Τα αναψυκτικά ονομάζονται έτσι γιατί μας δροσίζουν. Σύμφωνα με το λεξικό του Μπαμπινιώτη, πρόκειται για ποτά χωρίς αλκοόλ, αεριούχα ή μη, με ευχάριστη γεύση που συνήθως πίνονται κρύα. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα αναψύχω που σημαίνει δροσίζω και υποδηλώνει το ανακουφιστικό συναίσθημα που έχουμε όταν κάνουμε κάτι ευχάριστο π.χ. ένα ταξιδάκι αναψυχής.
Ποτέ τα αναψυκτικά τύπου κόλα δεν είχαν καλό όνομα αλλά οι φρουτοχυμοί είχαν φτάσει να θεωρούνται στο παρελθόν ακόμα και ελιξίριο της καλής υγείας, Σήμερα όμως κατηγορούνται όλα αδιακρίτως ότι επιφέρουν ένα σωρό δεινά και μερικοί διατροφολόγοι δεν διστάζουν να τα χαρακτηρίσουν ως η πανούκλα της εποχής.
Οι επιστήμονες τα έχουν ανακηρύξει σε νούμερο 1 κίνδυνο της δημόσιας της δημόσιας υγείας -μαζί με τα τρανς λιπαρά– και λένε πως είναι σκάνδαλο ότι οι εταιρείες προωθούν τους εμπορικούς φρουτοχυμούς ως υγιεινά προϊόντα. Επειδή οι φρουτοχυμοί προέρχονται από φρούτα και είναι εμπλουτισμένα με βιταμίνες και ιχνοστοιχεία δεν σημαίνει ότι είναι υγιεινά, λένε. Τι κακό έχουν; Όταν δεν πρόκειται για φρουτοχυμούς διαίτης, έχουν υπερβολικά μεγάλη ποσότητα ζάχαρης. Αυτό πιστεύεται ότι παχαίνει περισσότερο και το λίπος, κάτι που ισχύει όχι μόνο για τα τύπου κόλα αλλά και για τις “-άδες” όπως και για τα ενεργειακά ποτά.
Επί πολλά χρόνια το λίπος ήταν ο διατροφικός “σατανάς”, αυτό που έφταιγε για την εκρηκτική πορεία της παχυσαρκίας. Όμως, λόγω της καμπάνιας κατά του λίπους, τα τελευταία 20 χρόνια μειώθηκε η κατανάλωση λιπαρών τροφών, τουλάχιστον ως ποσοστό επί των συνολικών θερμίδων, χωρίς αυτό να να αναχαιτίσει τις “περιφέρειες της μέσης”.
Έτσι οι ερευνητές έβαλαν στο μικροσκόπιο τη ζάχαρη και τα αναψυκτικά που αποτελούν πλέον την κορυφαία πηγή θερμίδων στις νέες ηλικίες. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, όπου υπάρχουν στοιχεία, οι έφηβοι λαμβάνουν, κατά μέσο όρο, 226 θερμίδες την ημέρα από τα αναψυκτικά.
Δεν είναι βέβαια τα αναψυκτικά τα μόνα που προσθέσουν κιλά, αλλά υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία ότι η ζημιά που κάνουν είναι μοναδική. Υπάρχουν είναι έξι ανησυχητικοί λόγοι για τους οποίους θα πρέπει να αποφεύγεις τα ζαχαρούχα αναψυκτικά.
1. Κονταίνουν τα τελομερή και επιταχύνουν τη γήρανση
Για πρώτη φορά το 2014 βρέθηκε ότι ζαχαρούχα αναψυκτικά είναι επιταχύνουν τη γήρανση γιατί κονταίνουν το μήκος των τελομερών τα οποία αποτελούν το πραγματικό ρολόι της ηλικίας. Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο βρήκαν ότι τα άτομα που καταναλώνουν 350 ml ζαχαρούχων αναψυκτικών την ημέρα έχουν πιο γερασμένα κύτταρα από τα άτομα που απέχουν από την κατανάλωσή τους. Η διαφορά δεν είναι είναι καθόλου ευκαταφρόνητη, φτάνοντας, κατά μέσο όρο, τα 4,6 χρόνια.
Τα τελομερή βρίσκονται στις άκρες των χρωμοσωμάτων και τα προστατεύουν από διάφορες βλάβες. αλλά μικραίνουν κάθε φορά που τα κύτταρα διαιρούνται κάτι που δείχνει πόσο πραγματικά έχει γεράσει το σώμα.
Οι ειδικοί υποθέτουν ότι οι μεγάλες ποσότητες ζάχαρης αυξάνουν το οξειδωτικό στρες οδηγώντας σε μια ήπια, αλλά διαρκή και γενικευμένη φλεγμονή μέσα στο σώμα.
2. Δεν αντισταθμίζουν τη πρόσληψη των θερμίδων
Όταν τα αναψυκτικά παρέχουν θερμίδες, αυτές δεν αντισταθμίζονται από αντίστοιχη μείωση της ποσότητας της τροφής από τις άλλες πηγές. Δεν παρατηρείται δηλαδή μείωση της όρεξης ανάλογη με τις θερμίδες που λαμβάνονται. Μια μελέτη βρήκε ότι η προσθήκη ζαχαρούχων αναψυκτικών στα γεύματα είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η συνολική πρόσληψη θερμίδων κατά 17%.
Ακόμη κι όταν κάποιος τρώει ανθυγιεινές τροφές, εφόσον αυτές είναι στερεές, είναι πιθανό να προκαλέσουν ισόποση μείωση θερμίδων από τις υπόλοιπες πηγές στη διάρκεια της ημέρες. Όμως με το ζαχαρούχο ποτό, ναι μεν κόβεται προσωρινά την πείνα, αλλά δεν θα αντισταθμίζεται πλήρως. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει και μεγάλη επεξεργασία της τροφής στο στομάχι με αποτέλεσμα να “ξεγελιέται” ο μηχανισμός που διατηρεί την ισορροπία μεταξύ ενεργειακής πρόσληψης και ενεργειακής δαπάνης.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα αναψυκτικά δεν μειώνουν αρκετά την γκρελίνη, την ορμόνη που προκαλεί όρεξη, ενώ μειώνουν τη λεπτίνη, την ορμόνη που δίνει σήμα κορεσμού της πείνας.
3. Περιέχουν σιρόπι καλαμποκιού το οποίο είναι πιο βλαβερό από τη ζάχαρη
Τα ζαχαρούχα αναψυκτικά έχουν περισσότερη φρουκτόζη σε σχέση με τη γλυκόζη. Αυτό συμβαίνει διότι οι εταιρείες προσθέτουν σιρόπι καλαμποκιού, το ονομαζόμενο HFCS (High Fructose Corn Syrup) το οποίο κοστίζει μόλις το ένα τρίτο της επιτραπέζιας ζάχαρης.
Στην επιτραπέζια ζάχαρη τα ποσοστά φρουκτόζης και γλυκόζης είναι 50-50 και τα μόρια είναι μεταξύ τους ενωμένα με χημικό δεσμό. Το HFCS αποτελείται από ένα μείγμα στο οποίο η συγκέντρωση της φρουκτόζης είναι τυπικά 55% και της γλυκόζης 45%, δηλαδή τα δύο μόρια δεν είναι ενωμένα μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα δεν δαπανά ενέργεια για να τα διαχωρίσει και άρα οι “καθαρές” θερμίδες που λαμβάνει είναι περισσότερες. Πέρα από αυτό, κι επειδή ακριβώς πρόκειται για μείγμα, το HFCS απορροφάται γρηγορότερα από το σώμα που σημαίνει ότι έχει υψηλότερο γλυκαιμικό δείκτη από τη ζάχαρη.
Τέλος, κάποιοι ερευνητές λένε ότι το HFCS περιέχει λόγω της επεξεργασίας του υδράργυρο, ένα μέταλλο που είναι απολύτως τοξικό για το σώμα.
4. Λιπαρό συκώτι
Όπως και το πολύ αλκοόλ, τα ζαχαρούχα ποτά κάνουν το συκώτι λιπαρό, δηλαδή αυξάνουν το λίπος μέσα στα κύτταρά του. Γι’ αυτό το αποτέλεσμα κατηγορείται κυρίως η φρουκτόζη διότι μεταβολίζεται διαφορετικά από τη γλυκόζη.
Ενώ κάθε κύτταρο του σώματος είναι σε θέση να επεξεργαστεί τη γλυκόζη, μόνο το συκώτι αναλαμβάνει αυτό το ρόλο για τη φρουκτόζη. Όταν όμως 8-9 κουταλάκια “υγρής ζάχαρης” φτάνουν με μεγάλη ταχύτητα στο αίμα, το συκώτι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο ρόλο τους μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να υπάρχουν τοξικές παρενέργειες. Ειδικά όταν οι αποθήκες γλυκογόνου είναι γεμάτες, το συκώτι αναγκάζεται να μετατρέψει τη φρουκτόζη σε λίπος. Το λιπαρό συκώτι είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα στις δυτικές χώρες και συνδέεται στενά με το μεταβολικό σύνδρομο.
Η τοξική δράση της φρουκτόζης δεν ισχύει για τα φρούτα διότι είναι αδύνατο να πάρεις τόσο πολύ φρουκτόζη από την κατανάλωσή τους και μάλιστα σε τόσο σύντομο διάστημα όπως συμβαίνει με τα αναψυκτικά. Πάντως, υπάρχει τεράστια διαφορά από άτομο σε άτομο στην ικανότητα διαχείρισης της φρουκτόζης. Τα υγιή και δραστήρια άτομα μπορούν να ανεχθούν περισσότερη ζάχαρη από αυτά που κάνουν καθιστική ζωή.
5. “Τρώνε” τα δόντια
Τα αναψυκτικά περιέχουν οξέα, όπως το φωσφορικό οξύ και ανθρακικό οξύ, τα οποία καθιστούν τα δόντια ευάλωτα στην τερηδόνα. Η ζάχαρη από μόνη της αντιδρά με τα βακτήρια της πλάκας των δοντιών (ένα κολλώδες στρώμα επικάλυψης) και παράγονται επιβλαβή οξέα, ωστόσο τα ανθρακούχα ποτά επιτείνουν το κακό.
Μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Birmingham διαπίστωσε ότι τα ανθρακούχα αναψυκτικά με ζάχαρη είναι 10 φορές πιο διαβρωτικά από τους χυμούς φρούτων, στα τρία πρώτα λεπτά της κατανάλωσή τους. Πιστεύεται ότι φταίει κυρίως το κιτρικό οξύ που προστίθεται στα ποτά τύπου κόλα για να δώσει πικάντικη γεύση – το ελαφρό τσούξιμο που νιώθεις.
Ακόμη και τα αναψυκτικά διαίτης, τα οποία δεν περιέχουν καθόλου ζάχαρη, κάνουν κακό στα δόντια λόγω του κιτρικού οξέος. Όταν καταναλώνεις κάτι όξινο, το στόμα παραμένει σε όξινο περιβάλλον για 45 λεπτά πριν επιστρέψει σε φυσιολογικό επίπεδο pH. Έτσι το σμάλτο των δοντιών διαβρώνεται ακόμα και από το ανθρακούχο νερό.
6. Μπορούν να βλάψουν τα οστά
Η ποτά τύπου κόλα μπορούν να βλάψουν τα οστά και να προκαλέσουν ακόμα και οστεοπόρωση. Αυτό συμβαίνει επειδή περιέχουν υψηλά επίπεδα φωσφορικού οξέος το οποίο δίνει μια μεταλλική γεύση.
Μελέτη από επιδημιολόγους του Πανεπιστημίου Tufts στη Βοστώνη βρήκε ότι οι γυναίκες που έπιναν καθημερινά αναψυκτικά τύπου κόλα είχαν χαμηλότερη οστική πυκνότητα στα ισχία τους από εκείνες που έπιναν μία φορά την εβδομάδα, ανεξάρτητα από την ηλικία, τη συνολική πρόσληψη ασβεστίου από τη διατροφή και από το αν κάπνιζαν ή έπιναν αλκοόλ.
Ο οστική πυκνότητα μειώνεται επειδή το σώμα προσπαθεί να διατηρήσει μια ισορροπία μεταξύ του ασβεστίου και του φωσφόρου. Έτσι όταν παίρνεις πολύ φώσφορο, απελευθερώνεται ασβέστιο από τα οστά για να διορθωθεί αυτή η ισορροπία που σημαίνει μικρότερη πυκνότητα οστών μακροχρόνια.
Οι ερευνητές δεν βρήκαν αυτό το αποτέλεσμα για όλα τα ανθρακούχα ποτά. Είναι πιθανό η καφεΐνη -η οποία έχει συνδεθεί με κίνδυνο χαμηλότερη οστική πυκνότητα- να συμβάλει σ’ αυτήν την επίδραση.
Πηγή: the Body