Τα φάρμακα της κατηγορίας αυτής είναι ειδικοί ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ και έχουν ιδιότητες παρόμοιες με των α-ΜΕΑ.
Έχει επικρατήσει ο όρος αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ. Αντίθετα από τους α-ΜΕΑ δεν αναστέλλουν την αποδόμηση της βραδυκινίνης και άλλων κινινών και για το λόγο αυτό δεν φαίνεται να προκαλούν το μόνιμο ξηρό βήχα που συχνά επιπλέκει τη χορήγηση των α-ΜΕΑ. Αποτελούν ως εκ τούτου χρήσιμη εναλλακτική λύση για ασθενείς που πρέπει να διακόψουν τη λήψη κάποιου α-ΜΕΑ εξαιτίας του επίμονου βήχα. Ορισμένοι μπορούν να δοθούν στην καρδιακή ανεπάρκεια, αντί των α-ΜΕΑ, αν οι τελευταίοι δεν είναι ανεκτοί ή και να συγχορηγηθούν για πλήρη αναστολή της αγγειοτασίνης ΙΙ.
Αντενδείξεις: Κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας (και επιπλέον ό,τι αναφέρεται για κάθε προϊόν).
Ανεπιθύμητες ενέργειες – παρενέργειες: Συμπτωματική υπόταση και ζάλη είναι δυνατό να συμβεί ιδιαίτερα σε ασθενείς με μειωμένο ενδοαγγειακό όγκο υγρών ή υπονατριαιμία (π.χ. λήψη υψηλών δόσεων διουρητικών). Υπερκαλιαιμία και διαταραχές ηπατικής λειτουργίας έχουν παρατηρηθεί. Έχει αναφερθεί αγγειοοίδημα με κάποιους ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ (βλ. και κατωτέρω).
Προσοχή στη χορήγηση: Οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε περιπτώσεις στένωσης της νεφρικής αρτηρίας. Συνιστάται παρακολούθηση της συγκέντρωσης καλίου στον ορό ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ασθενών με έκπτωση νεφρικής λειτουργίας και σε ηλικιωμένους ασθενείς. Χαμηλότερες αρχικές δόσεις μπορεί να απαιτούνται σε αυτούς τους ασθενείς.
Προσοχή επίσης απαιτείται σε στένωση της βαλβίδας της αορτής και της μιτροειδούς και σε υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια. Σε ταυτόχρονη χορήγηση καλίου ή καλιοπροστατευτικών κίνδυνος υπερκαλιαιμίας. Σε στένωση της νεφρικής αρτηρίας ή σε σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια κίνδυνος έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας. Δεν συνιστώνται σε πρωτοπαθή υπεραλδοστερονισμό. Να αποκατασταθεί τυχόν υπονατριαιμία πριν τη χορήγηση.