Λέμφωμα είναι ο καρκίνος που εμφανίζεται στο τμήμα του ανοσοποιητικού συστήματος που λέγεται λεμφικό σύστημα.
Το λεμφικό σύστημα περιλαμβάνει τα λεμφαγγεία, που διακλαδώνονται στον οργανισμό όπως τα αιμοφόρα αγγεία, καθώς και μικρά οργανίδια που διατάσσονται κατά μήκος αυτού του δικτύου και ονομάζονται λεμφαδένες.
Μέσα στα λεμφαγγεία κυκλοφορεί η λέμφος, ένα άχρωμο υδαρές υγρό που περιέχει κύτταρα της άμυνας του οργανισμού, τα λεμφοκύτταρα. Οι λεμφαδένες σχηματίζουν ομάδες στις μασχάλες, στον τράχηλο, στο θώρακα, στη βουβωνική χώρα και στην κοιλιά. Μέρος του λεμφικού συστήματος είναι και ο σπλήνας, ο θύμος αδένας, οι αμυγδαλές και ο μυελός των οστών.
Η διόγκωση των λεμφαδένων (λεμφαδενοπάθεια) εμφανίζεται συνήθως σε λοιμώξεις και οφείλεται στην αύξηση ορισμένου είδους λευκών αιμοσφαιρίων (λεμφοκυττάρων) που χρειάζονται, για να καταπολεμήσουν τη λοίμωξη.
Άλλες αιτίες διόγκωσης των λεμφαδένων είναι οι αυτοάνοσες παθήσεις, όπως ο λύκος, και ορισμένοι καρκίνοι, όπως οι λευχαιμίες και τα λεμφώματα. Αν υπάρχει υποψία καρκίνου, μπορεί να γίνει βιοψία λεμφαδένα, για να εξεταστεί ιστολογικά για καρκινικά κύτταρα. Όταν η αιτία της διόγκωσης λεμφαδένων είναι ο καρκίνος, οι αδένες τυπικά δεν είναι επώδυνοι, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να είναι.
Αν και το λέμφωμα μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε ηλικία, προσβάλλει συχνότερα άτομα μεγαλύτερα των 50 ετών.
Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν διογκωμένους λεμφαδένες οι οποίοι συνήθως δεν είναι επώδυνοι, πυρετό, εφιδρώσεις, φαγούρα, απώλεια βάρους και αίσθημα κόπωσης. Οι εφίδρωσεις είναι πιο κοινές τη νύχτα.
Αιτίες
Το λέμφωμα είναι ένας τύπος καρκίνου που μπορεί να αναπτυχθεί όταν προκύψει σφάλμα στον τρόπο παραγωγής ενός λεμφοκυττάρου. Αυτό μπορεί να συμβεί σε έναν λεμφαδένα ή οπουδήποτε αλλού απαντάται λεμφικός ιστός, δηλαδή σχεδόν παντού, και με αφετηρία αυτό το σημείο να επεκταθεί σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος.
Το σφάλμα οδηγεί σε ένα μη φυσιολογικό κύτταρο που λόγω του ανεξέλεγκτου, μη φυσιολογικού πολλαπλασιασμού του με μεγάλη ταχύτητα καθίσταται καρκινικό.
Ορισμένοι ιοί, όπως ο HTLV-1, έχουν συσχετιστεί με το λέμφωμα αλλά και πιο κοινοί ιοί όπως ο Epstein-Barr που προκαλεί λοιμώδη μονοπυρήνωση σχετίζονται με μια σπανιότερη μορφή λεμφώματος, το λέμφωμα Burkitt, που απαντάται κυρίως σε χώρες της Αφρικής. Το 2013 μια μελέτη έδειξε για πρώτη φορά σχέση ανάμεσα στα βακτήρια του εντέρου και την εμφάνιση λεμφώματος.
Μέχρι στιγμής δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια ποια είναι η αιτία του λεμφώματος και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται για κληρονομικη ασθένεια.
Ορισμένοι κοινοί παράγοντες φαίνονται να επηρεάζουν τον κίνδυνο εμφάνισης. Η ασθένεια είναι πιο συχνή σε άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, καθώς και σε άτομα που εκτίθενται σε περιβαλλοντικά καρκινογόνα, φυτοφάρμακα, ζιζανιοκτόνα, ιούς και βακτήρια.
Το λέμφωμα παρουσιάζει πολλές υποκατηγορίες που έχουν διαφορετική επιθετικότητα και ταξινομούνται ανάλογα με την εικόνα των καρκινικών κυττάρων στο μικροσκόπιο. Γενικά διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τη νόσο Hodgkin (Χόντζκιν) και τη νόσο μη Hodgkin.
Θεραπεία
Οι πρόσφατες εξελίξεις της τεχνολογίας και των διαθέσιμων θεραπειών κάνουν την αντιμετώπιση του λεμφώματος ολοένα και πιο ελπιδοφόρα.
Ορισμένες μορφές της νόσου θεραπεύονται πλήρως, ενώ άλλες ελέγχονται επαρκώς, ώστε η ποιότητα ζωής των ασθενών να μην επηρεάζεται αρνητικά.
Η ιατρική αντιμετώπιση του λεμφώματος γίνεται από αιματολόγους και σε ορισμένες περιπτώσεις από ογκολόγους γιατρούς.
Στα συμβατικά όπλα αντιμετώπισης των λεμφωμάτων, όπως η χημειοθεραπεία και η ακτινοβολία, προστέθηκαν τα τελευταία χρόνια η χρήση μονοκλωνικών αντισωμάτων (ανοσοθεραπεία) και βιολογικών παραγόντων, καθώς και η ανοσοραδιοθεραπεία.