Δεν είναι λίγοι οι ειδικοί που έχουν πει ότι στην αρχαιότητα η περιοδοντική νόσος ήταν σπάνια διότι δεν υπήρχαν το κάπνισμα και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 που την ευνοούν. Όμως δεν ήταν διαθέσιμες μέχρι τώρα αποδείξεις γι’ αυτό.
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό British Dental Journal (BDL) δείχνει ότι η στοματική υγεία των σύγχρονων ανθρώπων είναι πράγματι χειρότερη απ’ ό,τι πριν από 1.700 χρόνια.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου (KCL) εξέτασαν 303 κρανία από έναν χώρο ταφής της ρωμαϊκής Βρετανίας στο Πάουντμπερι της νοτιοδυτικής Αγγλίας, αναζητώντας ίχνη οδοντικών προβλημάτων, όπως η τερηδόνα, η ουλίτιδα και η περιοδοντική νόσος στα οστά των γνάθου των σκελετών.
Να σημειωθεί ότι η Βρετανία ήταν επαρχία της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας από το 43 π.Χ. έως το 409 μ.Χ. Τα κρανία που εξετάστηκαν είναι της περιόδου 200 -400 μ.Χ. και φυλάσσονται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου.
Λίγη τερηδόνα και ουλίτιδα αλλά εκτεταμένες φθορές
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, μόνο το 5% των οστών της γνάθου έφερε ίχνη μέτριας ή σοβαρής περιοδοντίτιδας. Όμως στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες η ουλίτιδα είναι πολύ πιο συχνή. Ένα μεγάλο ποσοστό των σύγχρονων δυτικών ανθρώπων ζει με μια ήπια μορφή ουλίτιδας και περιοδοντίτιδας. Για παράδειγμα στη Βρετανία πάσχει το 30% των ενηλίκων και στις ΗΠΑ το 50% των ατόμων ηλικίας άνω των 30 ετών.
«Αποτελεί έκπληξη ότι η σοβαρή ουλίτιδα ήταν τόσο σπάνια την εποχή της ρωμαϊκής Βρετανίας, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν οδοντόβουρτσες ούτε οδοντίατροι», είπε ο επικεφαλής της μελέτες Φράνσις Χιουζ, καθηγητής Περιοδοντολογίας. Εκπληκτικό είναι και το εύρημα ότι μόνο στο ένα στα δύο κρανία υπήρχαν δόντια με τερηδόνα. Από την άλλη μεριά, πολλοί από αυτούς είχαν σημάδια λοιμώξεων και αποστήματα.
Ο αρχαίος πληθυσμός έδειξε επίσης εκτεταμένη φθορά των δοντιών από νεαρή ηλικία, που προκαλείται από μια διατροφή πλούσια σε σιτηρά.
Όπως γράφουν οι ερευνητές, οι άνθρωποι που ζούσαν στο Πάουντμπερι μεταξύ 200 και 400 μ.Χ. ακολουθούσαν μία διατροφή που ήταν πλούσια σε ακατέργαστα δημητριακά και έτσι από μικρή ηλικία παρουσίασαν εκτεταμένη φθορά στα δόντια τους λόγω τριβής.
Γενετικά ήταν όμοιοι με τους σύγχρονους Ευρωπαίους, ενώ όσοι επιζούσαν από τα νοσήματα της παιδικής ηλικίας είχαν προσδόκιμο επιβιώσεως γύρω στα 40 χρόνια, αφού τότε δεν υπήρχαν τα αντιβιοτικά.