Στη δεκαετία του 1970 οι νευροεπιστήμονες πίστευαν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος αποτελούνταν από μια πληθώρα κυκλωμάτων νεύρων, τα οποία είχαν μια δεδομένη διασύνδεση. Από την επόμενη όμως δεκαετία φάνηκε, ότι τα κυκλώματα και οι διασυνδέσεις του εγκεφάλου δεν είναι σταθερές και δεδομένες.
Οι νευρώνες, τα νευρικά δηλαδή κύτταρα έχουν μια ιδιότητα που ονομάζεται πλαστικότητα. Έχουν τη δυνατότητα να αλλάζουν τις διασυνδέσεις τους, σαν να λέμε τα «κλαδιά» με τα οποία επικοινωνούν με τους διπλανούς νευρώνες. Μπορείτε να φανταστείτε την εικόνα δύο διπλανών δένδρων, τα οποία αν χρειαστεί μπορούν να αναπτύξουν νέα κλαδιά το ένα προς το άλλο ώστε να μπορέσουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Στην περίπτωση των νευρώνων, η επικοινωνία του ενός «κλαδιού», με αυτό ενός κοντινού άλλου νευρώνα, γίνεται με χημικό τρόπο, με ουσίες που ονομάζουμε νευροδιαβιβαστές. Τέτοιοι είναι η ακετυλοχολίνη, η νοραδρεναλίνη, η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη κ.ά. Αν το ένα κλαδί εκκρίνει ντοπαμίνη για παράδειγμα, μπορεί να επικοινωνήσει μόνο με κλαδιά που έχουν την ικανότητα να ερεθίζονται από τη ντοπαμίνη, δηλαδή να έχουν υποδοχείς ντοπαμίνης. Έτσι επιτυγχάνεται ο εκλεκτικός ερεθισμός, η εκλεκτική δηλαδή επικοινωνία, μεταξύ «κλαδιών» που μιλούν την ίδια γλώσσα. Με τον τρόπο αυτόν η επικοινωνία δεν διαχέεται, ώστε να δημιουργηθεί χάος, αλλά κατευθύνεται σε συγκεκριμένους «δρόμους».
Ο εγκέφαλος αλλάζει συνεχώς
Ανακαλύφθηκε ότι αυτό που αποκαλούμε πλαστικότητα του εγκεφάλου είναι τόσο δυναμική διαδικασία ώστε αν χρειαστεί, κάποια «κλαδιά» να μπορούν να αλλάξουν τη γλώσσα που επικοινωνούν με τα γύρω τους «κλαδιά», δημιουργώντας νέα δίκτυα επικοινωνίας. Εκεί δηλαδή που ένας νευρώνας σε ένα του «κλαδί» παρήγαγε σεροτονίνη και μπορούσε επομένως να επικοινωνεί με παραπλήσια «κλαδιά» που διέθεταν υποδοχείς σεροτονίνης, εάν παραστεί ανάγκη, μπορεί να «μάθει» το «κλαδί» αυτό να παράγει ντοπαμίνη, ώστε να μπορέσει να επικοινωνήσει με άλλο «κλαδί» που έχει υποδοχείς ντοπαμίνης.
Η ανακάλυψη της πλαστικότητας που έχουν τα κύτταρα του εγκεφάλου, άλλαξε τη θεώρηση για τη λειτουργία του μυαλού μας. Σήμερα πλέον πιστεύεται ότι ο εγκέφαλος διαθέτει την ικανότητα να μεταβάλλεται, ανάλογα με τις ανάγκες του. Έχει τη δυνατότητα να αλλάζει διασυνδέσεις μεταξύ των νευρώνων του. Να ανοίγει επαφές και να δημιουργεί νέα κυκλώματα. Είναι σαν να διαθέτει πολλαπλάσιες δυνατότητες διασυνδέσεων από αυτές, που χρησιμοποιεί στην πράξη. Ο εγκέφαλος είναι σαν ένα χέρσο χωράφι στο οποίο μπορούν να ανοιχτούν δρόμοι, ανάλογα με την κατεύθυνση στην οποία οδηγούμε τη σκέψη μας και τις πράξεις μας κάθε φορά. Και όσο πιο συχνά χρησιμοποιούμε έναν δρόμο, τόσο πιο ευκολοδιάβατος γίνεται.
Μάλιστα η οικονομία του μυαλού μας, μας κάνει να χρησιμοποιούμε τους πιο εύκολους δρόμους. Τους πιο βατούς. Μόνο αν ζητηθεί από τον εγκέφαλο μας να κάνει μια νέα λειτουργία, τότε κινητοποιεί την “μπουλντόζα” και ανοίγει έναν καινούργιο δρόμο, μια καινούργια διαδρομή επαφών μεταξύ των «κλαδιών» συγκεκριμένων νευρώνων, που απαιτούνται για την πραγματοποίηση αυτής της συγκεκριμένης λειτουργίας.
Η δυνατότητα ανοίγματος νέων δρόμων και διαδρομών, αποτελεί τη μεγάλη δύναμη του εγκεφάλου μας. Είναι σαν τις «συντομεύσεις» (shortcuts) με τις οποίες κάνουμε τη λειτουργία των υπολογιστών μας ευκολότερη. Σύντομα κυκλώματα δηλαδή, που μας βγάζουν εύκολα στα προγράμματα που ζητάμε να ενεργοποιηθούν.
Όλοι μας θυμόμαστε πόσο κόπο καταβάλαμε, τα πρώτα δέκα χιλιόμετρα που οδηγήσαμε αυτοκίνητο. Το μυαλό μας συνεχώς προσπαθούσε να συντονίσει τα πόδια μας στα πεντάλ, τα χέρια μας στο τιμόνι και τις ταχύτητες και το βλέμμα μας μπροστά και στους καθρέφτες. Μετά όμως από λίγα χιλιόμετρα, προοδευτικά οι κινήσεις μας συντονίζονταν ευκολότερα και σε λίγες μέρες, αρχίσαμε να οδηγούμε σχεδόν αυτόματα, χωρίς να το σκεφτόμαστε και να προσπαθούμε να υπολογίσουμε κάθε μας κίνηση.
Ως αποτέλεσμα της πλαστικότητας, οι νέες γνώσεις μας αυξάνουν το μέγεθος του εγκεφάλου. Για παράδειγμα, δύο χρόνια έντονης εκμάθησης του χάρτη του Λονδίνου από υποψήφιους οδηγούς ταξί προκαλούν αύξηση του όγκου του οπίσθιου ιππόκαμπου, μιας περιοχής του εγκεφάλου που σχετίζεται με τη χωρική μάθηση. Από την άλλη μεριά, Οι περιοχές του κινητικού φλοιού που σχετίζονται με την ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων και των δύο χεριών είναι περισσότερο ανεπτυγμένες σε πιανίστες.
Στην πλαστικότητα του εγκεφάλου οφείλονται ορισμένες απίστευτες ιστορίες, όπως ενός κοριτσιού που έπασχε από μια σπάνια εγκεφαλική ασθένεια και τις αφαίρεσαν ένα μέρος του εγκεφάλου. Η ιδιότητα της πλαστικότητας έδωσε την λύση. Ο υπόλοιπος εγκέφαλος άρχισε να μαθαίνει και να εκτελεί τις λειτουργίες του εγκεφάλου που έλλειπε.
Οι συνήθειες
Η θαυμαστή ιδιότητα του μυαλού μας να δημιουργεί shortcuts, δηλαδή αυτοματισμούς, μας οδηγεί σε αυτό που ονομάζουμε συνήθειες. Καλές, αλλά και κακές. Οι συνήθειες κάνουν τη λειτουργία του εγκεφάλου μας πιο οικονομική, αλλά και συγχρόνως την παγιδεύουν. Την παγιδεύουν σε προγράμματα που μας χρειάστηκαν κάποτε, αλλά δεν μας εξυπηρετούν πλέον. Από τη μια μάθαμε να διαβάζουμε και έτσι πλέον δεν συλλαβίζουμε, αλλά από την άλλη μάθαμε και να τρώμε γλυκά, να καπνίζουμε και να αποβλακωνόμαστε μπροστά στην τηλεόραση και τον υπολογιστή.
Και δυστυχώς ή ευτυχώς για μας, όταν στον ανθρώπινο εγκέφαλο εγκατασταθεί μια συντόμευση, αυτή δεν μπορεί να απεγκατασταθεί. Δηλαδή ο εγκέφαλος μας δεν είναι σαν τους υπολογιστές μας, στους οποίους μπορούμε να απεγκαταστήσουμε μια συντόμευση. Στον άνθρωπο, όπως λέμε, «το ποδήλατο δεν ξεχνιέται ποτέ». Δηλαδή και μετά από πολλά χρόνια, ο αυτοματισμός της ισορροπίας και των πεντάλ είναι εκεί, παρών, για να τον χρησιμοποιήσουμε εάν τον χρειαστούμε.
Αυτή είναι και η φυλακή του πεπρωμένου μας. Γιατί όταν βρισκόμαστε μπροστά στο συγκεκριμένο ερώτημα, η απάντηση δεν είναι ελεύθερη, αλλά εξαρτάται από το παρελθόν μας και τις απαντήσεις που έχουμε δώσει προηγουμένως, στο ερώτημα αυτό. Οι διαδρομές που είχαμε ακολουθήσει στο παρελθόν, είναι ευκολότερες και επομένως οι απαντήσεις έρχονται χωρίς σκέψη και προβληματισμό. Λειτουργούν οι έτοιμες συντομεύσεις, γιατί αυτό συμφέρει την οικονομία του εγκεφάλου μας. Είμαστε καταδικασμένοι να δώσουμε την ίδια απάντηση, που καταφέραμε να επεξεργαστούμε παλαιότερα, όταν βρεθήκαμε μπροστά στο ίδιο ερώτημα. Έτσι άσχετα αν στην παρούσα φάση, οι συνθήκες έχουν αλλάξει και η ώριμη πλέον λογική, μας δείχνει άλλες κατευθύνσεις, εντούτοις η πρώτη απάντηση που μας έρχεται εύκολη στο μυαλό, είναι η πεπατημένη.
Το σύνολο των συντομεύσεων αυτών ή των αυτοματισμών, αποτελεί αυτό που αποκαλούμε προσωπικότητα ή χαρακτήρα του ανθρώπου. Είναι οι έτοιμες απαντήσεις που διαθέτει κάθε άνθρωπος σε βασικά ερωτήματα. Αυτές μας οι στάσεις ζωής ουσιαστικά μαθαίνονται νωρίς στη ζωή μας. Ο εγκέφαλος για λόγους οικονομίας, δεν μπαίνει στον κόπο να επαναβεβαιώσει την ορθότητα των προγραμμάτων που ήδη «τρέχει» κι αυτός είναι ο λόγος που συχνά κάνουμε τα ίδια λάθη.
Η ψυχοθεραπεία
Μερικές φορές οι συνήθειες που έχουμε αναπτύξει και η προσωπικότητα που έχουμε διαμορφώσει μας προκαλούν προβλήματα. Και τότε μπορεί να μας βοηθήσει η ψυχοθεραπεία.
Η ψυχοθεραπεία ως διαδικασία μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή μάθησης που αλλάζει τον εγκέφαλο. Ο ρόλος της επίδρασης της μάθησης κατά τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας σε επίπεδο νευρώνων έχει αναδειχτεί ήδη από το 1949 και είναι γνωστός ως “κανόνας του Hebb”. Σύμφωνα με αυτόν η πληροφορία που μεταβιβάζεται επανειλημμένα διασυναπτικά μέσω δύο νευρώνων κωδικοποιείται μέσω ενίσχυσης των συνδέσεων των νευρώνων αυτών οι οποίοι ενεργοποιούνται ταυτόχρονα.
Η ψυχοθεραπεία ως τύπος μάθησης οδηγεί σε μακροπρόθεσμες μεταβολές στη συμπεριφορά. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι δεν είναι απλά μια συζήτηση ή μια πνευματική συναλλαγή λέξεων και ιδεών, αλλά μια σχέση που οδηγεί, λόγω της πλαστικότητας του εγκεφάλου, σε φυσιολογικές διαδικασίες ικανές για νέες νευροφυσιολογικές ρυθμίσεις και μεταβολές στις εγκεφαλικές δομές.
Πηγές: Παύλος Σακκάς, “Η ψυχιατρική αλλιώς… μέσα από πραγματικές ιστορίες και κυκλώματα υπολογιστών”, Εκδόσεις Βήτα. Στέφανος Βασάκος, “Ψυχοθεραπείες και πλαστικότητα του εγκεφάλου”.