Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό British Medical Journal, η έλλειψη βιταμίνης D αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου αλλά όχι των καρδιακών παθήσεων.
Να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι άνθρωποι λαμβάνουν το 20% της ποσότητας της βιταμίνης D που χρειάζονται μέσω της διατροφής. Τα υπόλοιπα τέσσερα πέμπτα προέρχονται από τον ήλιο.
Επομένως για να έχουμε καλή υγεία, πρέπει να βγαίνουμε στον ήλιο λίγα λεπτά κάθε μέρα, λένε οι ερευνητές. Διαφορετικά θα πρέπει να τρώμε καθημερινά τροφές πλούσιες ή εμπλουτισμένες με βιταμίνη D ή να παίρνουμε ένα διατροφικό συμπλήρωμα, κυρίως το χειμώνα.
Τροφές που περιέχουν αρκετή βιταμίνη D είναι τα λιπαρά ψάρια όπως ο σολομός, η σαρδέλα, το σκουμπρί και η ρέγγα, τα αυγά (κρόκος) καθώς και τα εμπλουτισμένα τρόφιμα του εμπορίου όπως είναι το γάλα.
Αιτία και αποτέλεσμα
Δεν είναι η πρώτη φορά που η έλλειψη βιταμίνης D στον οργανισμό συσχετίζεται με την αυξημένη θνησιμότητα.
Όμως οι προηγούμενες μελέτες δεν μπορούσαν να δείξουν σχέση αιτίας-αποτελέσματος, διότι ήταν «μελέτες παρατήρησης», όπως λέγονται. Δεν απαντούσαν στο ερώτημα αν οι χαμηλές συγκεντρώσεις βιταμίνης D είναι η αιτία της αυξημένης θνησιμότητας ή απλά αποτελέσματα της κακής υγείας.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι υπάρχει σχέση αιτίας-αποτελέσματος, διότι στο συγκεκριμένο δείγμα ατόμων της μελέτης υπήρχαν άτομα με γενετικές μεταλλάξεις που προκαλούν μειωμένη παραγωγή της ποσότητας της βιταμίνης D. Πιο συγκεκριμένα, ορισμένες παραλλαγές των γονιδίων DHCR7 και CYP2R1 είναι γνωστό ότι μειώνουν τα επίπεδα της βιταμίνης D στο σώμα.
Για τους σκοπούς της μελέτης, ως ελλιπής ποσότητα βιταμίνης D χαρακτηρίστηκαν επίπεδα που ήταν τουλάχιστον 8 ng/ml χαμηλότερα από το κατώτερο φυσιολογικό όριο. Οι Δανοί ερευνητές θεωρούν ως «κατώτερο φυσιολογικό όριο» τα 20 ng/ml.
Ήλιος, βιταμίνη D και συμπληρώματα
Η μελέτη των Δανών ερευνητών ξεκίνησε το 1976, με τη συμμετοχή 95.766 εθελοντών από τρεις ομάδες, που είχαν γενετικές παραλλαγές και είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τα επίπεδα της βιταμίνης D.
Οι εθελοντές, σε τακτά χρονικά διαστήματα έδιναν αίμα και συμπλήρωναν ερωτηματολόγια για τη διατροφή και τον τρόπο ζωής τους. Καταγράφηκαν επίσης οι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα επίπεδα βιταμίνης D, όπως το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, η αρτηριακή πίεση, τα επίπεδα της χοληστερίνης και ο δείκτης μάζας σώματος.
Μέχρι το 2013, οι 10.349 από τους εθελοντές είχαν χάσει τη ζωή τους.
Αναλύοντας οι ερευνητές τα στοιχεία, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όσοι από τους εθελοντές είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα για γενετικές αιτίες, διέτρεχαν 30% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από οποιαδήποτε αιτία, πλην των καρδιαγγειακών παθήσεων. Είχαν επίσης κατά 40% αυξημένο κίνδυνο να πεθάνουν από καρκίνο.
«Η μελέτη έδειξε ότι η έλλειψη βιταμίνης D συσχετίζεται με αύξηση της θνησιμότητας. Ωστόσο, παραμένει ασαφής ο καλύτερος τρόπος για να αυξηθούν τα επίπεδά της βιταμίνης στον γενικό πληθυσμό για διαφύλαξη της υγείας», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Μπόργκε Νόρντεστγκααρντ, καθηγητής Γενετικής Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης.
Και πρόσθεσε: «Πρέπει να αποσαφηνίσουμε πόσο ακριβώς πρέπει να αυξηθούν τα επίπεδα αυτά, καθώς και το πότε και με ποιον τρόπο είναι αυτό αποδοτικότερο. Πρέπει άραγε να παίρνουμε τη βιταμίνη D από τον ήλιο, από τα τρόφιμα ή μέσω διατροφικών συμπληρωμάτων; Και πότε; Είναι καλύτερα να γίνεται η λήψη κατά την ενδομήτριο ζωή, στην παιδική ηλικία ή μετά την ενηλικίωση; Για να απαντηθούν όλ’ αυτά, πρέπει χρειάζονται και άλλες μελέτες».
Στο συνοδευτικό άρθρο της μελέτης, ο Ναβίντ Σατάρ και ο Πωλ Γουέλς, από το Βρετανικό Ίδρυμα Καρδιάς της Γλασκώβης έγραψαν ότι τα αποτελέσματα ήταν οριακής σημασίας γι ‘αυτό είναι σημαντικό να μην υπάρχει παρερμηνεία. Αρκετές μελέτες για τα συμπληρώματα βιταμίνης D θα αρχίσουν να αναφέρουν αποτελέσματα το 2017, κι έτσι δεν έχουμε παρά να περιμένουμε για να δούμε αυτές τις μελέτες, έγραψαν στο συνοδευτικό άρθρο τους.