Η αποδοχή της κατάθλιψης από τους ειδικούς ως πρόβλημα που αφορά τα παιδιά και τους εφήβους έγινε τα τελευταία 20 χρόνια. Η λανθασμένη άποψη ότι η κατάθλιψη αφορά μόνο ενήλικες οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην επιρροή της ψυχαναλυτικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία η κατάθλιψη απορρέει από συναισθήματα θυμού και εχθρότητας, τα οποία το άτομο στρέφει προς τον εαυτό τους, συνήθως ως αποτέλεσμα βιωμάτων απώλειας αγαπημένου προσώπου.
Μια άλλη άποψη που γνώρισε ευρεία αποδοχή στον κόσμο των ειδικών ήταν ότι η κατάθλιψη στα παιδιά εκδηλώνεται με έμμεσο τρόπο και ότι τα παιδιά δεν εμφανίζουν αρνητικό συναίσθημα ή σωματικά συμπτώματα, αλλά «καταθλιπτικά ισοδύναμα», τα οποία μπορούν να πάρουν τη μορφή επιθετικής συμπεριφοράς, υπερκινητικότητας, μαθησιακών δυσκολιών, νυχτερινής ενούρησης κλπ.
Ωστόσο, τα σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι η κατάθλιψη στα παιδιά δεν είναι συγκαλυμμένη αλλά ότι μπορεί απλώς μην είναι εύκολα αναγνωρίσιμη επειδή συχνά συνυπάρχει με άλλα προβλήματα, ίσως περισσότερο εμφανή, όπως η διαταραχή της διαγωγής (Carlson & Cantwell, 1980). Άλλες φορές πάλι, η φύση των συμπτωμάτων μπορεί να μην εμπνέει ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς γονείς και δάσκαλοι ενδέχεται να αποδίδουν τη συμπεριφορά των παιδιών σε υπερβολική ντροπαλότητα ή έλλειψη κοινωνικότητας.
Τα συμπτώματα
Η Ναταλία, 11 ετών, παρουσιάζει μια ξαφνική αλλαγή στη διάθεση της τους τελευταίους τρεις μήνες. Αποσύρεται όλο και περισσότερο από το κοινωνικό της περιβάλλον και απομονώνεται για πολλές ώρες στο δωμάτια της χωρίς να θέλει να μιλήσει σε κανέναν. Αν κάποιος προσπαθήσει να παραβιάσει την απομόνωσή της, τότε γίνεται ιδιαίτερα ευερέθιστη και ξεσπά σε φωνές λέγοντας ότι θέλει να την αφήσουν όλοι ήσυχη. Ενώ η Νατάσα ήταν μια καλή μαθήτρια, τον τελευταίο καιρό δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί και οι σχολικές της επιδόσεις συνεχώς μειώνονται, γεγονός που την κάνει συχνά να παραπονιέται ότι δεν αξίζει τίποτα. Η δασκάλα της παρατηρεί ότι η Νατάσα δίνει την εικόνα ενός παιδιού μελαγχολικού, αποτραβηγμένου στις σκέψεις του, με μειωμένο κίνητρο τόσο για τις σχολικές της εργασίες όσο και για τις κοινωνικές δραστηριότητες της τάξης. Στο σπίτι, η Νατάσα δυσκολεύεται να κοιμηθεί, έχει μειωμένη όρεξη για φαγητό και παραπονιέται συχνά για πονοκεφάλους. Φαίνεται να μην την ενδιαφέρει τίποτα ενώ έχει εγκαταλείψει αγαπημένες της δραστηριότητες, όπως τη ζωγραφική, λέγοντας ότι δεν αντλεί πια καμία ευχαρίστηση από αυτές. Η Νατάσα εκνευρίζεται πολύ εύκολα και ξεσπά συχνά σε κλάματα χωρίς λόγο.
Τα βασικά συμπτώματα της κατάθλιψης είναι η παρατεταμένη μελαγχολική διάθεση και η απώλεια του ενδιαφέροντος και της ευχαρίστησης σχεδόν για όλες τις δραστηριότητες, μια κατάσταση που είναι γνωστή ως ανηδονία. Στο 80% των παιδιών και εφήβων με τη διάγνωση της κατάθλιψης αναφέρεται επίσης ως βασικό χαρακτηριστικό η ευερέθιστη διάθεση (Goodyer & Cooper, 1993).
Αν και η μελαγχολική ή ευερέθιστη διάθεση μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε άνθρωπο ως αποτέλεσμα κάποιου δυσάρεστου και αγχογόνου γεγονότος, η κλινική κατάθλιψη χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη διάρκεια και αυξημένη ένταση αυτών των συναισθημάτων, τα οποία παρεμποδίζουν τη λειτουργικότητα του ατόμου και ενδέχεται να οδηγήσουν ακόμα και σε σκέψεις ή απόπειρες αυτοκτονίας.
Σύμφωνα με τους Oster και Montgomery (1995), η κατάθλιψη επηρεάζει τα παιδιά και τους εφήβους στους παρακάτω τομείς:
- Διάθεση. Τα παιδιά με κατάθλιψη βιώνουν συχνά έντονα και παρατεταμένα συναισθήματα θλίψης, ενοχής, ντροπής και υπερευαισθησίας στην κριτική.
- Συμπεριφορά. Τα παιδιά με κατάθλιψη μπορεί να παρουσιάσουν αυξημένη κινητική δραστηριότητα και διέγερση ή αντίθετα υποτονική διάθεση και, ορισμένες φορές, υπερβολικό κλάμα. Η υποτονική διάθεση συνοδεύεται συχνά από μείωση των κοινωνικών επαφών. Οι έφηβοι ενδέχεται να εκφράσουν τη θλίψη τους με επιθετική συμπεριφορά σε λεκτικό επίπεδο, με καταστροφική συμπεριφορά ή να οδηγηθούν στην κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών.
- Αντιλήψεις. Η κατάθλιψη στα παιδιά και στους εφήβους μπορεί να οδηγήσει στη μείωση της αυτοεκτίμησης και σε συναισθήματα προσωπικής αναξιότητας. Αυτά τα παιδιά αρχίζουν να πιστεύουν ότι δεν είναι ικανά για τίποτα και ότι είναι καταδικασμένα να αποτύχουν σε όλα με τα οποία μπορεί να ασχοληθούν. Η στάση τους απέναντι στο σχολείο μπορεί να γίνει ιδιαίτερα αρνητική ενώ ανησυχίες και φόβοι μπορεί να κυριαρχούν στη ζωή τους.
- Σκέψη. Τα παιδιά και οι έφηβοι με κατάθλιψη επικεντρώνονται κυρίως στις ενδότερες σκέψεις τους και ασκούν έντονη αυτοκριτική. Οι σκέψεις αυτές είναι συνήθως αρνητικές και απαισιόδοξες, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το μέλλον. Επίσης τα παιδιά αυτά αντιμετωπίζουν συχνά δυσκολίες στη συγκέντρωση της προσοχής και στη λήψη αποφάσεων ενώ συχνά κατηγορούν τον εαυτό τους για τα πάντα.
Αιτίες
‘Εχουν προταθεί πολλές θεωρίες ως αιτία της κατάθλιψης σε ένα παιδί. Πρόσφατα μόνο, οι ερευνητές άρχισαν να αξιολογούν την ορθότητα των θεωριών αυτών.
Οι πρώιμες αρνητικές εμπειρίες που μπορεί να βιώνει ένα παιδί στα πλαίσια της οικογένειας του κωδικοποιούνται στη μνήμη του ως αρνητικά γνωστικά σχήματα με βάση τα οποία αξιολογεί τον εαυτό του ως ανάξιο, τους άλλους ως αδιάφορους απέναντι του και τις σχέσεις με τους ανθρώπους ως απρόβλεπτες και επιβλαβείς.
Η ανάπτυξη ενός τέτοιου γνωστικού προφίλ δημιουργεί στο παιδί την τάση να επικεντρώνονται επιλεκτικά στα αρνητικά γεγονότα, με αποτέλεσμα την παγίωση και σταθεροποίηση των αρνητικών γνωστικών σχημάτων που αποτελούν τη βάση της επεξεργασίας των διαφόρων βιωμάτων. Το παιδί που αρχίζει να λειτουργεί γνωστικά με αυτόν τον τρόπο τείνει να συμπεριφέρεται ανάλογα, με αποτέλεσμα την αντιμετώπιση δυσκολιών στον κοινωνικό τομέα, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν στην απόρριψη από τους άλλους και, μακροπρόθεσμα, στην κοινωνική απομόνωση και την κατάθλιψη.
Η χρόνια έκθεση σε αγχογόνες καταστάσεις και οι καταθλιπτικές αντιδράσεις που ακολουθούν αλλοιώνουν τη λειτουργία εκείνων των εγκεφαλικών κέντρων που είναι υπεύθυνα για τη ρύθμιση του συναισθήματος, με αποτέλεσμα την αύξηση των δυσκολιών του παιδιού στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του άγχους.
Τελικά μια τέτοια κατάσταση επηρεάζει την ανάπτυξη του παιδιού σε πολλούς τομείς, με αποτέλεσμα την πιθανή εμφάνιση ελλειμμάτων όχι μόνο στον κοινωνικό αλλά και στο γνωστικό και ακαδημαϊκό τομέα, γεγονός που μειώνει την αυτοεκτίμηση.
Θεραπεία
Η κατάθλιψη είναι μια διαταραχή η οποία, λόγω της φύσης της, δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή σε παιδιά και εφήβους. Για το λόγο αυτό μόνο ένας περιορισμένος αριθμός παιδιών και εφήβων με κατάθλιψη εντάσσονται σε κάποιο πρόγραμμα θεραπευτικής αντιμετώπισης. Σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε με κοινοτικό δείγμα εφήβων 14-18 ετών μόνο το 20-30% από αυτούς συμμετείχαν σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα (Lewinsohn et al., 1991).
Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία είναι η μέθοδος που έχει δείξει τα περισσότερα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα καθώς έχει διαπιστωθεί ότι το 70% των παιδιών και εφήβων με κατάθλιψη ανταποκρίνονται θετικά σε αυτήν. Στα πλαίσια αυτής της μεθόδου το παιδί μαθαίνει να εντοπίζει και να τροποποιεί τις δυσλειτουργικές του αντιλήψεις, να αξιολογεί αντικειμενικά τις προσπάθειες και τα επιτεύγματα του, να θέτει ρεαλιστικούς στόχους και να αυτοενισχύεται. Ταυτόχρονα, τεχνικές όπως η εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων βοηθούν το παιδί να επικοινωνεί με τους άλλους με πιο λειτουργικό τρόπο έτσι ώστε να αυξάνεται η συχνότητα των θετικών κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.
Ένα πρόγραμμα γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας συμπεριλαμβάνει επίσης και τα άλλα μέλη της οικογένειας, με σκοπό τη βελτίωση των ενδοοικογενειακών σχέσεων και της ποιότητας της επικοινωνίας των γονέων με το παιδί έτσι ώστε να περιοριστούν οι δυσλειτουργικές αλληλεπιδράσεις που ενισχύουν την καταθλιπτική συμπεριφορά του παιδιού.
Τα φάρμακα, αν και έχουν παρουσιάσει πολύ καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης σε ενήλικες, έχουν εξαιρετικά περιορισμένη αποτελεσματικότητα στα παιδιά. Η χρήση των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών ενδέχεται να είναι ακόμη και επικίνδυνη για τα παιδιά (Biederman et al., 1995). Μάλιστα η αποτελεσματικότητα των φαρμακευτικών αυτών σκευασμάτων δεν φαίνεται να διαφοροποιείται καθόλου από την αποτελεσματικότητα του εικονικού φαρμάκου (placebo) (Ambrosini et al., 1993). Επομένως η χρήση τους σε παιδιά αντενδείκνυται. Ακόμα και η χρήση νεώτερων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων (SSRIs), όπως το prozac, δεν έχει αποδειχθεί ως επιστημονικά ορθή και αποτελεσματική στα παιδιά (Pellegrino, 1996).