Πριν μερικούς αιώνες, ο φόβος για τη μαύρη μαγεία οδήγησε στο κυνήγι μαγισσών και σε εκτελέσεις δεκάδων χιλιάδων γυναικών σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και κυρίως στη Γαλλία, τη Γερμανία και τη βόρεια Ιταλία.
Πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε η Ιερά Εξέταση που είχε δημιουργηθεί τον 13ο αιώνα από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους υπήρχε η απέχθεια κατά των μαγισσών. Αλλά οι δίκες εγκαινιάστηκαν μόλις το 1484. Εκείνη τη χρονιά, ο Πάπας Ιννοκέντιος Η εξέδωσε ένα διάταγμα, που καταδίκαζε τη μαγεία και εξουσιοδότησε δύο ιεροεξεταστές, τον Γιάκομπ Σπρένγκερ και τον Χάινριχ Κρέμερ, να την πατάξουν. Αυτοί οι δύο έγραψαν ένα βιβλίο με τίτλο Malleus Maleficarum (Το Σφυρί των Μαγισσών) το οποίο ήταν ένα εγχειρίδιο αναγνώρισης μαγισσών. Με την τυπογαφία που είχε ανακαλυφθεί πριν λίγα χρόνια, το βιβλίο διανεμήθηκε σε όλη την Ευρώπη και παρείχε οδηγίες για το πώς μπορούσε κανείς να ανακαλύψει μια μάγισσα. Συνιστούσε βασανιστήρια για να αποσπαστεί η ομολογία της και κάψιμο για να βγει ο δαίμονας από μέσα της.
Ως αποτέλεσμα του βιβλίου εξαπολύθηκαν εκτεταμένα κυνήγια μαγισσών τα οποία πήραν διαστάσεις μετά την προτεσταντική επανάσταση. Ο ίδιος ο Λούθηρος συνιστούσε οι μάγισσες να θανατώνονται με λιγότερο οίκτο από τους κοινούς εγκληματίες. Οι δίκες των μαγισσών κράτησαν από το 1450 μέχρι το 1750 αλλά η μανία είχε ουσιαστικά τελειώσει γύρω στο 1650.
Θεωρήθηκε ότι οι μάγοι και οι μάγισσες εκείνης της εποχής ήταν πάρα πολλοί και απειλούσαν την εκκλησία. “Αυτού του είδους οι άνθρωποι έχουν πληθύνει εκπληκτικά τα τελευταία χρόνια”, έγραφε ένας Επίσκοπος τo 1559. “Ο κόσμος είναι γεμάτος μάγισσες. Έχουν κατακλύσει κάθε τόπο και σύντομα θα κυριεύσουν ολόκληρη τη Γη”, ισχυριζόταν ένας δικαστής το 1602.
Η μαγεία και τα θαύματα ήταν αποκλειστικό έργο του Θεού και της εκκλησίας, συνεπώς αν κάποιος άλλος έκανε μάγια, αυτό ήταν έργο του διαβόλου. Πιστευόταν ότι γυναίκες μυούνταν στη μαύρη μαγεία μέσω τελετών που γίνονταν τα Σάββατα σε περίεργα μέρη όπως τα νεκτροταφεία. Οι τελετές περιελάμβαναν λατρεία του πορτρέτου του Σατανά, φτύσιμο της Βίβλου, κατάρες στο σταυρό και όργια ανάμεσα στις γυναίκες και το διάβολο. Οι μάγισσες ήταν μαριονέτες του Σατανά για τον οποίο υπήρχε ο φόβος ότι ίσως είχε γίνει πιο ισχυρός από το Θεό.
Από τον 15ο έως και τον 18ο αιώνα σε όλη την Ευρώπη, άρχισαν να θανατώνονται μαζικά οι γυναίκες ως μάγισσες. Είναι δύσκολο να βρεθούν στοιχεία για το πόσες εκτελέστηκαν αλλά μπορεί να ήταν πάνω από 200.000. Στην Αγγλία η μαγεία άρχισε να τιμωρείται με θάνατο το 1532. Σ’ αυτή τη χώρα, από τις αρχές του 16ου μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, το ένα τέταρτο των δικών που αφορούσαν ποινικά αδικήματα ήταν δίκες μαγισσών κατά τις οποίες οι περισσότερες κατηγορούμενες θανατώθηκαν.
Οι κυνηγοί μαγισσών ταξίδευαν από χωριό σε χωριό μαζί με γιατρούς, διοικητικούς υπαλλήλους, μέλη του κλήρου και δήμιους. Εξέταζαν όσες κατηγορούνταν, τις βασάνιζαν και έβγαζαν το πόρισμα. Για τη στήριξη της κατηγορίας δεν χρειάζονταν ιδιαίτερα πειστικές αποδείξεις και η κατηγορούμενη δεν είχε ελπίδα απαλλαγής. Το χωριό ήταν υποχρεωμένο να παρίσταται στη δίκη-θέαμα, και στο μεγάλο γεγονός που ακολουθούσε, τη δημόσια εκτέλεση δι’ απαγχονισμού ή μέσω της πυράς.
Πώς γινόταν η ανακάλυψη μιας μάγισσες; Οι κυνηγοί μαγισσών έδεναν τις γυναίκες και τις έριχναν σε «αγιασμένο» κρύο νερό. Αν βούλιαζαν ήταν αθώες και ανασύρονταν. Αν επέπλεαν ήταν μάγισσες και είτε εκτελούνταν επί τόπου είτε δικάζονταν. Άλλες ύποπτες τις ζύγιζαν επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι οι μάγισσες είχαν ελάχιστο ή καθόλου βάρος. Μια άλλη δοκιμασία περιλάμβανε την αναζήτηση για «το σημάδι του Διαβόλου. Ξύριζαν εντελώς την ύποπτη και εξέτασαν το σώμα της δημοσίως. Έπειτα έμπηγαν μια βελόνα σε όλα τα σημάδια, εξογκώματα και ουλές που τυχόν υπήρχαν. Αν δεν προκαλούνταν πόνος ή αιμορραγία, αυτό θεωρούνταν σημάδι του Σατανά.
Τα βασανιστήρια ήταν μέρος της διαδικασίες. Οι κυνηγοί μαγισσών έχωναν βελόνες κάτω από τα νύχια των γυναικών και έκαιγαν τα πόδια τους για να ομολογήσουν τα όργια με δαίμονες. Στο Malleus Malificarum αναφέρεται: “Κάθε μαγεία προέρχεται από το σαρκικό πόθο, ο οποίος στις γυναίκες είναι ακόρεστος”.
Πάνω από το 85% των κατηγορουμένων ήταν γυναίκες, ιδίως χήρες, που συνήθως δεν είχαν κάποιον να τις υπερασπιστεί. Συνήθως οι μάγισσες ήταν θεραπεύτριες π.χ. μαίες, οι οποίες χρησιμοποιούσαν βότανα και διάφορα ξόρκια. Κατηγορούνταν όμως ότι στην πραγματικότητα εμπόδιζαν τους άντρες να τεκνοποιήσουν και τις γυναίκες να επιτύχουν εγκυμοσύνη. Οι περισσότεροι άντρες που εκτελούντααν ήταν σύζυγοι των μαγισσών.
Τα άτομα που θεωρούνταν μάγισσες ή μάγοι κατηγορούνταν για κάθε λογής συμφορές, π.χ. ότι προξενούσαν παγετό και έφερναν μάστιγες από σαλιγκάρια και κάμπιες για να καταστρέψουν τους σπόρους και τους καρπούς της γης.
Με τον καιρό, άρχισε να πρυτανεύει η λογική και στα μέσα του 17ου αιώνα η μανία άρχισε να παίρνει τέλος. Το 1631, για παράδειγμα, ο Φρίντριχ Σπέε, ένας Ιησουίτης ιερέας ο οποίος είχε συνοδεύσει στην πυρά πολλές γυναίκες που καταδικάστηκαν για μαγεία, έγραψε ότι κατά την άποψή του καμία δεν ήταν ένοχη. Προειδοποίησε μάλιστα ότι, αν το κυνήγι μαγισσών συνεχιζόταν αμείωτο, ο τόπος θα άδειαζε από γυναίκες!
Κάτι που βοήθησε ήταν και η πρόοδος της επιστήμης. Για παράδειγμα, οι γιατροί άρχισαν να αναγνωρίζουν ότι οι επιληπτικές κρίσεις οφείλονταν σε προβλήματα υγείας και όχι σε δαιμονοληψία όπως πιστευόταν. Έτσι, σιγά-σιγά οι δίκες μειώθηκαν αισθητά και τελικά κόπασαν το 18ο αιώνα. Στα μέσα του αιώνα αυτού η μαγεία έπαψε να αποτελεί έγκλημα στην Ευρώπη ωστόσο πολλές γυναίκες θεωρούνταν τώρα ότι πάσχουν από μια νέα μυστηριώδη “ασθένεια”, την υστερία.