Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης γράφουν σε μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Environmental Health Perspectives ότι η αυξημένη έκθεση κατά την ενδομήτριο ζωή σε φθαλικές ενώσεις (phthalates) μπορεί να αυξήσει έως και 78% τον κίνδυνο εκδήλωσης άσθματος στα παιδιά.
Οι επιστήμονες πιστεύουν πως όταν ένα έμβρυο εκτίθεται στις φθαλικές ενώσεις μέσω της μητέρας του, οι αεραγωγοί του αποκτούν ευαισθησία που εκδηλώνεται ως άσθμα κατά την παιδική ηλικία. Γι’ αυτό και συνιστούν να περιορίζεται κατά την εγκυμοσύνη η χρήση πλαστικών δοχείων, αρωμάτων και καθαριστικών με βαρύ μυρωδιά.
Οι φθαλικές ενώσεις (ή φθαλικοί εστέρες) είναι μία κατηγορία χημικών που χρησιμοποιούνται κυρίως ως πλαστικοποιητές, δηλαδή προστίθενται στα πλαστικά για την αύξηση της ευλυγισίας τους. Χρησιμοποιούνται για την μετατροπή του πολυχλωριούχου βινυλίου (PVC) από σκληρό σε ευλύγιστο πλαστικό.
Δεν είναι η πρώτη φορά που τα συγκεκριμένα χημικά σχετίζονται με νοσήματα της παιδικής ηλικίας. Οι φθαλικές ενώσεις είναι γνωστό ότι επηρεάζουν το ενδοκρινικό σύστημα και αυτός είναι ο λόγος που κατατάσσονται στους ενδοκρινικούς διαταράκτες.
Οι ενδοκρινείς διαταράκτες είναι ουσίες που η χημική δομή τους μοιάζει με εκείνη των ορμονών του οργανισμού, γι’ αυτό μπορούν να τις μιμηθούν και να ανατρέψουν την ομαλή λειτουργία του σώματος. Προκαλούν επιδράσεις ακόμα και όταν βρίσκονται σε απειροελάχιστες ποσότητες, ιδίως όταν κάποιος εκτίθεται ταυτόχρονα σε πολλά τέτοια χημικά. Τα έμβρυα, τα βρέφη και τα παιδιά θεωρούνται τα πλέον ευάλωτα καθώς μπορούν να υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις στην πνευματική και σωματική ανάπτυξη.
Οι φθαλικές ενώσεις απελευθερώνονται από τα πλαστικά με διάφορους τρόπους π.χ. σε συνθήκες θέρμανσης ή όταν οι πιπίλες, οι κουδουνίστρες και άλλα παιχνίδια για μικρά παιδιά από μαλακό PVC πιπιλιούνται ή μασιούνται.
Άσθμα και φθαλικές ενώσεις
Η μελέτη είναι η πρώτη που εξέτασε τη σχέση της έκθεσης σε φθαλικές ενώσεις κατά την εγκυμοσύνη και το μελλοντικό άσθμα των παιδιών αποκαλύπτοντας ισχυρή στατιστική συσχέτιση. Έως τώρα τα χημικά αυτά δεν είχαν συσχετιστεί με την πρόκληση βλαβών στο αναπνευστικό σύστημα των παιδιών.
Στο πλαίσιο της μελέτης, , οι επιστήμονες μέτρησαν στα ούρα 300 εγκύων τις συγκεντρώσεις δύο φθαλικών ενώσεων: του φθαλικού βουτυλοβενζολίου και του φθαλικού δι-n-βουτυλίου. Όταν τα παιδιά έγιναν 5, 6, 7, 9 και 11 ετών, οι μητέρες απάντησαν σε ερωτήσεις για το αν είχαν διαγνωστεί με άσθμα.
Συγκρίνοντας τις απαντήσεις τους με τα επίπεδα των φθαλικών ενώσεων κατά την εγκυμοσύνη, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως τα παιδιά των γυναικών με τα υψηλότερα επίπεδα φθαλικού βουτυλοβενζολίου κατά την εγκυμοσύνη είχαν 72% περισσότερες πιθανότητες να διαγνωσούν με άσθμα. Αντίστοιχα, τα παιδιά των εγκύων με τα υψηλότερα επίπεδα φθαλικού δι-n-βουτυλίου είχαν 78% περισσότερες πιθανότητες να έχουν διαγνωστεί με άσθμα.
«Οι φθαλικές ενώσεις χρησιμοποιούνται ευρύτατα και γενικώς δεν αναγράφονται στις ετικέτες των προϊόντων», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Ρόμπιν Γουάιατ, καθηγήτρια Περιβαλλοντικών Επιστημών Υγείας. Και πρόσθεσε: «Υπάρχουν μερικά απλά βήματα που μπορούν να κάνουν οι οικογένειες. Το πρώτο είναι να αποφεύγουν να χρησιμοποιούν πλαστικά δοχεία και να αποθηκεύουν το φαγητό στο ψυγείο σε γυάλινα δοχεία. Το δεύτερο είναι να μην χρησιμοποιούν ποτέ πλαστικά δοχεία στον φούρνο μικροκυμάτων και το τρίτο να εξετάσουν σοβαρά το ενδεχόμενο να μειώσουν όσο μπορούν τα προϊόντα με δυνατή μυρωδιά, όπως καλλυντικά, αρώματα, αποσμητικά χώρου και καθαριστικά».
Η Γουάιατ συνιστά επίσης στις γυναίκες να ελέγχουν τα καλλυντικά και τα αρώματα που αγοράζουν για να βλέπουν αν περιέχουν φθαλικές ενώσεις.