίμα).
- Κοιλιακό άλγος, δυσπεψία ή συμπτώματα έλκους.
- Η δυσκοιλιότητα είναι επίσης συχνό εύρημα.
Επιπλοκές
Η πάθηση μπορεί να έχει ορισμένες σημαντικές επιπλοκές. Μια από αυτές είναι ότι το ασβέστιο εναποτίθεται στην αθηρωματική πλάκα και την κάνει πιο σκληρή με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος ρήξης της. Συγχρόνως, το ασβέστιο μεγαλώνει την αθηρωματική πλάκα και αυτό προκαλεί στένωση του εσωτερικού χώρου των αρτηριών με αποτέλεσμα την άνοδο της αρτηριακής πίεσης (υπέρταση).
Άλλες επιπλοκές αφορούν τις σκελετικές βλάβες (αυτόματα κατάγματα), αλλά πιο σοβαρές είναι αυτές που αφορούν βλάβες στα νεφρά. Η εναπόθεση ασβεστίου, οι νεφρολιθιάσεις (πέτρα στα νεφρά) και οι υποτροπιάζουσες λοιμώξεις οδηγούν στην ανάπτυξη ουραιμίας και νεφρικής ανεπάρκειας.
Το ασβέστιο μπορεί να εναποτεθεί στους μαλακούς ιστούς και στην καρδιά και να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια.
Η εναπόθεση ασβεστίου στα μάτια προκαλεί τη λεγόμενη ζωνοειδή κερατοπάθεια. Στο πεπτικό μπορεί να έχουμε την εμφάνιση πεπτικού έλκους ή αιμορραγίας ή υποτροπιάζουσα παγκρεατίτιδα.
Τέλος, μπορεί να εμφανισθεί κατάθλιψη και ψύχωση. Σε γενικές γραμμές το υπερβολικό ασβέστιο στο αίμα κάνει το νευρικό σύστημα υποτονικό. Αυτός είναι ένας λόγος που μπορεί να προκληθεί χρόνια κόπωση. Επίσης το πολύ ασβέστιο συνδέεται με ορισμένους καρκίνους.
Διάγνωση
Συχνά η διάγνωση γίνεται, όταν ανακαλύπτεται ένα παθολογικά αυξημένο επίπεδο ασβεστίου σε εξέταση αίματος ρουτίνας που γίνεται για κάποιον άλλο λόγο.
Τα χαμηλά ποσά φωσφόρου είναι επίσης ενδεικτικά πως μπορεί να έχετε τη νόσο. Η άμεση μέτρηση της ποσότητας της παραθυρεοειδικής ορμόνης, της παραθορμόνης, στο αίμα βοηθάει στην επιβεβαίωση της διάγνωσης.
Η αλκαλική φωσφατάση μπορεί να είναι αυξημένη ενώ το ουρικό οξύ είναι συνήθως πάνω από το φυσιολογικό.
Ο γιατρός σας μπορεί να ζητήσει ένα υπερηχογράφημα ή άλλες απεικονιστικές εξετάσεις της περιοχής του θυρεοειδούς, για να ελέγξει για όγκους των παραθυρεοειδών αδένων.
Θεραπεία
Ο υπερπαραθυρεοειδισμός σε ορισμένους ανθρώπους δε χρειάζεται καμία θεραπεία. Ο γιατρός σας μπορεί απλά να παρακολουθεί την κατάσταση σας. Μπορεί περιοδικά να ζητά απεικονιστικές εξετάσεις των νεφρών σας εξαιτίας του αυξημένου κινδύνου για νεφρολιθίαση και να μετρά την πυκνότητα των μετάλλων στα οστά, για να εκτιμήσει την κατάσταση των οστών σας τα οποία διατρέχουν τον κίνδυνο να ατροφήσουν, αν έχετε τη διαταραχή.
Αν το επίπεδο του ασβεστίου στο αίμα σας είναι πολύ υψηλό ή αν υπάρχει ένδειξη οστικής ατροφίας ή νεφρολιθίασης, μπορεί να χρειαστείτε θεραπεία.
Η θεραπεία περιλαμβάνει χειρουργική αντιμετώπιση του όγκου ή των αδένων που παράγουν πολύ παραθυρεοειδική ορμόνη.
Ειδικές εξετάσεις μπορούν να εντοπίσουν ακριβώς τον όγκο, κάτι που επιτρέπει στο χειρουργό να τον αφαιρέσει κατά τη διάρκεια μικρής επεμβατικής εγχείρησης.