Αμερικανοί ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και Καναδοί ερευνητές από το Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ, βρήκαν ότι ακόμα και η οριακά αυξημένη χοληστερίνη σε άτομα ηλικίας 35-55 ετών έχει αρνητικές μακροχρόνιες επιδράσεις στην υγεία της καρδιάς. Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Circulation.
«Ό,τι κάνουμε στα αιμοφόρα αγγεία μας στα 20, στα 30 και στα 40, θέτουν τα θεμέλια για μία ασθένεια που θα εκδηλώσουμε ακόμα και τέσσερις δεκαετίες αργότερα», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης Αν Μαρί Νάβαρ-Μπόγκαν. «Και αν περιμένουμε στα 50 μας για να ασχοληθούμε με την πρόληψη της καρδιοπάθειας, η ζημιά θα έχει ήδη γίνει. Επομένως, ο έλεγχος της χοληστερίνης θα πρέπει να αρχίζει νωρίς στη ζωή».
Αρνητικές επιπτώσεις όταν η LDL είναι πάνω από 130 mg/dl
Στη μελέτη, η δρ Νάβαρ-Μπόγκαν και οι συνεργάτες της εξέτασαν στοιχεία από 1.478 ενήλικες, οι οποίοι δεν έπασχαν από στεφανιαία νόσο. Οι εθελοντές συμμετέχουν στην φημισμένη Μελέτη Framingham η οποία ξεκίνησε το 1948, έτσι οι ερευνητές είχαν στοιχεία για τη χοληστερίνη τους για πολλά χρόνια.
Ως υψηλή χοληστερίνη θεωρήθηκε οποιαδήποτε τιμή της κακής χοληστερίνης (LDL) πάνω από 130 mg/dl. Όσοι εθελοντές είχαν παρουσιάσει υψηλή χοληστερίνη στα 35-44 τους χρόνια, είχαν 16,5% πιθανότητες να παρουσιάσουν στεφανιαία νόσο μέσα στην επόμενη 15ετία.
Όσοι είχαν παρουσιάσει υψηλή χοληστερίνη στα 45-54 τους χρόνια, είχαν 8,1% πιθανότητες στεφανιαίας νόσου, ενώ όσοι δεν είχαν υψηλή χοληστερίνη είχαν 4,4% πιθανότητες να εκδηλώσουν καρδιοπάθεια.
Η Νάβαρ-Μπόγκαν είπε ότι οι επιπτώσεις της χοληστερίνης ήταν χειρότερες στους εθελοντές που κατά τα άλλα ήταν υγιείς. «Τα άτομα αυτά δεν κάπνιζαν, είχαν κανονική πίεση, δεν διέθεταν περιττά κιλά ούτε είχαν αυξημένα επίπεδα σακχάρου – αλλά και πάλι επειδή είχαν επί πολλά χρόνια λίγο αυξημένη χοληστερίνη, παρουσίασαν καρδιοπάθεια», ανέφερε. Επιπλέον, οι περισσότεροι από τους εθελοντές με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είχαν αρκετά αυξημένη χοληστερίνη για να τους δοθούν στατίνες.
Πρακτικά, όλα αυτά σημαίνουν πως «οι άνθρωποι ηλικίας 35-55 ετών πρέπει να αρχίσουν να ελέγχουν τη χοληστερίνη τους», είπε η Νάβαρ-Μπόγκαν. «Και ανάλογα με τα ευρήματα, να προχωρήσουν σε αλλαγές του τρόπου ζωής».