Η Μαριάννα είναι ένα χαριτωμένο κοριτσάκι τεσσάρων ετών. Είναι το μοναδικό παιδί της οικογένειας και ζει σε ένα αρμονικό οικογενειακό περιβάλλον χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Ο μπαμπάς της είναι δικηγόρος και λείπει από το σπίτι πολλές ώρες την ημέρα ενώ η μαμά της δεν δουλεύει και ασχολείται με τα οικιακά. Αν και την υπεραγαπούν, οι γονείς της είναι απελπισμένοι μαζί της. Περιγράφουν τη Μαριάννα ως ένα πολύ δύσκολο παιδί, το οποίο απαιτεί από τους ενήλικες που ασχολούνται μαζί της ένα σημαντικό απόθεμα δύναμης, υπομονής και αντοχής.
Ξεκινά τη μέρα της κάνοντας θόρυβο και από τότε που ο πατέρας της τόνισε πόσο ενοχλητικό είναι αυτό, ανοίγει την τηλεόραση στο τέρμα κάθε πρωί. Γκρινιάζει καθ’ όλη τη διάρκεια του πρωινού γιατί τίποτα δεν της αρέσει και αρνείται να ντυθεί, ιδιαίτερα όταν οι γονείς της δείχνουν να βιάζονται. Ζητά διαρκώς να ασχολούνται μαζί της και όταν δεν το πετυχαίνει, κλαίει με λυγμούς. Όταν θυμώνει, πετάει πράγματα και φωνάζει με όλη της τη δύναμη. Απαιτεί να ικανοποιούνται οι επιθυμίες της αμέσως και συνεργάζεται με τους γονείς της μόνο με την υπόσχεση κάποιας ανταμοιβής. Όσον αφορά τις σχέσεις της με τ’ άλλα παιδιά, παίζει μαζί τους μόνο όσο αυτά κάνουν ό,τι τους λέει. Η Μαριάννα είναι ένα παιδί με εναντιωτική προκλητική διαταραχή.
Νηπιακή ηλικία και συμπεριφορά
Η νηπιακή ηλικία είναι περίοδος ραγδαίων αλλαγών σε όλους τους τομείς ανάπτυξης του παιδιού, με αποτέλεσμα την εμφάνιση πολλών νέων μορφών συμπεριφοράς. Το παθητικό και εξαρτημένο βρέφος μετατρέπεται με γρήγορους ρυθμούς σε ένα ενεργητικό και υπερδραστήριο νήπιο, το οποίο, εξοπλισμένο με νέα εφόδια στον κινητικό, γνωστικό και γλωσσικό τομέα, προσπαθεί να ελέγξει το περιβάλλον του και να επιβάλει τη θέληση του. Σ’ αυτή την ηλικία το νήπιο χαρακτηρίζεται από αυξημένη τάση για αυτάρκεια, αυτονομία και ανάληψη πρωτοβουλιών.
Η προσπάθεια των γονέων να χειριστούν αποτελεσματικά αυτές τις νέες μορφές συμπεριφοράς και να οριοθετήσουν την αυξημένη τάση για ανεξαρτητοποίηση του παιδιού καταλήγει πολλές φορές σε συγκρούσεις. Οι συγκρούσεις αυτές μπορεί να εκδηλωθούν με πείσμα, ανυπακοή, αρνητισμό και αντιδραστική συμπεριφορά εκ μέρους του παιδιού σας και με έντονες παρατηρήσεις, απαγορεύσεις και επιβολή τιμωριών εκ μέρους των γονέων.
Ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς θα ερμηνεύσουν και θα αντιμετωπίσουν την αντιδραστική συμπεριφορά του παιδιού έχει εξέχουσα σημασία τόσο για την ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη όσο και για την κοινωνική του προσαρμογή. Η μορφή που θα πάρουν οι αλληλεπιδράσεις του νηπίου με τους γονείς του αυτή την περίοδο θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό κατά πόσο το παιδί θα εξελιχθεί σε ένα άτομο αυτόνομο, με ικανότητα αυτοελέγχου ή σε ένα άτομο με περιορισμένες δυνατότητες πρωτοβουλιών και έλλειψη υπευθυνότητας για τις πράξεις του.
Από την ποιότητα επίσης αυτών των αλληλεπιδράσεων θα εξαρτηθεί αν η αντιδραστική συμπεριφορά του παιδιού θα υποχωρήσει δίνοντας τη θέση της σε πιο αποτελεσματικές μορφές συμπεριφοράς ή θα παγιωθεί και θα συνεχιστεί και στις επόμενες ηλικίες.
Επομένως η αντιδραστική συμπεριφορά του νηπίου εντάσσεται στα πλαίσια της φυσιολογικής ανάπτυξης. Όταν όμως εκδηλώνεται με πολύ μεγάλη συχνότητα και υπερβολική ένταση και όταν συνεχίζεται και πέραν της νηπιακής ηλικίας, τότε μπορεί να οδηγήσει στη διατάραξη της σχέσης του παιδιού με τα άτομα του οικείου περιβάλλοντος και να αποτελέσει τροχοπέδη στην ομαλή ανάπτυξη του. Σε αυτή την περίπτωση, η αντιδραστική συμπεριφορά παύει να εντάσσεται στα πλαίσια της φυσιολογικής ανάπτυξης και αποτελεί ένδειξη εκδήλωσης εναντιωτικής προκλητικής διαταραχής.
Τα συμπτώματα
Ένα παιδί με εναντιωτική προκλητική διαταραχή χαρακτηρίζεται βασικά από αρνητισμό, έλλειψη συνεργατικής διάθεσης, έλλειψη υπακοής, προκλητική και αντιδραστική συμπεριφορά. Συχνά αρνείται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις ή τους κανόνες των ενηλίκων. Χάνει εύκολα την ψυχραιμία του και εμπλέκεται σε καβγάδες. Λέει συχνά ψέματα και πολλές φορές κατηγορεί τους άλλους για τα δικά του λάθη ή για τη δική του κακή συμπεριφορά. Γενικά δίνει την εικόνα ενός παιδιού που θέλει να κάνει πάντα το δικό του και είναι συχνά θυμωμένο.
Για πρώτη φορά η εναντιωτική προκλητική διαταραχή έκανε την εμφάνιση της ως διαγνωστική κατηγορία το 1980 με σκοπό τον εντοπισμό επιθετικών και αντικοινωνικών μορφών συμπεριφοράς που εμφανίζονται νωρίς κατά την παιδική ηλικία. Περιελάμβανε συμπτώματα ευερέθιστης, πεισματικής και προκλητικής συμπεριφοράς, τα οποία εκδηλώνονται με συχνότητα μεγαλύτερη του κανονικού για την ηλικία του παιδιού.
Η εναντιωτική προκλητική διαταραχή εντάσσεται στην ομάδα των Διαταραχών Ελλειμματικής Προσοχής και Διασπαστικής Συμπεριφοράς. Για να τεθεί η διάγνωση πρέπει να είναι παρόντα τουλάχιστον τέσσερα από τα οκτώ κριτήρια της διαταραχής για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών. Επίσης σημειώνεται ότι ένα κριτήριο ισχύει μόνο όταν η συμπεριφορά εμφανίζεται συχνότερα απ’ ό,τι κατά κανόνα παρατηρείται σε άτομα ανάλογης ηλικίας και αναπτυξιακού επιπέδου.
“Κλειδί” ο δεσμός με τη μητέρα
Η εναντιωτική προκλητική διαταραχή παρουσιάζεται στο γενικό πληθυσμό με συχνότητα 6-10%. Αποτελεί μάλιστα ένα από τα πιο συχνά προβλήματα των παιδιών τα οποία παραπέμπονται για εξέταση σε ιατροπαιδαγωγικά κέντρα.
Σύμφωνα με την πλειονότητα των ερευνητικών δεδομένων, οι γενετικοί παράγοντες παίζουν πολύ μικρό ρόλο για την εμφάνιση της εναντιωτικής προκλητικής διαταραχής. Για το λόγο αυτόν η αναζήτηση της αιτιολογίας της έχει στραφεί κυρίως στην ποιότητα της αλληλεπίδρασης του παιδιού με τα άτομα του οικείου του περιβάλλοντος.
Τα τελευταία χρόνια έχει διεξαχθεί ένας σημαντικός αριθμός ερευνών οι οποίες διερευνούν τη σχέση μεταξύ της διαδικασίας ανάπτυξης του δεσμού ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα του και της εναντιωτικής προκλητικής διαταραχής.
Τόσο η διαδικασία της διάγνωσης όσο και η διαδικασία της θεραπευτικής αντιμετώπισης της εναντιωτικής προκλητικής διαταραχής παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία με την διαταραχή διαγωγής.