Η ριβοφλαβίνη είναι υδατοδιαλυτή βιταµίνη του συµπλέγµατος βιταµινών Β.
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ (πίνακας 11 βλέπε Παράρτηµα Ι)
ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Η ριβοφλαβίνη είναι διαθέσιµη σε µορφή δισκίου και κάψουλας αλλά κυρίως σαν συστατικό
σε σκευάσµατα πολυβιταµινών και µετάλλων. Διαιτητικά συµπληρώµατα περιέχουν δόσεις
από 1-3mg, για καθηµερινή χρήση.
ΔΡΑΣΗ
Η ριβοφλαβίνη λειτουργεί ως συστατικό δύο φλάβινο-συνενζύµων: του φλάβινο
µονονουκλεοτιδίου (FMN) και του φλάβινο-αδένινο-δινουκλεοτιδίου (FAD). Συµµετέχει στις
οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις σε µεγάλο αριθµό µεταβολικών οδών και στην παραγωγή
ενέργειας. Για παράδειγµα, συµµετέχει στην οξείδωση της γλυκόζης, συγκεκριµένων
αµινοξέων και λιπαρών οξέων, στη µετατροπή της πυριδοξίνης στο ενεργό της συνένζυµο,
στη µετατροπή της τρυπτοφάνης σε νιασίνη, καθώς και σε αντιδράσεις που λαµβάνουν χώρα
κατά τα διάφορα στάδια του κύκλου του Krebs. Η ριβοφλαβίνη παίζει και το ρόλο
αντιοξειδωτικού. Ενδέχεται επίσης, να παίζει ρόλο και στη διατήρηση της ακεραιότητας των
ερυθροκυττάρων (Schoenenet al, 1994).
ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ
Απορρόφηση
Η ριβοφλαβίνη απορροφάται εύκολα από ένα σύστηµα ενεργού µεταφοράς (κυρίως στο
δωδεκαδάκτυλο)
Κατανοµή
Ένα µέρος της ριβοφλαβίνης στην κυκλοφορία συνδέεται χαλαρά µε την αλβουµίνη του
πλάσµατος, άλλά σηµαντικά ποσά συνδέονται µε άλλες πρωτεΐνες. Η µετατροπή της
ριβοφλαβίνης στα συνένζυµά της λαµβάνει χώρα στους περισσότερους ιστούς (κυρίως στο
ήπαρ, την καρδιά και τους νεφρούς).
72
Απέκκριση
Η ριβοφλαβίνη απεκκρίνεται κυρίως από τα ούρα (κυρίως µε τη µορφή των µεταβολιτών της,
ενώ το υπόλοιπο ποσό απεκκρίνεται αναλλοίωτο). Επίσης, µπορεί να διαπερνά τον
πλακούντα και να απεκκρίνεται και µέσω του µητρικού γάλακτος.
ΒΙΟΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ
Η ριβοφλαβίνη είναι αξιοσηµείωτα σταθερή κατά τη διάρκεια επεξεργασίας η οποία
περιλαµβάνει θέρµανση, όπως στην κονσερβοποίηση, αφυδάτωση, εξάτµιση και παστερίωση.
Ο βρασµός οδηγεί σε διασπορά της βιταµίνης στο νερό, το οποίο µπορεί να αξιοποιηθεί σε
σούπες και σάλτσες. Αξιόλογες απώλειες λαµβάνουν χώρα εάν το φαγητό εκτεθεί στο φως.
Έκθεση του γάλακτος σε γυάλινα µπουκάλια έχει ως αποτέλεσµα απώλεια ριβοφλαβίνης. Η
ζωικής προέλευσης ροβοφλαβίνη απορροφάται καλύτερα και εποµένως είναι περισσότερο
διαθέσιµη από εκείνη που προέρχεται από φυτικές πηγές (Schoenen et al, 1998).
ΕΛΛΕΙΨΗ
Μεµονωµένη έλλειψη ριβοφλαβίνης, ανεξάρτητα από ελλείψεις άλλων βιταµινών του
συµπλέγµατος Β, είναι σπάνια. Τα πρώτα συµπτώµατα περιλαµβάνουν πόνο στο στόµα και
το λαιµό, κνησµό και ερεθισµό των µατιών καθώς και προβλήµατα στη συµπεριφορά του
ατόµου. Προχωρηµένη έλλειψη µπορεί να οδηγήσει σε χείλωση, σε γωνιώδη στοµατίτιδα,
γλωσσίτιδα, αγγείωση του κερατοειδούς, σµηγµατοροική δερµατίτιδα (στο πρόσωπο, στον
κορµό και στα άκρα), νορµοχρωµικήνορµοκυτταρική αναιµία, λευκοπενία και
θροµβοκυττοπενία (Folkers et al, 1998).
ΧΡΗΣΕΙΣ
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να συνιστούν τη χρήση της ριβοφλαβίνης, άνω των
φυσιολογικών δόσεων, εκτός από την περίπτωση που έχει παρουσιαστεί έλλειψή της.
Υπάρχουν κάποιες µαρτυρίες, ότι υψηλότερες δόσεις µπορεί να είναι χρήσιµες στην
ηµικρανία και στην γαλακτική οξέωση που προκαλείται από την αντιρετροϊκή θεραπεία. Η
ριβοφλαβίνη µπορεί να βοηθήσει στη θεραπεία της ακµής, των στοµατικών ελκών και των
µυϊκών κραµπών. Προς το παρόν δεν υπάρχουν πειστικές µαρτυρίες, που να υποστηρίζουν τη
χρήση της κατά του καρκίνου. Συµπληρώµατα ίσως να χρειάζονται σε περιπτώσεις αυστηρά
χορτοφάγων (που δεν καταναλώνουν γάλα ή γαλακτοκοµικά προϊόντα).
ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Καµία.
73
Εγκυµοσύνη και θηλασµός
Δεν έχουν αναφερθεί προβλήµατα.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Δεν έχουν αναφερθεί περιπτώσεις εµφάνισης τοξικής δράσης της ριβοφλαβίνης στον
άνθρωπο. Σε µεγάλες δόσεις µπορεί να προκαλέσει αποχρωµατισµό των ούρων (Fouty et al,
1998).
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Φάρµακα
Αλκοόλ: Μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ προκαλεί έλλειψη ριβοφλαβίνης.
Βαρβιτουρικά: Μακροχρόνια χρήση µπορεί να προκαλέσει έλλειψη ριβοφλαβίνης.
Φαινοθειαζίνες: Μπορεί να αυξήσουν τις ανάγκες σε ριβοφλαβίνη.
Προβενεσίδη: Μειώνει τη γαστρεντερική απορρόφηση της ριβοφλαβίνης και τηναπέκκριση
της από τα ούρα.
Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά: Μπορεί να αυξήσουν τις ανάγκες σε ριβοφλαβίνη.
Θρεπτικά συστατικά
Για τη σωστή λειτουργία απαιτούνται ικανοποιητικά ποσά από όλες τις βιταµίνες Β. Έλλειψη
ή πλεόνασµα µίας εκ των βιταµινών Β µπορεί να οδηγήσει σε ανωµαλία του µεταβολισµού
κάποιας άλλης.
Σίδηρος: Έλλειψη ριβοφλαβίνης µπορεί να προκαλέσει ανωµαλίες στον µεταβολισµό του
σιδήρου και να προκαλέσει αναιµία (Luzzati et al, 1999).
ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ (πίνακας 12 βλέπε Παράρτηµα Ι)