Η έμμηνος ρύση (περίοδος), η εγκυμοσύνη και η εμμηνόπαυση μπορεί να επηρεάσουν την ποιότητα του ύπνου των γυναικών. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας μεταβολών στα επίπεδα των γυναικείων ορμονών, όπως στα οιστρογόνα και στην προγεστερόνη.
Κατά τη διάρκεια του εμμηνορρυσιακού κύκλου μετά την ωορρηξία αυξάνεται η ορμόνη προγεστερόνη, κάτι που μπορεί να προκαλεί υπνηλία ή κούραση. Τα επίπεδα προγεστερόνης κορυφώνονται κατά την 19η – 21η ημέρα του κύκλου και στη συνέχεια αρχίζουν να πέφτουν. Κατά τη διάρκεια των χαμηλών αυτών τιμών μπορεί να δυσκολεύεται μια γυναίκα να κοιμηθεί. Ορισμένες γυναίκες την εβδομάδα πριν την έμμηνο ρύση εμφανίζουν το προεμμηνορρυσιακό σύνδρομο (PMS) κατά το οποίο μπορεί να υποφέρουν από αϋπνία καθώς και από υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Οι διαταραχές στον ύπνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θεωρούνται συνηθισμένες, ιδιαίτερα όσο προχωρά η κύηση. Στο πρώτο τρίμηνο εμφανίζεται υπνηλία ως αποτέλεσμα των υψηλών επιπέδων προγεστερόνης. Στο τελευταίο τρίμηνο της εγκυμοσύνης η σωματική δυσφορία, οι κράμπες, οι καούρες και η συχνοουρία μπορεί να διαταράξουν τον ύπνο. Ορισμένες έγκυες αναπτύσσουν σύνδρομο ανήσυχων ποδιών, το οποίο υποχωρεί συνήθως μετά τη γέννα. Ο ύπνος συνεχίζει συνήθως να είναι διακεκομμένος και μετά τον τοκετό λόγω της ανάγκης φροντίδας του βρέφους κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Οι γυναίκες αναφέρουν τα περισσότερα προβλήματα ύπνου κατά την εμμηνόπαυση. Τα μεταβαλλόμενα και μειωμένα επίπεδα οιστρογόνων μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα που δυσκολεύουν τον ύπνο, όπως είναι οι εξάψεις. Το ροχαλητό είναι συνηθέστερο και πιο έντονο στις γυναίκες που βρίσκονται σε κλιμακτήριο.
Η άπνοια του ύπνου θεωρείται σπανιότερη στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες, αλλά παρ’ όλα αυτά συμβαίνει και συνήθως παραμένει χωρίς διάγνωση.