Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι η υπερβολική παραγωγή ινσουλίνης, μιας ορμόνης που παράγεται από το πάγκρεας όταν τρώμε κυρίως υδατάνθρακες, προκαλεί αύξηση του σωματικού λίπους και παχυσαρκία.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό δεν είναι απολύτως ξεκάθαρος ωστόσο είναι γνωστό ότι η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που αποθηκεύει το λίπος.
Η λειτουργία της ινσουλίνης
Είναι γνωστό ότι στους υγιείς ανθρώπους το σώμα καίει πρώτα τους υδατάνθρακες ενός γεύματος και μετά το λίπος. Ύστερα από ένα συνηθισμένο γεύμα, το σώμα καίει σχεδόν αποκλειστικά γλυκόζη ενώ το λίπος οδηγείται προς αποθήκευση. Αυτό ρυθμίζεται από τη δράση της ινσουλίνης.
Η γλυκόζη της τροφής και ορισμένα αμινοξέα διεγείρουν την έκκριση ινσουλίνης μετά από ένα γεύμα. Η ινσουλίνη προωθεί την είσοδο της γλυκόζης στα μυϊκά κύτταρα ενώ το λίπος προωθείται για αποθήκευση στα λιποκύτταρα. Συγχρόνως, η ινσουλίνη καταστέλλει τη λιπόλυση, δηλαδή την έξοδο των λιπαρών οξέων από τις αποθήκες τους.
Όταν περάσουν μερικές ώρες από το γεύμα, υπάρχει μια αντίθετη διαδικασία. Η γλυκόζη έχει μειωθεί στο αίμα με συνέπεια να μειώνεται και η ινσουλίνη. Αυτό κάνει το πάγκρεας να παράγει μια άλλη ορμόνη, τη γλυκαγόνη, η οποία προκαλεί λιπόλυση. Ως αποτέλεσμα, 8-10 ώρες μετά από το γεύμα, το σώμα καίει κατά 80% λίπος και κατά 20% γλυκόζη.
Πως όμως η ινσουλίνη καθορίζει αν το σώμα θα κάψει υδατάνθρακες ή λίπος; Ρυθμίζοντας τη δραστηριότητα δύο ενζύμων: της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης και της ορμονοευαίσθητες λιπάσης.
Το λίπος δεν κυκλοφορεί στο αίμα από μόνο του αλλά μεταφέρεται επάνω σε πρωτεΐνες. Tο σύμπλεγμα των λιπών και των πρωτεϊνών ονομάζονται λιποπρωτεΐνες. Κυκλοφορώντας οι λιποπρωτεΐνες στο αίμα, περνούν από τα τριχοειδή αιμοφόρα αγγεία όπου υπάρχουν στην επιφάνειά τους (στα ενδοθηλιακά κύτταρα) ένζυμα που λέγεται λιποπρωτεϊνικές λιπάσες (LPL). Τα ένζυμα αυτά απελευθερώνουν το λίπος από τις λιποπρωτεΐνες, και στη συνέχεια το λίπος εισέρχεται στα γειτονικά κύτταρα είτε για να καεί είτε για να αποθηκευτεί. Η ινσουλίνη ρυθμίζει τη δραστηριότητα των LPL. Ενεργοποιεί τις λιποπρωτεϊνικές λιπάσες που βρίσκονται στον λιπώδη ιστό και απενεργοποιεί αυτές που βρίσκονται στον μυικό ιστό. Αυτό έχει ως συνέπεια να αποθηκεύεται το λίπος αντί να καίγεται υπό την παρουσία της ινσουλίνης.
Όταν έχουν περάσει κάποιες ώρες από το γεύμα και η ινσουλίνη έχει μειωθεί στο αίμα, η γλυκαγόνη διεγείρει τη δράση των ενζύμων που ονομάζονται ορμονοευαίσθητες λιπάσες ή HSL (Hormone-sensitive lipase) και βρίσκονται μέσα στα λιποκύτταρα. Τα ένζυμα αυτά διασπούν τα τριγλυκερίδια των λιποκυττάρων και το λίπος εξέρχεται στην κυκλοφορία αίματος για να αποτελέσει καύσιμο.
Οι υδατάνθρακες
Τι αποδείξεις υπάρχουν ότι η ινσουλίνη πράγματι παχαίνει; Δυστυχώς, δεν έχουν γίνει πολλές έρευνες γύρω από αυτό το θέμα διότι οι διατροφολόγοι κατηγορούσαν για πολλά χρόνια το λίπος ως αιτία της παχυσαρκίας και δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι οι υδατάνθρακες μπορεί στην πραγματικότητα να είναι πιο παχυντικοί. Επειδή οι υδατάνθρακες ανεβάζουν την ινσουλίνη στο αίμα και όχι το λίπος, η έρευνα γύρω από την ινσουλίνη δεν ήταν ιδεολογικά ευχάριστη. Όμως υπάρχουν τα στοιχεία που δείχνουν ότι η ινσουλίνη έχει παχυντικό αποτέλεσμα.
Για παράδειγμα, έχει διαπιστωθεί ότι κάποια άτομα που λαμβάνουν θεραπεία με ινσουλίνη αυξάνουν το βάρος τους. Μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2008 στο περιοδικό The New England Journal of Medicine και αφορούσε διαβητικούς έδειξε ότι όσοι έκαναν εντατική θεραπεία με ινσουλίνη κέρδισαν περίπου 3,5 κιλά μέσα σε περίπου τρία χρόνια.
Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι ορισμένα αντιδιαβητικά φάρμακα που μειώνουν τη γλυκόζη, μειώνουν επίσης και το σωματικό βάρος. Σε μια τέτοια μελέτη, 3,700 υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα λάμβαναν καθημερινά είτε το φάρμακο Victoza (λιραγλουτίδη), το οποίο ρίχνει τη γλυκόζη, είτε ένα εικονικό φάρμακο. Όλα τα άτομα ακολουθούσαν μια δίαιτα που παρείχε 500 θερμίδες λιγότερες από το κανονικό. Το 66% όσων λάμβαναν λιραγλουτίδη έχασαν 5% του βάρους τους ενώ το 30% έχασε το 10% του βάρους. Η απώλεια κιλών στην άλλη ομάδα ήταν αρκετά μικρότερη.
Τέλος, ένα πείραμα το 2012 σε ποντίκια έδειξε ότι πράγματι η χορήγηση ινσουλίνης προσθέτει κιλά. Ο James Johnson, επίκουρος καθηγητής φυσιολογίας χορήγησε σε δύο ομάδες ποντικών μια διατροφή με πολλά λιπαρά. Τη μια ομάδα αποτελούσαν φυσιολογικά ποντίκια και την άλλη ποντίκια που μπορούσαν να παράγουν μισή από την φυσιολογική ποσότητα ινσουλίνης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα φυσιολογικά ζώα έγιναν υπέρβαρα ενώ αυτά που δεν παρήγαγαν αρκετή ινσουλίνη διατήρησαν το βάρος τους.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι υδατάνθρακες παχαίνουν επειδή αυξάνουν την έκκριση ινσουλίνης. Αν τρώτε πολλούς υδατάνθρακες, και άρα έχετε υψηλά επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα, δεν αφήνετε το σώμα σας να κάψει λίπος. Με τα επίπεδα της ινσουλίνης υψηλά στο αίμα, το αποθηκευμένο λίπος δεν μπορεί να κυκλοφορήσει εύκολα στο αίμα γιατί καταστέλλεται η λιπόλυση. Έτσι λιγότερη ενέργεια είναι διαθέσιμη και πεινάτε περισσότερο. Πίσω όμως από τις παραπανίσιες θερμίδες που λαμβάνετε λόγω της αυξημένης πείνας βρίσκεται η ινσουλίνη.
Η λιποπρωτεϊνική λιπάση
Η υπερβολική έκκριση ινσουλίνης πράγματι παχαίνει επηρεάζοντας τα ένζυμα του σώματος, και αυτό εξηγεί ορισμένα άλλα φαινόμενα, όπως π.χ. το γεγονός ότι οι άνθρωποι παχαίνουν τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής τους και ότι άνδρες και γυναίκες τοποθετούν το λίπος σε διαφορετικά μέρη του σώματός τους.
Είναι γνωστό ότι τα οιστρογόνα μειώνουν το σωματικό λίπος. Ο λόγος είναι ότι εμποδίζουν τη δραστηριότητα των ενζύμων LPL στο λιπώδη ιστό, δηλαδή εμποδίζουν την αποθήκευση του λίπους. Όσο πιο πολλά οιστρογόνα έχει μια γυναίκα, τόσο λιγότερο λίπος αποθηκεύει. Αντίθετα, μια γυναίκα που έχει αφαιρέσει τις ωοθήκες της ή έχει περάσει στην εμμηνόπαυση, συνήθως κερδίζει κιλά – το ίδιο συμβαίνει στα θηλυκά ζώα που τους αφαιρούνται οι ωοθήκες. Τα ζώα ασφαλώς παχαίνουν γιατί τρώνε περισσότερο αλλά αυτό που τα ωθεί να καταναλώσουν περισσότερες θερμίδες είναι ότι αποθηκεύουν το λίπος αντί να το καίνε, κάτι που οδηγεί σε αυξημένη πείνα.
Η δράση των ενζύμων LPL μπορεί να εξηγήσει γιατί άνδρες και γυναίκες έχουν διαφορετική κατανομή λίπους στο σώμα τους. Στους άνδρες, η δραστηριότητα αυτών των ενζύμων είναι αυξημένη στη κοιλιά ενώ στις γυναίκες είναι αυξημένη στους μηρούς. Επίσης, ένας λόγος που οι άνδρες παχαίνουν με τα χρόνια είναι ότι μειώνεται η παραγωγή της τεστοστερόνης – η τεστοστερόνη αυξάνει τη δραστηριότητα των LPL στη μέση των ανδρών. Οι γυναίκες επίσης βάζουν λίπος στη μέση τους κατά την εγκυμοσύνη διότι αυξάνεται η δράση αυτών των ενζύμων σ’ αυτήν την περιοχή.