Οι έγκυες γυναίκες που έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D μεταβιβάζουν στα βρέφη τους μεγαλύτερο πρόβλημα από αυτό που πιστευόταν. Από την άλλη μεριά, δεν φαίνεται ότι η βιταμίνη D δημιουργεί πρόβλημα υπερβιταμίνωσης στα μωρά ακόμα και όταν η μέλλουσα μητέρα λαμβάνει 4.000 IU βιταμίνης D την ημέρα.
Αυτά σημαίνουν ότι οι σημερινές συστάσεις πρόσληψης της βιταμίνης κατά την εγκυμοσύνη είναι χαμηλές. Οι έγκυες γυναίκες πρέπει να να καταναλώνουν περισσότερες τροφές που περιέχουν τη βιταμίνη, όπως είναι τα ψάρια, το πλήρες γάλα, τα εμπλουτισμένα τρόφιμα, το βοδινό συκώτι, τα μανιτάρια και οι κρόκοι αυγών.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η βιταμίνη D δεν περιέχεται σε επαρκείς ποσότητες στις τροφές και άρα δεν είναι δυνατό να λάβει κάποιος την ποσότητα που χρειάζεται κάνοντας μια τυχαία διατροφή.
Η βιταμίνη αυξάνει την απορρόφηση ασβεστίου από τις τροφές αλλά παίζει και άλλους σημαντικούς ρόλους μέσα στο σώμα, οι οποίοι διερευνώνται.
Ο όρος βιταμίνη D αναφέρεται στην πραγματικότητα σε δύο μόρια, τη βιταμίνη D2 και τη βιταμίνη D3 οι οποίες διαφέρουν κάπως μεταξύ τους. Η βιταμίνη D2 (εργοκαλσιφερόλη) υπάρχει στα φυτά και είναι αυτή που κυρίως προστίθεται στα τρόφιμα ενώ η βιταμίνη D3 (χολοκαλσιφερόλη) παράγεται στο δέρμα με την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας και υπάρχει στις ζωικές τροφές. Οι τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι οι ακτίνες του ήλιου πρέπει να πέφτουν σχετικά κάθετα στο δέρμα για να παραχθεί η βιταμίνη.
Υπερβολικά χαμηλές οι συστάσεις για τη πρόσληψη στην εγκυμοσύνη
Μέχρι σήμερα πιστεύεται ότι για τους ενήλικες χρειάζονται 200-800 Διεθνείς μονάδες [International Units IU] την ημέρα, που ισοδυναμούν με 5-20 μg (εκατομμυριοστά του γραμμαρίου).
Πιο συγκεκριμένα, η σύσταση διαφόρων οργανισμών υγείας είναι 5 μg βιταμίνης D καθημερινά [200 Διεθνείς Μονάδες (IU)] για τους ενήλικες μέχρι 50 ετών (συμπεριλαμβάνονται οι έγκυες και οι θηλάζουσες). Για τα παιδιά μέχρι ενός έτους και τις ηλικίες 50-65 ετών η σύσταση είναι 10 μg (400 IU). Για τα άτομα 65-70 ετών η σύσταση είναι 15 μg (600 IU) και για τους ηλικιωμένους πάνω από 70 ετών συστήνονται 20 μg (800 IU).
Το ανώτατο όριο της βιταμίνης D, τόσο από τη διατροφή όσο και από τον ήλιο, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 25 μg και 50 μg (1000 και 2000 IU) ημερησίως, ανάλογα με την ηλικία. Σύμφωνα όμως με νέες, μελέτες, φαίνεται ότι αυτά τα όρια ασφαλείας είναι πολύ περιοριστικά.
Για δεκαετίες οι ειδικοί ανησυχούσαν ότι η πρόσληψη της βιταμίνης D πάνω 2000 (IU) την ημέρα κατά την εγκυμοσύνη μπορούσε να προκαλέσει συγγενείς ανωμαλίες λόγω υπερβιταμίνωσης των μωρών. Όμως αυτός ο φόβος δεν φαίνεται να είναι πραγματικός.
Σύμφωνα με μελέτη που έγινε από το Πανεπιστήμιο Kingston του Λονδίνου, με επικεφαλής τον καθηγητή Declan Naughton, οι έγκυες γυναίκες μεταβιβάζουν πολύ χαμηλότερα επίπεδα (τρεις φορές μικρότερα) βιταμίνης D στα βρέφη τους απ’ ότι πιστευόταν μέχρι πρότινος. Η μελέτη περιελάμβανε 60 Ελληνίδες μητέρες και τα μωρά τους αποκαλύπτοντας ότι πολλές από τις γυναίκες είχαν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D.
Μι άλλη μελέτη βρήκε ότι ακόμα και τα 4.000 IU βιταμίνης D την ημέρα κατά την εγκυμοσύνη είναι όχι μόνο ασφαλή ποσότητα αλλά παρέχει στην πραγματικότητα μεγαλύτερο όφελος. Η μελέτη έδειξε ότι οι έγκυες γυναίκες θα πρέπει να καταναλώνουν 10 φορές περισσότερη βιταμίνη D από τις 400 IU που προτείνονται σήμερα. Στη μελέτη συμμετείχαν 500 εγκυμονούσες που βρίσκονταν στη 12η εβδομάδα κύησης, οι οποίες χωρίστηκαν σε 3 ομάδες ανάλογα με την πρόσληψη της βιταμίνης.
Στην πρώτη ομάδα οι εγκυμονούσες προσλάμβαναν 400 IU, στη δεύτερη 2000 IU και στην τρίτη 4000 IU. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως εκείνες που προσλάμβαναν 4000 IU βιταμίνης D ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν πρόωρο τοκετό ή να αναπτύξουν κάποια λοίμωξη.
«Οι έγκυες γυναίκες πρέπει να προσλαμβάνουν 4000 IU βιταμίνης D την ημέρα», ανέφερε ο Bruce Hollis, διευθυντής του τμήματος των παιδιατρικών διατροφικών ερευνών στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας, στο Τσάρλεστον, και ένας από τους συντάκτες της μελέτης.
Τα ευρήματα αυτά αποτελούν ένδειξη ότι οι ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές για την πρόσληψη βιταμίνης D είναι υπερβολικά χαμηλές, σύμφωνα με την Elisa Ross, ειδική παθολόγο.
Προγενέστερες μελέτες υποδεικνύουν πως οι έγκυες γυναίκες που προσλαμβάνουν χαμηλές ποσότητες βιταμίνης D είναι πιθανότερο να αναπτύξουν προεκλαμψία και να γεννήσουν με καισαρική τομή.
Βέβαια, απαιτείται περισσότερη έρευνα πριν αναδιαμορφωθούν οι υπάρχουσες συστάσεις. Σε καμία περίπτωση οι εγκυμονούσες δεν θα πρέπει να αυξήσουν την πρόσληψη της βιταμίνης D με τη λήψη διατροφικού συμπληρώματος χωρίς τη συμβουλή του γιατρού τους. Κι αυτό γιατί στη μελέτη συμμετείχαν γυναίκες που βρίσκονταν στο δεύτερο τρίμηνο ή σε πιο προχωρημένη εγκυμοσύνη, οπότε δεν είναι σαφές κατά πόσο οι υψηλή δοσολογία της βιταμίνης D είναι ασφαλής στα πρώτα στάδια της κύησης, όταν σχηματίζονται τα όργανα και το έμβρυο είναι επιρρεπές σε διάφορες συγγενείς ανωμαλίες.
Η έλλειψη βιταμίνης D στις εγκύους, έχει συνδεθεί με διαβήτη και αυξημένο αριθμό γεννήσεων με καισαρική, ενώ τα βρέφη μπορεί να είναι πιο μικρά από το μέσο όρο. Στα παιδιά, η ανεπάρκεια της βιταμίνης D της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη, μπορεί να προκαλέσει ραχιτισμό και τερηδόνα.
Να σημειωθεί ότι μια μελέτη ερευνητών που Πανεπιστημίου Southampton που αφορούσε 678 παιδιά και δημοσιεύτηκε στο Endocrine Research, έδειξε ότι τα επίπεδα βιταμίνης D της μητέρας συνδέονται με την αυξημένη μυϊκή δύναμη του παιδιού στην ηλικία των τεσσάρων ετών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η έλλειψη βιταμίνης D μειώνει τον αριθμό των ταχείας συστολής των μυικών ινών με συνέπεια να συγκεντρώνεται λίπος στους μυς και να μειώνεται η μυική δύναμη.