Επί πολλά χρόνια το modus operandi της διαιτολογίας σε όλο τον κόσμο ήταν”κόψτε το λίπος – τρώτε λάιτ τροφές”.
Όμως, τα τρόφιμα που δεν έχουν λίπος, πρέπει να έχουν κάτι άλλο στη θέση τους. Κι αυτό που έχουν είναι ζάχαρη ή για να του πούμε πιο επιστημονικά υδατάνθρακες.
Οι πατάτες, το ψωμί, το ρύζι και τα ζυμαρικά είναι τροφές χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά αλλά γεμάτα ζάχαρη. Τέτοιου είδους προϊόντα πρότειναν, κατά κόρον, οι διαιτολόγοι πριν από λίγα χρόνια. Όμως, αντί τα ποσοστά παχυσαρκίας να μειώνονται, αυξάνονταν.
Ύστερα από πολλές κόντρες και διαμάχες που ξεκίνησαν με τη δίαιτα Άτκινς, σήμερα, υπάρχει μια μεγάλη συλλογή μελετών που έχουν αλλάξει τις διαιτητικές συμβουλές. Οι διατροφολόγοι έχουν ανοίξει τα μάτια τους και βλέπουν πια τον πραγματικό εχθρό της ξεχειλωμένης μέσης που δεν είναι άλλος από τους επεξεργασμένους υδατάνθρακες.
Η ιδέα δεν είναι καινούργια αλλά η Βρετανή διαιτολόγος, δρ Τρούντι Ντέκιν, την μεταδίδει με πάθος, λέγοντας ότι η διατροφή που ίδια κάνει περιέχει 82% λίπος και ποτέ δεν έχει αισθανθεί καλύτερα στην υγεία της.
Η Ντέκιν είναι ιδρύτρια μιας μη κερδοσκοπικής εταιρείας που προσφέρει εκπαιδευτικά προγράμματα σχετικά με το διαβήτη για επαγγελματίες του συστήματος υγείας της Βρετανίας και κάνει τακτικά σε βάθος ανασκοπήσεις της βιβλιογραφίας σχετικά τις μελέτες γύρω από τις δίαιτες. Όπως λέει στην εφημερίδα Daily Mail, όλο και περισσότερα στοιχεία έρχονται υπέρ μιας χαμηλής σε υδατάνθρακες διατροφή.
Πριν από ένα χρόνο, κλήθηκε να μιλήσει στο ετήσιο συνέδριο Diabetes στη Βρετανία με θέμα, «Θα πρέπει να σταματήσει η προώθηση των υδατανθράκων σε άτομα με διαβήτη». Ο Ντέκιν είπε: “Παραδοσιακά, η συμβουλή για τους διαβητικούς ήταν να ακολουθούν μια δίαιτα με πολλούς υδατάνθρακες και λίγα λιπαρά. Σ’ αυτή τη συζήτηση υπήρχε κόντρα με έναν άλλον ερευνητή ο οποίος υποστήριξε αυτήν την άποψη. Κέρδισα όμως τη συζήτηση και ο αντίπαλός μου έκπληκτος αργότερα, όταν ήρθε σε επαφή με ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη που είχαν ξεκινήσει δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες, διαπίστωσε ότι ήταν επιτυχής”.
Και προσθέτει: “Οι παθολόγοι μου έλεγαν για χρόνια ότι πολλά άτομα που έκαναν δίαιτα με λίγα λιπαρά και πολλούς υδατάνθρακες, διαμαρτύρονταν ότι δεν τους βοηθάει. Άρχισα να κάνω επιπλέον έρευνα το περασμένο καλοκαίρι, διαβάζοντας πολλά βιβλία και μελέτες. Τώρα έχω μια πολύ σαφή κατανόηση του πώς μια διατροφή πλούσια σε υδατάνθρακες έχει πυροδοτήσει την επιδημία της παχυσαρκίας”.
Η ινσουλίνη το “κλειδί” στο αδυνάτισμα
Σύμφωνα με την Ντέκιν, η ινσουλίνη που παράγει ο οργανισμός, ως απόκριση στους υδατάνθρακες, μετατρέπει τη ζάχαρη σε σωματικό λίπος. Επίσης, οι πολλοί υδατάνθρακες προκαλούν αντίσταση στην ινσουλίνη. “Τα δύο τρίτα του πληθυσμού είναι ανθεκτικά στην ινσουλίνη”, λέει η Ντέκιν.
Όταν ένα άτομο τρώει υδατάνθρακες αυτοί ουσιαστικά διασπώνται σε γλυκόζη (και φρουκτόζη). Το σώμα, για να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τη γλυκόζη ως ενέργεια, πρέπει να τη βάλει στα κύτταρά του. Για να γίνει αυτό χρειάζεται η ορμόνη ινσουλίνη. Όταν υπάρχει αντίσταση στην ινσουλίνη σημαίνει ότι η ορμόνη δεν κάνει εύκολα τη δουλειά της και το σώμα είναι αναγκασμένο να παράγει ακόμη μεγαλύτερη ποσότητα. Αυτό όμως καταλήγει σε επιπλέον κιλά”.
Η Ντέκιν λέει ότι υπάρχουν οφέλη από μια διατροφή πλούσια λιπαρά, έστω κι αν αυτά είναι κορεσμένα. Και επισημαίνει ότι η έρευνα δείχνει πως η παραδοσιακή συμβουλή να αντικατασταθούν τα κορεσμένα λιπαρά με υδατάνθρακες είναι λάθος, τουλάχιστον όσον αφορά το σωματικό βάρος, γιατί το διατροφικό λίπος προκαλεί αίσθημα πληρότητας ενώ οι υδατάνθρακες οδηγούν σε τσιμπολόγημα.
O σκοπός μια υγιεινής διατροφής είναι να μην προκαλεί μεγάλη παραγωγή ινσουλίνης. “Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που προωθεί την αποθήκευση του λίπους. Και έτσι είναι λογικό ότι κάποιος που είναι ανθεκτικός στην ινσουλίνη, παράγει περισσότερη ποσότητα από αυτή την ορμόνη. Αυτό τον κάνει να δυσκολεύεται να χάσει βάρος”.
Ενώ υπάρχουν εξετάσεις που μπορούν να μετρήσουν πόση ινσουλίνη παράγει ένα άτομο, αυτή δεν αποτελεί εξέταση ρουτίνας. Για να καθοριστεί αν κάποιος είναι ανθεκτικός στην ινσουλίνη, οι γιατροί ψάχνουν μια μεταβολική διαταραχή που συνδέεται μ’ αυτήν την κατάσταση και ονομάζεται Μεταβολικό Σύνδρομο. Το σύνδρομο αυτό υπάρχει όταν ένα άτομο παρουσιάζει τουλάχιστον τρεις από τις εξής πέντε καταστάσεις: αυξημένη περίμετρος μέσης (πάνω από 94 εκατοστά για τις γυναίκες και πάνω από 80 εκατοστά για τους άνδρες), υψηλά τριγλυκερίδια, αυξημένη αρτηριακή πίεση, αυξημένη γλυκόζη νηστείας και χαμηλή καλή χοληστερίνη.
Η υψηλή σε υδατάνθρακες διατροφή οδηγεί σε ένα «φαύλο κύκλο», κατά την Ντέκιν. “Με τους υδατάνθρακες, το πάγκρεας εξαντλείται και δεν μπορεί από ένα σημείο και πέρα να παράγει εύκολα ινσουλίνη. Έτσι η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να οδηγήσει στο διαβήτη τύπου 2. Από την άλλη μεριά, το διατροφικό λίπος δεν προκαλεί αύξηση παραγωγής της γλυκόζης στο αίμα ούτε αύξηση παραγωγής της ινσουλίνης. Αυτός είναι ο λόγος που βοηθάει στο αδυνάτισμα έστω κι αν έχει περισσότερες θερμίδες από τη ζάχαρη”.