Οι κατευθυντήριες οδηγίες που έλεγαν ότι η υγιεινή διατροφή πρέπει να περιέχει λίγα λιπαρά ήταν λάθος και δεν έπρεπε να είχαν υπάρξει ποτέ;
Αυτό αφήνει να εννοηθεί μια μετα-ανάλυση 6 κλινικών δοκιμών που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Βρετανικής Ιατρικής Εταιρείας (BMJ) «Open Heart».
Στις ΗΠΑ οι οδηγίες για μείωση του λίπους στη διατροφή υπήρχαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και ανακοινώθηκαν με τον πιο επίσημο τρόπο το 1977 από το αμερικανικό κράτος. Ακολούθησε το Ηνωμένο Βασίλειο το 1983. Οι διατροφικές συστάσεις και στις δύο περιπτώσεις ήταν να μειωθεί η πρόσληψη του συνολικού λίπους στο 30% επί των θερμίδων και του κορεσμένου λίπους στο 10% των θερμίδων.
Οι συστάσεις αυτές ήταν μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η επιδημία των καρδιακών προσβολών και γενικότερα η καρδιαγγειακή νόσος. Οι υγειονομικές επιτροπές που αποφάσισαν τις οδηγίες γνώριζαν ωστόσο ότι τα στοιχεία που υπήρχαν δεν ήταν απολύτως πειστικά. Επίσης γνώριζαν ότι υπήρχαν αντιδράσεις. Όμως θεώρησαν ότι έπρεπε να βιαστούν προκειμένου να μειωθούν οι καρδιακές προσβολές αντί να περιμένουν την πλήρη απόδειξη.
Τα διαθέσιμα στοιχεία για τις διατροφικές επιτροπές τότε ήταν ορισμένες επιδημιολογικές και κλινικές μελέτες. Η πιο ολοκληρωμένη μελέτη πληθυσμού ήταν η Μελέτη των Επτά Χωρών στην οποία συμμετείχαν και δύο περιοχές της Ελλάδας, η Κρήτη και η Κέρκυρα. Η περίπτωση της Κρήτης έδειχνε πανηγυρικά ότι το συνολικό λίπος στη διατροφή δεν είχε καμία σχέση με τις καρδιακές προσβολές αφού οι Κρητικοί έκαναν την πιο λιπαρή διατροφή -έπαιρναν πάνω από το 40% των θερμίδων από το λίπος- και είχαν τους λιγότερους θανάτους από καρδιά. Οι ειδικοί ωστόσο αγνόησαν την Κρήτη και προέβησαν σε συστάσεις για μείωση του συνολικού διατροφικού λίπους θεωρώντας ότι έτσι θα μειώνονταν η χοληστερίνη και τελικά οι θάνατοι από τα εμφράγματα.
Οι συστάσεις οδήγησαν τις εταιρείες τροφίμων να παράγουν προϊόντα με χαμηλά λιπαρά καθώς το λίπος θεωρήθηκε υπεύθυνο όχι μόνο για εμφράγματα και τα ισχαιμικά εγκεφαλικά αλλά και για τη παχυσαρκία.
Οι θάνατοι από τις καρδιακές προσβολές πράγματι μειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στις δυτικές χώρες αλλά ορισμένοι ειδικοί υποστήριξαν ότι αυτό συνέβη κυρίως λόγω των βελτιωμένων θεραπειών. Από την άλλη μεριά, η μείωση του ποσοστού του λίπους στη διατροφή δεν φαίνεται να είχε κάποια επίδραση στην παχυσαρκία η οποία εκτινάχθηκε στα ύψη αρχίζοντας μάλιστα την περίοδο που έγιναν οι επίσημες διατροφικές συστάσεις.
Οι κλινικές μελέτες δεν είχαν δείξει ότι φταίει το λίπος
Οι ερευνητές της μετα-ανάλυσης πραγματοποίησαν μια ανασκόπηση των δεδομένων από έξι μελέτες που ήταν διαθέσιμες στις υγιεονομικές Αρχές των ΗΠΑ και του Ηνωμένο Βασίλειο τη στιγμή που εξέδωσαν τις αποφάσεις τους. Πρόκειται για τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές που θεωρούνται ως «ο χρυσός κανόνας» των ιατρικών αποτελεσμάτων. Οι έξι αυτές μελέτες είχαν διάρκεια κατά μέσο όρο πέντε έτη. Συμμετείχαν 2.467 άνδρες, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν επιζήσει από καρδιακή προσβολή.
Οι μελέτες εξέτασαν τη σχέση μεταξύ του διαιτητικού λίπους, της χοληστερίνης και της στεφανιαίας νόσου. Δεν διαπιστώθηκε σημαντική διαφορά στους θανάτους από καρδιά, ανεξάρτητα από το αν οι άνθρωποι ακολουθούσαν μια διατροφή σε υψηλά ή χαμηλά λιπαρά.
Η χοληστερίνη είχε μειωθεί με την κατανάλωση λιγότερου λίπους αλλά αυτό δεν οδήγησε σε σημαντικές διαφορές όσον αφορά τους θανάτους από στεφανιαία νόσο. Οι θάνατοι σ’ αυτούς που κατανάλωναν λίγα λιπαρά ήταν 207 ενώ σ’ αυτούς που κατανάλωναν αρκετά λιπαρά ήταν 2016. Η διαφορά αυτή δεν θεωρείται στατιστικά σημαντική. Όσο για τους θανάτους από κάθε αιτία δεν υπήρξε καμία διαφορά.
Το κορεσμένο λίπος
Να σημειωθεί ότι μέχρι το 1991 η επίσημη γνωμοδότηση στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν να αυξηθούν οι υδατάνθρακες ώστε να παρέχουν το 50% των συνολικών θερμίδων. Αυτό επειδή έπρεπε, εν μέρει, να αναπληρωθεί το «ενεργειακό κενό» από τη συνιστώμενη μείωση της ποσότητα του λίπους στη διατροφή που έπρεπε να είναι 35% – το 1983, το λίπος έπρεπε να αποτελεί το 30% των συνολικών θερμίδων αλλά οι κατευθυντήριες γραμμές άλλαξαν το ποσοστό στο 35% το 1991 χωρίς πάντως να αλλάξουν το ποσοστό του κορεσμένου λίπους που παρέμεινε στο 10%.
Η συμβουλή για το κορεσμένο λίπος παραμείνει μέχρι σήμερα αμετάβλητη, αν και ορισμένες νέες μελέτες δείχνουν ότι μάλλον δεν έχει μεγάλη συσχέτιση με τις καρδιακές παθήσεις. Η μέση κατανάλωση του κορεσμένου λίπους στις ΗΠΑ και τη Βρετανία είναι σήμερα 11-12%, πολύ κοντά στο 10% που είχε συσταθεί για να εξαλειφθούν οι καρδιακές προσβολές.
Πριν από μισό αιώνα το κορεσμένο λίπος ήταν 18% στη δυτική διατροφή αλλά η μείωση του ποσοστού του αμφισβητείται ότι έχει μειώσει τις καρδιακές προσβολές. Ορισμένοι πιστεύουν ότι η αιτία της επιδημίας των καρδιακών προσβολών ενδεχομένως να ήταν τα τρανς λιπαρά που εισήχθησαν στην ανθρώπινη διατροφή πριν από ένα αιώνα. Η μείωση των τρανς λιπαρών τα τελευταία χρόνια μπορεί επίσης να συνέβαλλε στη μείωση των θανάτων από έμφραγμα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι υγειονομικές Αρχές προχωρούν σε συστάσεις, έχοντας ελλιπή στοιχεία στη διάθεσή τους. Μια τρανταχτή περίπτωση λανθασμένης εκτίμησης αφορά το ρόλο της διατροφής στην πρόληψη του καρκίνου. Από το 1975 έως το 2005 η επιστημονική κοινότητα πίστευε πως η υγιεινή διατροφή μπορεί να αποτρέψει έναν στους τρεις καρκίνους, για να καταλήξει τελικά ότι στην πραγματικότητα αποτρέπει 10%.