Η σειρά και η επιλογή των τροφίμων που εισάγονται για πρώτη φορά στο διαιτολόγιο του μωρού δεν είναι αυστηρά καθορισμένη και διαφέρει μεταξύ των πληθυσμών, ανάλογα με τη διατροφική τους παράδοση και τη διαθεσιμότητα των τροφίμων.
Τρόφιμα με τα οποία μπορεί να ξεκινήσει η εισαγωγή των στερεών τροφών είναι τα εμπλουτισμένα με σίδηρο δημητριακά, τα λαχανικά και τα φρούτα και το κρέας.
Μετά την εισαγωγή των πιο κοινών τροφίμων και αφού γίνουν ανεκτά από το βρέφος, συστήνεται να χορηγηθούν τα πιο ισχυρά αλλεργιογόνα τρόφιμα, όπως η πρωτεΐνη αγελαδινού γάλακτος (γιαούρτι και τυρί, αλλά όχι γάλα αγελάδας), το αυγό, η σόγια, το σιτάρι, τα ψάρια και θαλασσινά, οι αραχίδες και άλλοι ξηροί καρποί.
Η χορήγηση αγελαδινού γάλακτος συνιστάται να πραγματοποιηθεί μετά τον 12ο μήνα, λόγω της χαμηλής περιεκτικότητάς του σε σίδηρο.
Γιαούρτι και τυρί
Τα ερευνητικά δεδομένα που υπάρχουν σχετικά με τον χρόνο εισαγωγής στη διατροφή του βρέφους των γαλακτοκομικών προϊόντων που έχουν υποστεί ζύμωση, με τη μορφή δηλαδή του γιαουρτιού και του τυριού, είναι περιορισμένα.
Έχει βρεθεί ότι σε πληθυσμούς στους οποίους χρησιμοποιείται το φρέσκο γάλα αγελάδας για τη διατροφή του μωρού, η εισαγωγή των προϊόντων αυτών στη βρεφική διατροφή με τη συμπλήρωση του 6ου μήνα της ζωής μπορεί να δράσει προστατευτικά στην εμφάνιση σιδηροπενίας και λοιμώξεων του γαστρεντερικού συστήματος (Branca & Rossi, 2002).
Πάντως, υπάρχουν συστάσεις ότι το γιαούρτι και το τυρί μπορούν να ενταχθούν στη διατροφή του βρέφους από τον 6o μήνα της ζωής σε μικρές ποσότητες (EUNUTNET, 2006; Agostoni et al., 2008; Fleischer et al., 2013).
Τρόφιμα που περιέχουν γλουτένη
Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής (ESPGHAN) συνιστά η εισαγωγή δημητριακών που περιέχουν γλουτένη (σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη και προϊόντα τους) να γίνεται όχι νωρίτερα από τον 4ο και όχι αργότερα από τον 7ο μήνα ζωής.
Η εισαγωγή της γλουτένης συστήνεται να γίνει σταδιακά, αρχικά σε μικρές ποσότητες και ιδανικά ενώ το παιδί ακόμα θηλάζει, για την πρόληψη εμφάνισης κοιλιοκάκης, σακχαρώδους διαβήτη τύπου 1 και αλλεργίας στο σιτάρι (Agostoni et al., 2008).
Φαίνεται ότι ο μητρικός θηλασμός δρα προστατευτικά προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση (Akobeng et al., 2006; Persson et al., 2002), ενώ η εμφάνιση των ανωτέρω νοσημάτων, εκτός από τον χρόνο εισαγωγής, επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, όπως γενετικούς, καθώς και από την ποσότητα της γλουτένης που λαμβάνει το βρέφος.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA) υποστηρίζει ότι η εισαγωγή τροφών με γλουτένη μεταξύ του 4ου και 6ου μήνα, ενώ συνεχίζεται ακόμα ο μητρικός θηλασμός, πιθανόν να μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης κοιλιοκάκης (EFSA, 2009).
Ωστόσο, το Scientific Advisory Committee on Nutrition and Committee on Toxicity του Ηνωμένου Βασιλείου, μετά από μελέτη των υπαρχόντων ερευνητικών μελετών, δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει την άποψη της EFSA (COT Statement, 2011).
Αυγά, ξηροί καρποί και ψάρι
Ενώ παλαιότερα οι συστάσεις για την εισαγωγή των πιο αλλεργιογόνων τροφίμων για τα παιδιά σε κίνδυνο εμφάνισης αλλεργιών ή ατοπικής νόσου πρότειναν την εισαγωγή τους μετά τον 12ο μήνα (γαλακτοκομικά προϊόντα), τον 24ο μήνα (αυγό) ή τον 36ο μήνα (αραχίδες, ξηροί καρποί, ψάρια και θαλασσινά), τα νεότερα δεδομένα δεν τις υποστηρίζουν.
Σήμερα, η καθυστέρηση της εισαγωγής ισχυρά αλλεργιογόνων τροφίμων δεν συνιστάται ως μέσο πρόληψης των τροφικών αλλεργιών, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών σε κίνδυνο εμφάνισης ατοπίας. Αυτό συμβαίνει διότι φαίνεται ότι η εισαγωγή νωρίς των ισχυρά αλλεργιογόνων τροφίμων σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης τροφικής αλλεργίας. Ωστόσο, ολόκληροι ξηροί καρποί και ψάρι με κόκαλα δεν θα πρέπει να δίνονται στα μωρά αυτής της ηλικίας για την αποφυγή πνιγμονής.
Τροφές και συστατικά που πρέπει να αποφεύγονται το δεύτερο εξάμηνο
Φρέσκο αγελαδινό γάλα. Η χρήση φρέσκου γάλακτος αγελάδας θα πρέπει να αποφεύγεται πριν από τον 12ο μήνα. Ο λόγος για τον οποίο συστήνεται η εισαγωγή του αγελαδινού γάλακτος μετά τον 1ο χρόνο ζωής είναι διότι έχει μικρή περιεκτικότητα σε σίδηρο και, επομένως, αν καταναλωθεί κατά το 2ο εξάμηνο, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης σιδηροπενίας (Agostoni et al., 2008; Agostoni et al., 2011).
Παρατηρούνται, επίσης, σημαντικές διαφορές στη σύσταση του αγελαδινού γάλακτος, σε σχέση με το μητρικό γάλα και τα τροποποιημένα βρεφικά γάλατα. Το αγελαδινό γάλα περιέχει μεγαλύτερη ποσότητα πρωτεϊνών, ανόργανων στοιχείων και κορεσμένων λιπαρών οξέων και διαφορετική σύνθεση πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, με χαμηλή περιεκτικότητα σε λινελαϊκό οξύ, αλλά χαμηλότερο λόγο λινελαϊκού οξέος προς α-λινολενικό οξύ σε σχέση με το μητρικό γάλα και τα περισσότερα γάλατα.
Έχει επίσης αναφερθεί ότι το αγελαδινό γάλα μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη (Mennella et al., 2011) και μετέπειτα τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης (Martin et al., 2003) καθώς και τον κίνδυνο παχυσαρκίας (Koletzko et al., 2009; Melnik, 2012), αλλά τα ευρήματα δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένα.
Αξίζει, τέλος, να προστεθεί ότι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής (Agostoni et al., 2008), είναι αποδεκτό να προστίθενται μικρές ποσότητες αγελαδινού γάλακτος στα νέα τρόφιμα που θα εισαχθούν στη διατροφή του μωρού, αλλά το αγελαδινό γάλα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως το κύριο ρόφημα του βρέφους πριν από την ηλικία των 12 μηνών.
Φρέσκο κατσικίσιο γάλα. Το φρέσκο κατσικίσιο γάλα δεν θα πρέπει να δίνεται σε βρέφη ηλικίας μικρότερης των 12 μηνών για όλους τους παραπάνω αναφερόμενους λόγους, όπως και το αγελαδινό γάλα. Επιπλέον, η αποκλειστική σίτιση με κατσικίσιο γάλα μπορεί να προκαλέσει υψηλού βαθμού νοσηρότητα και πιθανή θνησιμότητα στα βρέφη, συμπεριλαμβάνοντας διαταραχές στην ηλεκτρολυτική ισορροπία, μεταβολική οξέωση και αντιγονικότητα.
Μελέτες in vitro έχουν δείξει εκτεταμένη διασταυρούμενη αντίδραση ανάμεσα στην πρωτεΐνη του αγελαδινού και του κατσικίσιου γάλακτος. Το κατσικίσιο γάλα, όπως και το αγελαδινό, έχει υψηλή περιεκτικότητα σε ηλεκτρολύτες και πρωτεΐνες. Ειδικότερα, περιέχει 50 mg νατρίου και 3,56 γραμμάρια πρωτεϊνών ανά 100 ml, δηλαδή περίπου 3 φορές τις τιμές που περιέχονται στο μητρικό γάλα (17 mg νατρίου και 1,03 γραμμάρια πρωτεϊνών ανά 100 ml, αντίστοιχα). Η κατανάλωσή του, λοιπόν, από τα νεογνά, των οποίων η νεφρική λειτουργία δεν έχει ακόμα τελειοποιηθεί, αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης υπερνατριαιμίας και αζωθαιμίας, ειδικότερα εάν είναι αφυδατωμένα.
Εκτός των παραπάνω, το κατσικίσιο γάλα έχει πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε φολικό οξύ και βιταμίνη Β12 συγκριτικά με το μητρικό γάλα (6 μg και 50 μg ανά λίτρο, αντίστοιχα). Για τον λόγο αυτό, η κατανάλωσή του κατά τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση σοβαρής μεγαλοβλαστικής αναιμίας, ενώ η ανεπάρκεια βιταμίνης Β12 στα νεογνά είναι υψίστης σημασίας, εξαιτίας της σοβαρής και μη αναστρέψιμης νευρολογικής βλάβης που μπορεί να προκαλέσει
. Παρόλο που η συστηματική αξιολόγηση της σίτισης με κατσικίσιο μη τροποποιημένο γάλα στα βρέφη νεότερα των 12 μηνών είναι ανεπαρκής, τα σύγχρονα βιβλιογραφικά δεδομένα συμφωνούν ότι αυτή η πρακτική δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται.
Μέλι. Κατά τη βρεφική ηλικία και έως την ηλικία των 12 μηνών δεν θα πρέπει να καταναλώνεται μέλι από τα βρέφη, καθώς μπορεί να περιέχει σπόρια του Clostridium Botulinum, που αποτελεί τον αιτιολογικό παράγοντα της αλλαντίασης. Ενώ ποικίλα τρόφιμα ενδέχεται να περιέχουν τα σπόρια του Clostridium Botulinum, η κατανάλωση μελιού έχει επανειλημμένως συσχετιστεί με την παιδική αλλαντίαση. Το γαστρεντερικό σύστημα των βρεφών δεν έχει επαρκή ποσότητα οξέος για να εξουδετερώσει τους σπόρους του βακτηρίου. Γι’ αυτόν τον λόγο, η εισαγωγή του μελιού στη διατροφή του παιδιού δεν θα πρέπει να γίνεται πριν από τον 12ο μήνα, εκτός και αν οι ανθεκτικοί στη θερμοκρασία σπόροι του βακτηρίου έχουν καταστραφεί μέσω υψηλής πίεσης και υψηλής θερμοκρασίας που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία.
Προστιθέμενα σάκχαρα και προϊόντα που τα περιέχουν (αναψυκτικά, χυμοί φρούτων). Η αποφυγή της προσθήκης ζάχαρης και της κατανάλωσης ροφημάτων που περιέχουν ζάχαρη (αναψυκτικά, χυμοί φρούτων), κατά το 2ο εξάμηνο ζωής του μωρού, έχει πολλαπλά οφέλη για το παιδί, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Κατ’ αρχάς, η πρόσληψη σακχάρων αποτελεί τον κυριότερο διατροφικό παράγοντα που ευθύνεται για τον σχηματισμό τερηδόνας. Ιδιαίτερα η ζάχαρη αποτελεί το πιο επικίνδυνο σάκχαρο για τον σχηματισμό τερηδόνας, καθώς μπορεί να σχηματίσει γλυκάνες που ενισχύουν την προσκόλληση βακτηρίων στα δόντια (Bowen et al., 1997; Tinanoff et al., 2003; Warren et al., 2009).
Για τη μείωση της εμφάνισης τερηδόνας στα παιδιά είναι σημαντικό να μειωθεί η συχνή έκθεση σε εμφανείς και «κρυφές» πηγές σακχάρων.Πιο αναλυτικά, συνιστάται η αποφυγή της συχνής κατανάλωσης χυμών και ροφημάτων που περιέχουν ζάχαρη σε μπιμπερό ή κύπελλα, η αποθάρρυνση της συνήθειας του παιδιού να κοιμάται με το μπιμπερό, ο περιορισμός των τροφίμων που προκαλούν τερηδόνα στα γεύματα και η τήρηση καλής στοματικής υγιεινής.
Καθώς η αρέσκεια στη γλυκιά γεύση είναι γενετικά προκαθορισμένη, είναι σημαντικό να μη χορηγείται ζάχαρη σε οποιαδήποτε συμπυκνωμένη μορφή (π.χ., γλυκά, παγωτά) μέχρις ότου το βρέφος να έχει την ευκαιρία να δοκιμάσει και να αναπτύξει την αίσθηση άλλων γεύσεων, ειδικά όσον αφορά τα λαχανικά και τα φρούτα, για την προώθηση της κατανάλωσης ποικιλίας τροφίμων. Επιπρόσθετα, η αποφυγή της προσθήκης ζάχαρης συμβάλλει στο να τεθεί το όριο αντίληψης της γλυκιάς γεύσης σε χαμηλότερα επίπεδα αργότερα στη ζωή (EUNUTNET, 2006).
Τέλος, η κατανάλωση σακχαρούχων ροφημάτων σε παιδιά έως πέντε ετών έχει συσχετιστεί με αύξηση του σωματικού βάρους και εμφάνιση υπερβάλλοντος βάρους και παχυσαρκίας (Monasta et al., 2010).
Χυμοί φρούτων. Κατά την πρώτη βρεφική ηλικία, το γάλα (μητρικό ή τροποποιημένο γάλα αγελάδας) αποτελεί τη μοναδική τροφή για το βρέφος, η οποία αρκεί για να προσλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά.
Η κατανάλωση χυμών από τα βρέφη μπορεί να αρχίσει μετά την εισαγωγή στη διατροφή τους των συμπληρωματικών τροφών και μάλιστα όταν το βρέφος μπορεί να χρησιμοποιεί ποτήρι για να τους καταναλώνει, οπωσδήποτε λοιπόν μετά την ηλικία των 6 μηνών.
Οι χυμοί φρούτων προτείνεται να καταναλώνονται ως μέρος ενός γεύματος ή μικρογεύματος και όχι μεμονωμένα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να προτιμώνται έναντι ολόκληρου του φρούτου που στη βρεφική αυτή ηλικία δίνεται πολτοποιημένο, διότι έτσι δεν προσλαμβάνονται από το βρέφος οι φυτικές ίνες που περιέχονται στα φρούτα.
Η προσφορά χυμών στο βρέφος πριν από την εισαγωγή των συμπληρωματικών τροφών στη διατροφή του μπορεί να οδηγήσει στην αντικατάσταση μέρους του μητρικού γάλακτος ή του τροποποιημένου γάλακτος αγελάδας, με αποτέλεσμα τη μειωμένη πρόσληψη πρωτεΐνης, λιπαρών οξέων, βιταμινών και ανόργανων στοιχείων, όπως ο σίδηρος, το ασβέστιο και ο ψευδάργυρος.
Καθώς η οδοντοφυΐα ξεκινά περίπου στην ηλικία των 6 μηνών, η εμφάνιση τερηδόνας έχει επίσης συσχετιστεί με τη μεγάλη κατανάλωση χυμών φρούτων, εξαιτίας της παρατεταμένης έκθεσης των δοντιών στα σάκχαρα που περιέχονται σε αυτούς. Έτσι λοιπόν, οι χυμοί θα πρέπει να προσφέρονται στα βρέφη σε ποτήρι και όχι σε μπουκάλι, διότι η χρήση του μπουκαλιού προάγει την παρατεταμένη επαφή των σακχάρων που περιέχονται στον χυμό με τα δόντια του βρέφους και, συνεπώς, συμβάλλει στην εμφάνιση τερηδόνας.
Αλάτι. Η κατανάλωση αλατιού κατά τη βρεφική ηλικία, εκτός του ότι δρα επιβαρυντικά στη νεφρική λειτουργία των μωρών, συμβάλλει στην εξοικείωση των βρεφών στην αλμυρή γεύση και στην προτίμησή της, γεγονός που παραμένει και κατά την ενήλικη ζωή, επιδρώντας αρνητικά στην υγεία τους (Derbyshire & Davies, 2007).
Επομένως, η προσθήκη αλατιού κατά την προετοιμασία των συμπληρωματικών τροφών του βρέφους δεν συνιστάται. Επιπρόσθετα, ιδιαίτερα αλμυρές τροφές, όπως τα τουρσιά, τα παστά κρέατα, οι ζωμοί κρεάτων και λαχανικών σε κύβους και οι έτοιμες σούπες σε σκόνη, θα πρέπει να αποφεύγονται. Σε περίπτωση που στο φαγητό για την υπόλοιπη οικογένεια προστεθούν αλάτι ή μπαχαρικά, θα πρέπει προηγουμένως να κρατηθεί ξεχωριστά μία μερίδα για το βρέφος.
Τσάι. Το τσάι πρέπει να αποφεύγεται από τη διατροφή του βρέφους, γιατί περιέχει καφεΐνη και άλλα συστατικά που εμποδίζουν την απορρόφηση του σιδήρου (Temme & Van Hoydonck, 2002), ενώ έχει συσχετιστεί με την εμφάνιση αναιμίας (Merhav et al., 1985). Επιπλέον, κάποια είδη τσαγιού που συχνά χρησιμοποιούνται για τη μείωση των βρεφικών κολικών έχουν συσχετιστεί με την εμφάνιση συμπτωμάτων νευροτοξικότητας σε βρέφη.
Άλλα αφεψήματα. Η κατανάλωση αφεψημάτων (χαμομήλι, αφεψήματα με βάση τα βότανα, κ.ά.) κατά τη βρεφική ηλικία μπορεί να υποκαταστήσει άλλες τροφές πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά, όπως το γάλα, και κυρίως για το βρέφος που θηλάζει. Επιπλέον, σκευάσματα με αφεψήματα που κυκλοφορούν στο εμπόριο μπορεί να περιέχουν πρόσθετη ζάχαρη. Γι’ αυτόν τον λόγο, αν καταναλώνονται, μπορεί να συμβάλλουν στην υπέρβαση του φυσιολογικού σωματικού βάρους (Fulgoni et al., 2012).
Επίσης, το χαμομήλι που πωλείται σε καταστήματα με μη συσκευασμένα βότανα μπορεί να έχει επιμολυνθεί με σπόρους του βακτηρίου Clostridium Botulinum και να αποτελέσει αιτιολογικό παράγοντα αλλαντίασης σε βρέφη (Bianco et al., 2008). Τέλος, πολλά αφεψήματα περιέχουν ουσίες με ήπια φαρμακευτική δράση και, συνεπώς, η χορήγησή τους δεν συνιστάται στα βρέφη, καθώς η ασφάλειά τους δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένη (Zhang et al., 2011).