Η λακτάση, που ανήκει σε μια ομάδα ενζύμων που λέγονται β-γαλακτοσιδάσες, αποδομείται σε γλυκόζη και γαλακτόζη – δύο μόρια αρκετά μικρά για να απορροφούνται εύκολα από το λεπτό έντερο. Η αντιμετώπιση είναι η αποφυγή των γαλακτοκομικών προϊόντων. Σε γενικές γραμμές το τυρί και το γιαούρτι έχουν λιγότερη λακτόζη από το γάλα. Υπάρχει επίσης και γάλα χωρίς πολύ λακτόζη.
Συμπτώματα
Τα άτομα με ανεπάρκεια λακτάσης δεν έχουν αρκετή λακτάση στο έντερο για να αποδομήσουν όλη τη λακτόζη που καταναλώνουν, επομένως ένα μέρος ή όλη η λακτόζη περνά στο παχύ έντερο, όπου αποδομείται κυρίως από τα εντερικά βακτήρια. Αυτή η διαδικασία παράγει υπερβολική ποσότητα αερίων, όπως υδρογόνο, το οποίο προκαλεί φουσκώματα, μετεωρισμό και διάρροια. Αυτά είναι τα συμπτώματα της πάθησης που είναι γνωστή ως δυσανεξία στη λακτόζη.
Παρόλο που η δυσανεξία στη λακτόζη είναι συνηθισμένη σε άτομα με ανεπάρκεια λακτάσης, τα άτομα με ανεπάρκεια λακτάσης δεν εκδηλώνουν απαραίτητα και τα συμπτώματα.
Η δυσανεξία στη λακτόζη σπάνια εκδηλώνεται εκ γενετής, αν και είναι συνήθως κληρονομική. Ωστόσο, κάποιος μπορεί να εκδηλώσει μια προσωρινή μορφή δυσανεξίας στη λακτόζη μετά από εγχείρηση ή εντερική λοίμωξη, ή μετά τη λήψη φαρμάκων που προ-καλούν βλάβη στα έντερα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η δυσανεξία στη λακτόζη εξαφανίζεται όταν επιλυθεί το πρόβλημα που ήταν η αρχική αιτία. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από την ποσότητα λακτάσης που παράγει ένα άτομο και από την ικανότητα των εντερικών βακτηρίων να αποδομούν εύκολα τη λακτόζη. Μερικά άτομα δεν μπορούν να καταναλώσουν γαλακτοκομικά σε στερεή ή υγρή μορφή χωρίς γαστρεντερικές παρενέργειες, ενώ άλλοι μπορούν να απολαύσουν περιστασιακά γιαούρτι, παγωτό ή και ένα ποτήρι γάλα.
Διάγνωση
Η ανεπάρκεια λακτάσης μπορεί να διαγνωστεί μετρώντας τη συγκέντρωση υδρογόνου στην αναπνοή. Όλη η ποσότητα υδρογόνου που παράγεται από τα βακτήρια καθώς χωνεύουν τη λακτόζη δεν παραμένει στο έντερο ούτε προκαλεί μετεωρισμό. Ένα μέρος απορροφάται από το εντερικό τοίχωμα και περνά στην κυκλοφορία του αίματος και από εκεί στους πνεύμονες.
Η εξέταση, η οποία διαρκεί αρκετές ώρες, πραγματοποιείται από γιατρό μετά από 12ωρη νηστεία. Ο ασθενής καταναλώνει ένα διάλυμα που περιέχει λακτόζη και στη συνέχεια δίνει δείγματα της αναπνοής του σε ένα σάκο συλλογής κάθε 15-30 λεπτά. Μια σημαντική αύξηση στο εκπνεόμενο υδρογόνο, ιδιαίτερα αν συμπίπτει με γαστρεντερικό συμπτώματα, επιβεβαιώνει τη διάγνωση της ανεπάρκειας της λακτάσης.
Αντιμετώπιση
Η πιο πετυχημένη προσέγγιση για την αντιμετώπιση της δυσανεξίας στη λακτόζη που προκαλείται από ανεπάρκεια λακτάσης είναι η αποφυγή όλων των γαλακτοκομικών προϊόντων. Αν έχετε δυσανεξία στη λακτόζη και σας αρέσει το γάλα σε όλες του τις μορφές του, μπορείτε να πειραματιστείτε με μικρές ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων. Σε γενικές γραμμές, το γιαούρτι και το τυρί μπορεί να προκαλέσουν μικρότερη δυσανεξία επειδή περιέχουν λιγότερη λακτόζη από το γάλα.
Ωστόσο, διάφορες μελέτες δείχνουν ότι πολλοί άνθρωποι με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να καταναλώνουν το ισοδύναμο των 225 γραμμαρίων γάλακτος περίπου χωρίς παρενέργειες. Έχει αποδειχθεί επίσης ότι η υποκατάσταση της λακτάσης μειώνει την ποσότητα του εκπνεόμενου υδρογόνου και τα συμπτώματα.
Τα υποκατάστατα που περιέχουν ένζυμα τα οποία παράγονται από βακτήρια που χωνεύουν τη λακτόζη, μπορούν να λαμβάνονται με τη μορφή χαπιών ή να προστίθενται στις τροφές.
Μερικά γαλακτοκομικά προϊόντα στα οποία έχει προστεθεί λακτάση μπορεί να περιέχουν λίγη ή καθόλου από την αρχική λακτόζη, ενώ μπορεί να έχουν πιο γλυκιά γεύση από τα μη επεξεργασμένα προϊόντα, επειδή το σάκχαρο του γάλακτος έχει ήδη αποδομηθεί.
Τα προβιοτικά (συμπληρώματα με ωφέλιμα βακτήρια που συνήθως περιέχονται στα έντερα) που περιέχουν λακτοβάκιλους μειώνουν επίσης τα συμπτώματα αλλά σε μικρότερο βαθμό από τα συμπληρώματα ενζύμων.
Ολα τα παραπάνω έχουν διαφορετική επίδραση σε διαφορετικά άτομα, ανάλογα με την ποσότητα της λακτάσης που παράγεται στο σώμα τους, τη σύνθεση των εντερικών βακτηρίων του καθενός και το ίδιο το προϊόν.
Επομένως, για να βρεθεί η κατάλληλη προσέγγιση για τη δική σας περίπτωση, μπορεί να χρειαστεί η μέθοδος της δοκιμής και σφάλματος η οποία, αν και χρονοβόρα, είναι μάλλον ασφαλής.