Ο ιός Έμπολα είναι πιο απειλητικός για τους μεσήλικες και ηλικιωμένους, ενώ οι πιθανότητες επιβιώσεως είναι μέγιστες στις ηλικίες κάτω των 21 ετών, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στην «Ιατρική Επιθεώρηση της Νέας Αγγλίας» (NEJM).
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στη Σιέρα Λεόνε στη διάρκεια της παρούσας επιδημίας του ιού. Επικεφαλής της μελέτης ήταν γιατροί της χώρας και συνάδελφοί τους από τις ΗΠΑ οι οποίοι εδώ και μία δεκαετία εργάζονται στο Κυβερνητικό Νοσοκομείο της Κενέμα, για να στήσουν ένα νέο σύστημα καταγραφής του ιατρικού ιστορικού. Η Κενέμα είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Σιέρα Λεόνε.
Νέα στοιχεία για τον Ιό Έμπολα
Οι ερευνητές γράφουν ότι 47 γιατροί και νοσηλευτές εργάσθηκαν για την συγκέντρωση των πληροφοριών της βάσης δεδομένων, αλλά σήμερα βρίσκονται εν ζωή μόνο οι 40, καθώς έξι πέθαναν από τον ιό, και ένας κατέληξε από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η βάση δεδομένων αφορά 106 από τους ασθενείς που νοσηλεύθηκαν στο συγκεκριμένο νοσοκομείο. Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι η μέση περίοδος επωάσεως, δηλαδή το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη στιγμή που μολύνθηκαν οι ασθενείς από τον ιό έως ότου αρρώστησαν, ήταν 12 ημέρες.
Το σύμπτωμα που εκδήλωναν συχνότερα (80% των περιπτώσεων) όταν αρρώσταιναν οι ασθενείς για πρώτη φορά ήταν ο πυρετός – και μάλιστα όσο υψηλότερος ήταν κατά την έναρξη της νόσου, τόσο πιθανότερο ήταν να χάσουν τελικά τη ζωή τους.
Οκτώ στους δέκα ασθενείς είχαν επίσης πονοκέφαλο, το 66% ένιωθαν αδυναμία, το 60% είχαν ιλίγγους, το 51% είχαν διάρροια, το 40% είχαν πόνο στην κοιλιά και το 34% είχαν εμέτους. Οι ασθενείς που είχαν εκδηλώσει αδυναμία, ιλίγγους και διάρροια μαζί, είχαν αυξημένες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους. Το πιο εξουθενωτικό σύμπτωμα για τους ασθενείς ήταν η διάρροια, που οδηγούσε σε βαριά αφυδάτωση.
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση της αφυδάτωσης με ενδοφλέβια υγρά και ηλεκτρολύτες και η διατήρηση της αρτηριακής τους πίεσης σε ικανοποιητικά επίπεδα έκανε τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Εξίσου σημαντική ήταν και η άμεση ιατρική βοήθεια, δηλαδή η μεταφορά στο νοσοκομείο αμέσως έπειτα από την εκδήλωση του πρώτου ύποπτου συμπτώματος.
Όσο νεώτερος, τέλος, ήταν ένας ασθενής, τόσο πιθανότερο ήταν να επιβιώσει, με το ποσοστό θνησιμότητας να είναι 57% στις ηλικίες κάτω των 21 ετών αλλά να εκτοξεύεται στο 94% στις ηλικίες άνω των 45 ετών.