Η βουμετανίδη (bumetanide) φαίνεται να μπλοκάρει την ενεργό επαναρρόφηση χλωριούχου νατρίου με αποτέλεσμα την απέκκριση χλωριούχου νατρίου και ύδατος και, ως εκ τούτου την πρόκληση διούρησης. Η δράση της βουμετανίδης ασκείται κυρίως επί του ανιόντος σκέλους της αγκύλης του Henle, φαίνεται όμως ότι το φάρμακο δρα επίσης και επί των εγγύς ουροφόρων σωληναρίων
Ενδείξεις: Οξύ πνευμονικό οίδημα, οιδήματα καρδιακής ανεπάρκειας ή νεφρωσικού συνδρόμου, υπέρταση, κίρρωση με ασκίτη. Υπερασβεστιαιμία, σε συνδυασμό με ισότονα χλωριονατριούχα διαλύματα. Οίδημα ή ολιγουρία σε ορισμένες περιπτώσεις οξείας ή χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. φουροσεμίδη. Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσουν έντονες μυαλγίες, κοιλιακά άλγη και εμέτους.
Δοσολογία: Συνήθως 0.5-1 mg κατά προτίμηση ενδοφλεβίως.
Πνευμονικό οίδημα: 1-2 mg ενδοφλεβίως, επαναλαμβανόμενα, εάν υπάρχει ανάγκη, κάθε 20 λεπτά. Νεφρική ανεπάρκεια: 2-5 mg σε 500 ml υγρού για έγχυση, χορηγούμενα σε 30-60 λεπτά. Επαναλαμβάνεται, εάν είναι ανάγκη, κάθε 6-8 ώρες.
Λοιπά: Βλ. φουροσεμίδη.