Είναι γνωστό ποιο είναι το βασικό πρόβλημα μιας δίαιτας: η φάση της συντήρησης. Ενώ υπάρχουν διάφορες δίαιτες που υπόσχονται λιγότερο ή περισσότερο θεαματικά αποτελέσματα, το ερώτημα είναι πως θα συντηρηθεί το μειωμένο βάρος. Η απάντηση στο θέμα αυτό είναι πραγματικά πολύ δύσκολη.
Η συντριπτική πλειονότητα όσων κάνουν δίαιτα παίρνουν πάλι ένα μεγάλο μέρος των χαμένων του κιλών μέσα σε τρία χρόνια, και μερικοί καταλήγουν σε ακόμα μεγαλύτερο σωματικό βάρος. Μάλιστα μερικοί ειδικοί πιστεύουν πως όταν τα κιλά χάνονται σχετικά απότομα, ο κίνδυνος να επανέλθουν γρηγορότερα είναι μεγαλύτερος. Γι’ αυτό και προτείνουν μια σταδιακή απώλεια βάρους, λέγοντας πως όσο πιο αργά χάνονται τα κιλά τόσο πιο αργά ξανάρχονται.
Τώρα μια αυστραλιανή μελέτη βρήκε ότι τρέχουσα ακαδημαϊκή σοφία δεν είναι ορθή. Μακροχρόνια, τα κιλά που επανέρχονται ύστερα από μια δίαιτα δεν έχουν σχέση με το αν υπήρξε σταδιακή ή απότομη απώλειας βάρους. Να σημειωθεί ότι πρόκειται για την πρώτη μελέτη που έγινε ποτέ γι’ αυτό το θέμα.
Η μελέτη συνέκρινε μια “γρήγορη” ή “αργή” δίαιτα και συμπέρανε ότι, μετά από τρία χρόνια, και στις δύο περιπτώσεις ένα άτομο θα έχει ξανακερδίσει περίπου τα ίδια κιλά ή, ανεξάρτητα από το αν η δίαιτα ήταν σταδιακή ή δραστική. Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, η γρήγορη διαιτα είναι σαφώς πιο αποτελεσματική για την απώλεια κιλών και όχι το αντίθετο.
Μάλιστα, η μελέτη βρήκε πως όσοι χάνουν απότομα κιλά είναι πιο ικανοί στο να διατηρήσουν τη δίαιτά τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ίσως επειδή είναι πιο αποφασισμένοι και ενθαρρύνονται που βλέπουν γρήγορα αποτελέσματα. Αυτό αποτελεί και ένα κόλπο αυτών των μεθόδων, όπως είναι η δίαιτα Άτκινς και η δίαιτα Ντούκαν. Επειδή κάποιος βλέπει να χάνει αμέσως βάρος, έστω κι αν αυτό αρχικά είναι νερό, παρακινείται στη συνέχεια και καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια. Από την άλλη μεριά, τα προγράμματα βραδείας απώλειας κιλών κουράζουν ψυχολογικά και παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά εγκατάλειψης της δίαιτας στην πορεία του χρόνου.
Δεν επανέρχονται πιο γρήγορα τα χαμένα κιλά με τη δραστική δίαιτα
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, Τζόζεφ Προϊέτο, που δημοσίευσαν τη μελέτη τους στο περιοδικό Lancet Diabetes and Endοcrinology, μελέτησαν 204 γυναίκες και άνδρες παχύσαρκους (με Δείκτη Μάζας Σώματος 30-45), οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες με τυχαίο τρόπο: η μία ομάδα ακολούθησε ένα ταχύρυθμο πρόγραμμα δίαιτας διάρκειας 12 εβδομάδων (καταναλώνοντας μόνο 450-800 θερμίδων την ημέρα), ενώ η δεύτερη ομάδα ακολούθησε ένα πιο αργό πρόγραμμα δίαιτας διάρκειας 36 εβδομάδων με 1.500- 2.000 θερμίδες την ημέρα.
Τα άτομα που από οποιαδήποτε ομάδα έχασαν πάνω από το 12,5% του αρχικού βάρους τους, τέθηκαν στη συνέχεια σε ήπια δίαιτα συντήρησης επί τρία χρόνια. Να σημειωθεί ότι το 81% των ατόμων της ομάδας της δραστικής δίαιτας είχαν χάσει πάνω από το 12,5% του βάρους τους, έναντι του 50% της δεύτερης ομάδας που έκανε τη σταδιακή δίαιτα.
Τελικά, τα άτομα και των δύο ομάδων -ανεξάρτητα αν είχαν κάνει απότομη ή σταδιακή δίαιτα- μετά από μια τρία χρόνια είχαν ξαναπάρει το 71% περίπου του βάρους που είχαν χάσει με την αρχική δίαιτά τους.
Σε όλο τον κόσμο, οι περισσότεροι ειδικοί συνιστούν τη σταδιακή και όχι τη δραστική απώλεια βάρους και ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι, όπως πιστεύεται, αν χάσει κανείς πολύ γρήγορα βάρος, θα το ξαναπάρει και πιο γρήγορα με το πέρασμα του χρόνου. Η άποψη αυτή όμως ήταν αυθαίρετη και ποτέ δεν είχε μελετηθεί επιστημονικά. Η αυστραλιανή μελέτη δείχνει ότι αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι, όσον αφορά την απώλεια βάρους, μια αργή και σταδιακή προσέγγιση δεν εξασφαλίζει τη νίκη στην κούρσα των χαμένων κιλών. Είναι μύθος ότι η δραστική απώλεια βάρους σχετίζεται και με ταχεία επαναπρόσληψη των χαμένων κιλών», σχολίασαν οι Αμερικανοί ερευνητές Κόρμπι Μάρτιν και Κισόρ Γκάντε.