Διάφορες ασθένειες, και σοβαρές μάλιστα όπως ο καρκίνος, μπορούν να διαγνωστούν με ένα τεστ σάλιου, σύμφωνα με μελέτη που θα δημοσιευθεί τον Ιανουάριο του 2015 στο έντυπο Clinical Chemistry.
Σάλιο και RNA
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες ανακάλυψαν ότι ορισμένοι δείκτες στο σάλιο μπορούν να προβλέψουν μια σειρά από ασθένειες, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου, της άνοιας και του διαβήτη τύπου 2.
Τα ευρήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους γιατρούς στον εντοπισμό ασθενειών σε πρώιμο στάδιο χρησιμοποιώντας ένα απλό τεστ σάλιου και όχι μέσα από ένα δείγμα αίματος.
Πρόκειται για την πληρέστερη μέχρι σήμερα ανάλυση που έχει γίνει για ένα συγκεκριμένο τύπο μορίων στο ανθρώπινο σάλιο. Η μελέτη που έγινε από τον Ντέιβιντ Γουώνγκ, ειδικό της στοματικής υγείας, επικεντρώθηκε στην ανάλυση 165 εκατομμυρίων γενετικών αλληλουχιών. Οι ερευνητές διαπιστώνουν για πρώτη φορά ότι, το σάλιο μας περιέχει πολλά από τα ίδια μόρια που εμπεριέχονται στο αίμα και αποτελούν δείκτες ασθενειών.
Ο Γουώνγκ και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν ότι κάποιο από το RNA των ανθρώπινων κυττάρων είναι παρόν επίσης και στο σάλιο, και μπορεί να αξιοποιηθεί για τη διάγνωση πολλών παθήσεων. Η διαπίστωση αυτή ήταν αναπάντεχη καθώς τα ένζυμα του σάλιου μπορούν να αποδομήσουν το κυτταρικό RNA (η στοματική κοιλότητα είναι εχθρική προς το RNA).
Συσκευές αυτοδιάγνωσης
«Αυτό το τεστ μπορεί να οδηγήσει κάποτε στην ανάπτυξη μικροσυσκευών αυτοδιάγνωσης για παθήσεις όπως η άνοια, η νόσος Αλτσχάιμερ, ο διαβήτης τύπου 2, αλλά και διάφορα αυτοάνοσα νοσήματα», εξηγεί ο Γουώνγκ.
Ο ερευνητής ελπίζει ότι αν καταστεί εφικτό στο άμεσο μέλλον να καθοριστούν τα σαφή όρια των μοριακών στόχων στο σάλιο, τότε οι επιστήμονες θα μπορούν να εστιάσουν σε συγκεκριμένα συστατικά που σηματοδοτούν, για παράδειγμα, τα πρώιμα στάδια του καρκίνου της στοματικής κοιλότητας ή του παγκρέατος και έτσι να βελτιστοποιηθεί η εξατομικευμένη θεραπεία.
«Αν δεν ελέγχουμε το σάλιο του ασθενή, τότε μπορεί να μας ξεφεύγουν πολύτιμοι δείκτες της νόσου. Τελικά το σάλιο αποδεικνύεται ένας επιστημονικός θησαυρός», υπογραμμίζει ο Γουώνγκ.