Οι ειδικοί έχουν από καιρό προειδοποιήσει για τους κινδύνους από την κατανάλωση τροφών με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη εξαιτίας των φόβων ότι τα τρόφιμα αυτά αυξάνουν τον κίνδυνο για καρδιακή νόσο και διαβήτη τύπου 2. Επίσης, μια δίαιτα υψηλού γλυκαιμικού δείκτη μπορεί να σας κάνει να πεινάτε περισσότερο και να πάρετε κιλά.
Αλλά μια νέα μελέτη απομυθοποιεί τη δίαιτα του γλυκαιμικού δείκτη για τα άτομα που είναι υγιή.
Ο γλυκαιμικός δείκτης είναι ένα μέτρο του πόσο γρήγορα τα τρόφιμα που περιέχουν υδατάνθρακες, όπως φρούτα και δημητριακά αυξάνουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα, δηλαδή το “ζάχαρο” του αίματος.
Εκείντα τα τρόφιμα που προκαλούν μια απότομη αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα σε διάστημα δύο ωρών, έχουν υψηλό γλυκαιμικό δείκτη. Ενώ εκείνα που δεν προκαλούν μεγάλη άνοδο έχουν χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη.
Η συμβατική σοφία λέει ότι τροφές με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη όπως οι ώριμες μπανάνες και τα ζυμαρικά είναι «κακό» για την υγεία της καρδιάς και μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη όμως μια νέα μελέτη από ερευνητές του Χάρβαρντ της Ιατρικής Σχολής και του Πανεπιστημίου John Hopkins βρήκε λίγα στοιχεία που να στηρίζουν αυτούς τους ισχυρισμούς.
Ο καθηγητής της ιατρικής στο John Hopkins Medicine, Lawrence Appel, δήλωσε ότι τα αποτελέσματα αποτέλεσαν «έκπληξη» για την ερευνητική ομάδα. «Δεν εντοπίσαμα σαφή οφέλη από τις δίαιτες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη για τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για καρδιακή νόσο, και δεν βρέθηκε καμία απόδειξη του οφέλους για την πρόληψη του διαβήτη τύπου 2», είπε. Και πρόσθεσε: «Όσο για το σωματικό βάρος, η απόδειξη υπήρξε “ασυνεπής” σχετικα με το αν τα τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό βοηθούν τους ανθρώπους να χάσουν περισσότερο βάρος. Εξετάζοντας τις αιτίες της παχυσαρκίας και τους τρόπους για την καταπολέμησή της, μια στενή εστίαση στο γλυκαιμικό δείκτη φαίνεται να είναι αδικαιολόγητη».
Πολλές δημοφιλείς δίαιτες ενθαρρύνουν την επιλογή υδατανθράκων χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη, η οποία έχει οδηγήσει σε εκκλήσεις ώστε να αναγράφεται ο γλυκαιμικός δείκτης των τροφίμων στις συσκευασίες. Αυτό όμως είναι δύσκολο διότι μόνο εργαστηριακές εξετάσεις μπορεί να δείξουν τον γλυκαιμικό δείκτη των τροφίμων. Μερικές φορές μάλιστα τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά από αυτά που θα περίμενε κανείς.
Οι καθηγητές Lawrence Appel και Frank Sacks προσέλαβαν 163 άτομα από τη Βαλτιμόρη και τη Βοστώνη, εκ των οποίων όλα ήταν υπέρβαρα και είχαν αρτηριακή πίεση πάνω από το κανονικό. Με τυχαία επιλογή τα άτομα αυτά ακολούθησαν δύο διαφορετικές δίαιτες.
Κάθε δίαιτα περιείχε τον ίδιο αριθμό θερμίδων, αλλά οι θερμίδες προέρχονται είτε από τα τρόφιμα που είχαν υψηλό γλυκαιμικό δείκτη είτε από τρόφιμα που είχαν χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη. Οι εθελοντές έτρωγαν το κύριο γεύμα παρουσία των ερευνητών ενώ τα άλλα δύο γεύματα στο σπίτι τους. Μετά από πέντε εβδομάδες οι ομάδες “αντάλλαξαν” τη δίαιτα που ακολουθούσαν.
Καθόλη τη διάρκεια της μελέτης, οι επιστήμονες μετρούσαν την αρτηριακή πίεση, την ευαισθησία στην ινσουλίνη, την καλή χοληστερίνη (HDL), την κακή χοληστερίνη (LDL) και τα τριγλυκερίδια στο αίμα. Όλοι αυτοί είναι παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία της καρδιάς.
Για τους διαβητικούς πρέπει να γίνουν περισσότερες μελέτες
Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι η δίαιτα του χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη δεν μειώνει την πίεση του αίματος ή την κακή χοληστερίνη και δεν βελτιώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη. Οι συγγραφείς είπαν ότι οι διαφορές ήταν πάρα πολύ μικρές.
Ο καθηγητής Sacks ανέφεε ότι το ανθρώπινο σώμα μπορεί να χειριστεί τις διαφορές των τροφίμων όσον αφορά τον γλυκαιμικό δείκτη ακόμη και αν είναι υπέρβαρο και παρουσιάζει αντίσταση στην ινσουλίνη. Και συμπλήρωσε πως υποθέτει ότι απλά λειτουργεί κανονικά στους περισσότερους ανθρώπους. Πρόσθεσε όμως ότι ο γλυκαιμικός δείκτης θα πρέπει να μελετηθεί σε άτομα με διαβήτη τύπου 2, όπου ενδεχομένως μια τέτοια μελέτη να δείξει διαφορετικά αποτελέσματα. Είπε ακόμη ότι οι άνθρωποι που θέλουν μια καλή συνολική διατροφή θα πρέπει να κοιτάξουν προς δίαιτες μεσογειακού τύπου και τη δίαιτα DASH, οι οποίες τονίζουν τη σημασία των λαχανικών, των φρούτων, των γαλακτοκομικών χωρίς πολλά λιπαρά, των δημητριακά ολικής αλέσεως, των ψαριών, των πουλερικών και των ξηρών καρπών.
Από τη μεριά του, ο καθηγητής Appel συμβούλεψε: «Ας λάβουμε υπόψη τα βασικά, αυτά που όλοι γνωρίζουμε», εννοώντας ότι αυτό που έχει σημασία είναι οι θερμίδες σε ένα γεύμα. Επίσης είπε ότι υπάρχουσες μελέτες δείχνουν ότι μια δίαιτα χαμηλού γλυκαιμιού δείκτη μπορεί να έχει όφελος για άτομα με διαβήτη, αλλά πρέπει να υπάρξει περισσότερη έρευνα.
Τέλος, ο Robert Eckel, ο οποίος έγραψε το συνοδευτικό άρθρο της μελέτης, δήλωσε ότι το μήνυμα είναι ότι ο γλυκαιμικός δείκτης δεν είναι τόσο σημαντικός, τουλάχιστον στους ανθρώπους που έχουν υγική καρδιά. Ο Eckel θεωρείται σημαντικό πρόσωπο διότι είναι πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of the American Medical Association.
Πρέπει ωστόσο να γίνει μια παρατήρηση γι’ αυτή τη μελέτη, ότι χρησιμομοποιήθηκε ένα μενού με σταθερές θερμίδες για τις δύο ομάδες. Όμως το πνεύμα της δίαιτας του γλυκαιμικού δείκτη δεν είναι ακριβώς αυτό. Η δίαιτα του χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη έχει σκοπό να προφυλάξει κάποιον από το να πάρει περισσότερες θερμίδες. Αυτός είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίο ασκεί τα υγιεινά της αποτελέσματα τόσο στο σωματικό βάρος όσο και στην καρδιά. Στην παραπάνω μελέτη, οι εθελοντές δεν αφέθηκαν τα φάνε όσο θέλουν -ώστε να φανεί πια διατροφή είναι πιο παχυντική- αλλά οι θερμίδες που κατανάλωναν ήταν δεδομένες εκ των προτέρων. Παρ’ όλα αυτά η μελέτη είναι ενδιαφέρουσα.