Η μεγάλη κατανάλωση αλατιού μπορεί να παχαίνει, ανεξάρτητα από τις θερμίδες που καταναλώνει κανείς, σύμφωνα με μία νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Hypertension.
Αν και είναι άγνωστο το γιατί συμβαίνει αυτό, η μελέτη υποδεικνύει ότι μια δίαιτα με στόχο την απώλεια κιλών δεν πρέπει να περιέχει πολύ αλάτι.
Βρετανοί ερευνητές με επικεφαλής τον δρα Γκρέιαμ ΜακΓκρέγκορ, καθηγητή Καρδιαγγειακής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου βρήκαν ότι για κάθε 1 επιπλέον γραμμάριο αλατιού που τρώει κάποιος κάθε μέρα, ο κίνδυνος παχυσαρκίας αυξάνεται κατά 25%.
Είναι γνωστό ότι το πολύ αλάτι αυξάνει τον κίνδυνο υπέρτασης, αλλά είναι η πρώτη φορά που μια μελέτη το συσχετίζει και με το σωματικό βάρος.
Η μελέτη βασίσθηκε στην ανάλυση στοιχείων που αφορούσαν 458 παιδιά ηλικία 6-14 ετών και 785 ενήλικες ηλικίας 32-66 ετών, που συμπλήρωναν επί τέσσερις ημέρες ένα αναλυτικό ερωτηματολόγιο διατροφής και υποβλήθηκαν σε 24ωρη καταγραφή των ούρων τους.
Τα στοιχεία έδειξαν ότι η περιεκτικότητα των ούρων σε νάτριο (συστατικό του αλατιού) ήταν υψηλότερη σε όσους ήσαν παχύσαρκοι ή υπέρβαροι. Συγχρόνως, όσο υψηλότερη ήταν η περιεκτικότητα αλατιού στη διατροφή, τόσο αυξανόταν ο κίνδυνος να έχει κάποιος παραπανίσια κιλά.
H δίαιτα δεν πρέπει να περιέχει πολύ αλάτι
Για κάθε επιπλέον γραμμάριο αλατιού στη διατροφή, ο κίνδυνος παχυσαρκίας αυξανόταν κατά 28% στα παιδιά και κατά 26% στους ενήλικες. Οι ερευνητές έλαβαν υπ’ όψιν και άλλους παράγοντες κινδύνου για παχυσαρκία, όπως η ημερήσια πρόσληψη θερμίδων, το επίπεδο της σωματικής δραστηριότητας, το φύλο, το οικογενειακό εισόδημα κ.ά.
Η μελέτη υποδηλώνει ότι «το αλάτι αποτελεί δυνητικό παράγοντα κινδύνου παχυσαρκίας, ανεξάρτητα από την πρόσληψη θερμίδων», γράφουν οι ειδικοί.
Γράφουν επίσης πως δεν ξέρουν με ποιον ακριβώς μηχανισμό το αλάτι μπορεί να επηρεάζει το σωματικό βάρος και συνεχίζουν την έρευνα για να εξακριβώσουν το μηχανισμό. Αν όμως το συμπέρασμά τους ισχύει, μια αποτελεσματική δίαιτα πρέπει να δίνει σημασία καισ τη μείωση του αλατιού, όχι μόνο στις μειωμένες θερμίδες.