Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Public Health, το διαζύγιο δεν βλάπτει την υγεία, με την προϋπόθεση κάποιος/α φτιάχνει ξανά τη ζωή του. Αυτό δείχνει η παρακολούθηση χιλιάδων ζευγαριών που μετά το διαζύγιο βρήκαν νέο/νέα σύντροφο.
Τη μελέτη πραγματοποίησαν ερευνητές από το University College του Λονδίνου και την Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής (LSHTM).
Ο επικεφαλής ερευνητής Γιώργος Πλουμπίδης, λέκτορας Κοινωνικής Επιδημιολογίας, είπε ότι εξεπλάγη από τα ευρήματα αυτά, τα οποία αντιτίθενται σε εκείνα προγενέστερων μελετών.
“Πολυάριθμες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι οι παντρεμένοι έχουν καλύτερη υγεία από τους ανύπαντρους. Ωστόσο, η έρευνά μας δείχνει ότι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι οποίοι ζουν μαζί χωρίς γάμο ή είχαν την εμπειρία διαζυγίου και του χωρισμού, στην πραγματικότητα έχουν παρόμοια επίπεδα υγείας με τους παντρεμένους”, είπε ο Πλουμπίδης.
“Προηγούμενη έρευνα έχει δείξει ότι οι άνδρες βιώνουν μια αρχική πτώση μετά το διαζύγιο, αλλά βρήκαμε ότι μακροπρόθεσμα τείνουν να επανέλθουν στην κατάσταση της υγείας όπως ήταν πριν από το διαζύγιο. Παραδόξως, οι άνδρες που χώρισαν και δεν έκαναν στη συνέχεια γάμο, ήταν λιγότερο πιθανό να υποφέρουν από ασθένειες που σχετίζονται με το διαβήτη σε σχέση με εκείνους που ήταν παντρεμένοι”.
Συμβίωση και γάμος παρέχουν ίδια υγεία
Η μελέτη αφορούσε περισσότερους από 10.000 Βρετανούς οι οποίοι γεννήθηκαν το 1958. Είναι η πρώτη που διερευνά τις σχέσεις μεταξύ γάμου και υγείας σε ένα τόσο μεγάλο δείγμα του πληθυσμού το οποίο είχε υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις.
Την καλύτερη υγεία απ’ όλους στην μέση ηλικία (ηλικίες 44-46 ετών) είχαν τα ζευγάρια που παντρεύτηκαν στα 20 ή στα 30 τους και παρέμειναν παντρεμένα.
Οι άνδρες και οι γυναίκες που δεν είχαν ποτέ παντρευτεί ή ζήσει με σύντροφο, είχε τη χειρότερη υγεία στη μέση ηλικία, με υψηλότερη πιθανότητα καταστάσεων που σχετίζονται με το διαβήτη τύπου 2, τα καρδιαγγειακά και αναπνευστικά προβλήματα.
Όσοι από αυτούς παντρεύτηκαν, χώρισαν και δημιούργησαν ξανά μόνιμες σχέσεις δεν υστερούσαν ιδιαίτερα σε υγεία, σε σχέση με τους παντρεμένους που δεν χώρισαν ποτέ.
Υπήρχαν μάλιστα και μερικοί άντρες οι οποίοι παρότι ουδέποτε παντρεύτηκαν, είχαν παρόμοια επίπεδα υγείας με τους παντρεμένους – ακόμα ένα εύρημα που αντικρούει τις προηγούμενες μελέτες.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η σταθερή συμβίωση, υπό όποιες συνθήκες κι αν γίνεται, υποδηλώνει παρόμοια έκβαση της υγείας στην μέση ηλικία.
Αρκετοί παράγοντες μπορεί να εξηγούν τη σχέση μεταξύ οικογενειακής κατάστασης και υγείας. Ένας σύντροφος μπορεί να επηρεάσει την υγεία του άλλου συντρόφου, ενθαρρύνοντας τον να γυμνάζονται περισσότερο ή επειδή παρέχει υποστήριξη στις δύσκολες στιγμές. Το εισόδημα ενός ζευγαριού επίσης φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην υγεία.