Οι γυναίκες που κατέχουν υψηλές διοικητικές θέσεις κινδυνεύουν να παρουσιάσουν συμπτώματα κατάθλιψης ενώ τέτοιες θέσεις εργασίας μπορεί να μειώσουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης στους άνδρες.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας μελέτης ερευνητών του Πανεπιστημίου του Τέξας που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Journal of Health and Social Behaviour».
Η ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής τον Τατιάνα Πουντρόφσκα, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας έφτασε σ’ αυτό το συμπέρασμα αναλύοντας δεδομένα μιας διαχρονικής μελέτης στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 1.300 άνδρες και 1.500 γυναίκες.
Το 1993, όταν οι συμμετέχοντες ήταν ηλικίας περίπου 54 χρονών, οι ερευνητές κατέγραψαν τις θέσεις εργασίας τους και παρακολούθησαν πώς αυτές επηρέασαν την ψυχική τους υγεία μεταξύ των ετών 1993 και 2004.
Στρες και θέση εργασίας
Όπως προέκυψε, όταν η θέση που κατείχε ένα άτομο περιελάμβανε το να προσλαμβάνει, να απολύει και το να επηρεάζει τον μισθό των κατωτέρων του, οι γυναίκες εμφάνιζαν αύξηση του ποσοστού καταθλιπτικών συμπτωμάτων κατά 9% σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν είχαν αυτή την εξουσία.
Την ίδια στιγμή όμως οι άνδρες που βρίσκονταν σε αντίστοιχες θέσεις παρουσίαζαν μείωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων κατά 10%.
Οι επιστήμονες έλαβαν υπόψη και άλλους παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν κατάθλιψη, όπως οι πολλές ώρες εργασίας, το ευέλικτο ή μη ωράριο καθώς και τον συχνό έλεγχο του εργαζομένου από κάποιον προϊστάμενο.
Σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης Τετιάνα Πουντρόφσκα «οι γυναίκες με εξουσία ήταν πιο μορφωμένες, πιο καλοπληρωμένες από εκείνες που δεν είχαν εξουσία ενώ δήλωναν υψηλά επίπεδα ικανοποίησης από την εργασία τους. Όμως σε επίπεδο ψυχικής υγείας είχαν χαμηλότερη επίδοση από τις γυναίκες με επάγγελμα μικρότερου κύρους».
Εξηγώντας την πιθανή αιτία του ευρήματος, η Πουντρόφσκα λέει ότι η προηγούμενη έρευνά της έδειξε πως οι γυναίκες σε θέσεις εξουσίας τείνουν να έχουν υψηλότερα επίπεδα στρες.
Η ειδικός ανέφερε ότι οι γυναίκες αυτές θεωρούνται πως τους λείπει η αυτοπεποίθηση και η εμπιστοσύνη εκ μέρους των ισχυρότερων ηγετών της εταιρείας. Αλλά όταν οι γυναίκες παρουσιάζουν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά, κρίνονται ότι δεν έχουν την απαραίτητη θηλυκότητα και αυτό συμβάλλει σε χρόνιο στρες.
Από την άλλη μεριά, οι άνδρες σε θέσεις εξουσίας, είναι συνεπείς με τις αναμενόμενες πεποιθήσεις και τα στερεότυπα. Η ανδρική ηγεσία είναι αποδεκτή ως κάτι “κανονικό” και αυξάνει την ισχύ και την αποτελεσματικότητα των ανδρών ως ηγέτες μειώνοντας τις διαπροσωπικές συγκρούσεις.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα, η Ρουθ Σίλι από το Πανεπιστήμιο Σίτι του Λονδίνου ανέφερε ότι συχνά οι γυναίκες παγιδεύονται στη στερεοτυπική εικόνα του καλού ηγέτη υιοθετώντας ανδρικές συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται ως μη θηλυκές. Και συμπληρώνει ότι οι γυναίκες χρειάζεται συχνά να εργαστούν πολύ σκληρότερα για να φθάσουν σε μια αντίστοιχη θέση. Αλλά ακόμη και όταν κατακτήσουν μια ανώτερη διοικητική θέση, αμφισβητούνται συνεχώς.