Το 1966, το Εθνικό Ινστιτούτο Οδοντιατρικής Έρευνας (NIDR: National Institute of Dental Research) στις ΗΠΑ άρχισε το σχεδιασμό ενός προγράμματος παρεμβάσεων ευρείας εφαρμογής για την εξάλειψη της τερηδόνας στους Αμερικανούς πολίτες. Το Εθνικό Πρόγραμμα Τερηδόνας (NCP: National Caries Program) ξεκίνησε πέντε χρόνια αργότερα αλλά αποδείχθηκε μια χαμένη ευκαιρία για την πρόληψη της φθοράς των δοντιών. Ο λόγος ήταν ότι η βιομηχανία της ζάχαρης κατάφερε να μη ληφθούν μέτρα κατά του προϊόντος της. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PLoS Medicine από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο.
Η μελέτη δείχνει ότι το αμερικανικό Εθνικό Πρόγραμμα Τερηδόνας έγινε έτσι ώστε να μη θίξει τα συμφέροντα της βιομηχανίας ζάχαρης, κάτι που προκύπτει από μια ανάλυση 320 εσωτερικών εγγράφων της βιομηχανίας από το 1959 μέχρι το 1971 που βρέθηκαν σε βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Ίλινοϊ.
Πριν από 50 χρόνια, η τερηδόνα θεωρούνταν στις ΗΠΑ μεγάλο πρόβλημα -όπως και σε άλλες χώρες- και οι γιατροί έλεγαν στον κόσμο να αποφεύγει τη ζάχαρη και τα γλυκά. Όμως, το λόμπι της βιομηχανίας ζάχαρης έπεισε την αμερικανική κυβέρνηση να μην συστήσει επισήμως τη μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης και γλυκών αλλά να αναζητήσει άλλες μεθόδους πρόληψης της τερηδόνας. Οι τακτικές της βιομηχανίας ζάχαρης είχαν μεγάλη ομοιότητα με αυτές που εφάρμοσε η καπνοβιομηχανία προκειμένου να πείσει το κοινό ότι παθητικό κάπνισμα είναι ασφαλές για την υγεία.
Τα έγγραφα δείχνουν ότι ο World Sugar Research Organisation (WSRO), ένας εμπορικός οργανισμός που εκπροσωπούσε 30 διεθνείς εταιρείες συμφερόντων ζάχαρης, συμπεριλαμβανομένης της Coca-Cola και της αμερικανικής Sugar Association, είχε αποδεχτεί από το 1950 το γεγονός ότι η ζάχαρη προκαλεί τερηδόνα. Όμως η βιομηχανία ζάχαρης κατάφερε να πείσει την αμερικανική κυβέρνηση να μην στραφεί κατά του προϊόντος της.
Προσπάθεια αποπροσανατόλισης
Η βιομηχανία δεν μπορούσε να αρνηθεί το ρόλο της ζάχαρης στην τερηδόνα καθώς υπήρχαν σοβαρές επιστημονικές ενδείξεις της σύνδεσής της. Τη ζημιά όμως δεν την κάνει η ίδια η ζάχαρη αλλά τα βακτήρια που παίρνουν ενέργεια από τη ζάχαρη και παράγουν οξέα. Δύο ερευνητές, ο Robert Fitzgerald και ο Paul Keyes, είχαν επισημάνει το βακτηριακό στέλεχος Streptococcus mutans ως κύριο ένοχο στην παραγωγή οξέων που προκαλεί τερηδόνα. Η επιστημονική έρευνα πρότεινε πως η ζάχαρη είναι πιο επικίνδυνη από άλλα σάκχαρα επειδή κάνει τον S. mutans να παράγει μια βλέννα από δεξτράνες, κολλώδη μόρια που αποτελούνται από γλυκόζη και κάνουν τα βακτήρια να προσκολληθούν σθεναρά επάνω στην επιφάνεια του δοντιού. Στη συνέχεια, τα βακτήρια παράγουν οξέα κάνοντας ζημιά στα δόντια. Σήμερα ξέρουμε ότι οι στρεπτόκοκκοι αποτελούν το 20% όλων των βακτηρίων του στόματος και το 40% των στρεπτόκοκκων είναι ο S. mutans.
Θέλοντας να αποπροσανατολίσει τους επιστήμονες και την κοινή γνώμη, η βιομηχανία της ζάχαρης έστρεψε την προσοχή σε μεθόδους που θα περιόριζαν τις επιπτώσεις της ζάχαρης στα δόντια, αντί για τη μείωση της κατανάλωσή της. Σε συνεργασία με τις βιομηχανίες σοκολάτας και ζαχαρωτών χρηματοδότησε μελέτες για ένζυμα που θα διασπούσαν την βακτηριακή πλάκα στο στόμα και για να βρεθεί εμβόλιο κατά του S. mutans, ωστόσο αυτές οι έρευνες είχαν αμφισβητήσιμες δυνατότητες ευρείας εφαρμογής.
Μεταξύ των ετών 1967 και 1970, το Sugar Research Foundation το οποίο είχε ιδρυθεί το 1943 για να χρηματοδοτεί έρευνες που θα υποστήριζαν τις θέσεις της βιομηχανίας, χρηματοδότησε το Project 269 με επικεφαλής τον καθηγητή Bertram Cohen από το Royal College of Surgeons of England. Η έρευνα αυτή προσπάθησε να καταστήσει τον S. mutans λιγότερο καταστροφική για τα δόντια μετά την κατανάλωση ζάχαρης χρησιμοποιώντας ένζυμα που ονομάζονται δεξτράσες. Επίσης το Sugar Research Foundation χρηματοδότησε έρευνες για εμβόλιο αλλά παρότι έγιναν πολλές προσπάθειες δεν ήταν επιτυχημένες στον άνθρωπο.
Τον Ιούνιο του 1968, το NIDR δημιούργησε την επιτροπή Caries Task Force προκειμένου να αναπτύξει το Εθνικό Πρόγραμμα Τερηδόνας. Εκείνη τη χρονιά, το Sugar Research Foundation άλλαξε όνομα σε International Sugar Research Foundation (ISRF) και αναδιοργανώθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο ενώ πρόεδρός του έγινε ο δρ. Philip Ross που είχε παλιότερα διατελέσει επικεφαλής ενός τμήματος του NIDR.
Το ISRF καλλιέργησε σχέσεις με την ηγεσία του NIDR μέσω συναντήσεων με τον πρόεδρο της Caries Task Force και τελικά μια έκθεση της βιομηχανίας ζάχαρης που είχε υποβληθεί στο NIDR έγινε η βάση για τις ερευνητικές προτεραιότητές του, η πλειονότητα των οποίων όμως απέτυχε να έχει ευρεία εφαρμογή.
Το 1969, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ αποφάσισαν ότι η μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης «αν και είναι θεωρητικά εφικτή», δεν θα ήταν πρακτική ως μέτρο δημόσιας υγείας. Δύο χρόνια αργότερα, το 1971, όταν οι υπεύθυνοι του Εθνικού Προγράμματος Τερηδόνας ζήτησαν προτάσεις για ερευνητικά προγράμματα, τελικά αποδέχτηκαν το 78% αυτών που υπέβαλε η βιομηχανία ζάχαρης.
Όπως σχολίασε η πρώτη συγγραφέας της μελέτης Cristin Kearns, η οποία μάλιστα είναι οδοντίατρος, «είναι απογοητευτικό να συνειδητοποιούμε ότι οι πολιτικές που συζητάμε σήμερα θα μπορούσαν να είχαν διευθετηθεί πριν από 40 και πλέον χρόνια».
Σήμερα, η σχέση της ζάχαρης με την τερηδόνα είναι καλά τεκμηριωμένη. Όμως, παρά τη συντριπτική συναίνεση για τον αιτιώδη ρόλο των σακχάρων στην τερηδόνα αλλά και ενδείξεις για αύξηση του κινδύνου για καρδιαγγειακά επεισόδια, παχυσαρκία και ορισμένους καρκίνους, οι διάφοροι οργανισμοί υγείας μόλις τα τελευταία χρόνια συνιστούν τη μείωσή της στη διατροφή. Από το 2014, η σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είναι η προστιθέμενη ζάχαρη να μην παρέχει πάνω από το 10% των συνολικών θερμίδων.
Τα σάκχαρα ταξινομούνται σε αυτά που υπάρχουν εκ φύσεως στις τροφές (π.χ. φρούτα, μέλι, γαλακτοκομικά προϊόντα κλπ) και σ’ αυτά που προστίθενται στα τρόφιμα κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας τους για να αλλάξει η γεύση ή η υφή τους. Παραδείγματα προστιθέμενων σακχάρων περιλαμβάνουν τη λευκή και τη μαύρη ζάχαρη, το μέλι, τη μελάσα, τη βύνη, το σιρόπι καλαμποκιού, τη φρουκτόζη και τη δεξτρόζη.