Η Βιταµίνη Ε είναι ένας γενικός όρος που χρησιµοποιείται για να περιγράψει όλες τις ενώσεις που προέρχονται από τοκοφερόλες και τοκοτριενόλες και έχουν τη βιολογική δράση της α-τοκοφερόλης. Η βιταµίνη Ε είναι μια λιποδιαλυτή βιταµίνη.
Οι διαιτητικές τιµές αναφοράς του Ηνωµένου Βασιλείου εκφράζουν τις ανάγκες για βιταµίνη Ε σε milligrams (mg). Το σύστηµα των International Units αν και διακόπηκε το 1956 συνεχίζει να χρησιµοποιείται, ειδικά σε συµπληρώµατα διατροφής.
1 Unit = 1 mg µιας τυπικής συνθετικής οξικής α-τοκοφερόλης.
Η δραστικότητα της βιταµίνης Ε µπορεί να εκφραστεί και ως δραστικότητα α-τοκοφερόλης: 1 ισοδύναµο α-τοκοφερόλης = 1mg φυσικής d-α-τοκοφερόλης = 0.67 Units
TΡΟΦΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΒΙΤΑΜΙΝΗ Ε
Οι συνιστώμενες ημερήσιες ποσότητες βιταμίνης Ε είναι:
- Για μωρά έως 1 έτους: 4-5 mg,
- Για παιδιά 1 έως 8 ετών: 6-7 mg,
- Για παιδιά 9 έως 13 ετών: 11 mg για έφηβους και ενήλικες: 15 mg,
- Κατά την εγκυμοσύνη και τον θηλασμό: 19 mg.
Η βιταµίνη Ε είναι διαθέσιµη σε ταµπλέτες και κάψουλες και είναι συστατικό πολυβιταµινούχων παρασκευασµάτων. Τα διαιτητικά συµπληρώµατα παρέχουν µεταξύ 10 και 1000 mg ως ηµερήσια δόση.
ΔΡΑΣΗ
Η βιταµίνη Ε είναι αντιοξειδωτικό που προστατεύει τις µεµβράνες και άλλες σηµαντικές κυτταρικές δοµές των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων από τις ελεύθερες ρίζες και τα προϊόντα της οξείδωσης. Δρα σε συνεργασία µε το διαιτητικό σελήνιο (ένας συµπαράγοντας της γλουταθειόνης – υπεροξειδάσης) και µαζί µε τη βιταµίνη C και άλλα ένζυµα όπως την υπεροξειδική δισµουτάση και την καταλάση.
ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ
Η απορρόφηση της βιταµίνης Ε είναι σχετικά περιορισµένη. Η αποτελεσµατικότητα της απορρόφησης µειώνεται µε την αύξηση των δόσεων (Ο βαθµός αύξησης της απορρόφησης είναι µικρότερος από τον βαθµό αύξησης των δόσεων). Η φυσιολογική έκκριση χολής και παγκρεατικών υγρών είναι απαραίτητη για τη µέγιστη απορρόφησή της. Η µέγιστη απορρόφηση συµβαίνει στο µεσαίο µέρος του λεπτού εντέρου, ενώ στο παχύ έντερο, η βιταµίνη Ε δεν απορροφάται σε σηµαντικό βαθµό.
Η βιταµίνη Ε προσλαµβάνεται αρχικά µέσω του λεµφικού συστήµατος και µεταφέρεται στο αίµα συνδεδεµένη µε λιποπρωτεïνες. Περισσότερο από το 90% µεταφέρεται µε τις λιποπρωτεϊνες χαµηλής πυκνότητας (LDL). Υπάρχουν στοιχεία ότι µεγαλύτερη ποσότητα της βιταµίνης µεταφέρεται µε τις υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνες (HDL) στις γυναίκες από ότι στους άνδρες. Η βιταµίνη Ε αποθηκεύεται σε όλους τους λιπαρούς ιστούς και ειδικά στο λιπώδη ιστό, το ήπαρ και τους µύες.
Η βασική πορεία αποµάκρυνσης της βιταµίνης Ε είναι τα κόπρανα. Συνήθως, λιγότερο από 1% της βιταµίνης Ε που παρέχεται από το στόµα αποµακρύνεται µε τα ούρα. Η βιταµίνη Ε εµφανίζεται και στο µητρικό γάλα.
ΒΙΟΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ
Η απορρόφηση διευκολύνεται από το διαιτητικό λίπος. Τα τριγλυκερίδια µέσης αλύσου ευνοούν την απορρόφηση, ενώ τα πολυακόρεστα λίπη την εµποδίζουν.
Η βιταµίνη Ε δεν είναι πολύ σταθερή. Σηµαντικές απώλειες από τα τρόφιµα συµβαίνουν κατά την αποθήκευση και το µαγείρεµα. Απώλειες, επίσης συµβαίνουν κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας των τροφίµων, ειδικά εάν υπάρχει σηµαντική έκθεση σε υψηλή θερµοκρασία και οξυγόνο. Επιπλέον, υπάρχουν σηµαντικές απώλειες βιταµίνης Ε από τα φυτικά έλαια κατά το µαγείρεµα. Τα υδατοδιαλυτά παρασκευάσµατα είναι ανώτερα από τα λιποδιαλυτά σε θεραπεία από το στόµα συνδρόµων δυσαπορρόφησης του λίπους.
Η βιοδιαθεσιµότητα της φυσικής βιταµίνης Ε είναι µεγαλύτερη αυτής της συνθετικής. Ωστόσο, έρευνες δείχνουν ότι αυτές οι διαφορές ίσως είναι µεγαλύτερες από ότι αρχικά πιστευόταν.
ΕΛΛΕΙΨΗ
Η έλλειψη της βιταµίνης Ε γενικά δεν αναγνωρίζεται καθαρά ως σύνδροµο ανεπάρκειας. Στα παιδιά, η έλλειψη µπορεί να προκαλέσει αιµολυτική αναιµία, θροµβοκυττάρωση, αυξηµένη συγκέντρωση αιµοπεταλίων, ενδοκοιλιακή αιµορραγία και αυξηµένο κίνδυνο αµφιβληστροειδοπάθειας. Οι µόνοι (παιδιά και ενήλικες) που παρουσιάζουν κλινικά συµπτώµατα έλλειψης βιταµίνης Ε είναι όσοι πάσχουν από σοβαρή δυσαπορρόφηση (π.χ. σε αβηταλιποπρωτεϊναιµία, χρόνια χολόσταση, ατρησία χοληφόρου πόρου και κυστική ίνωση) ή εκείνοι µε συγγενή ανεπάρκεια βιταµίνης Ε (σπάνιο γενετικό σφάλµα του µεταβολισµού της βιταµίνης Ε). Τα κλινικά σηµεία της ανεπάρκειας περιλαµβάνουν αξονική δυστροφία, µειωµένο χρόνο ηµιζωής ερυθροκυττάρων και νευροµυικές διαταραχές.
ΧΡΗΣΕΙΣ
Πολλά έχουν λεχθεί για τη βιταµίνη Ε, όµως γενικά είναι δύσκολο να εκτιµηθούν αφού συχνά προέρχονται από ελλιπώς σχεδιασµένες έρευνες. Πολλές επιδηµιολογικές µελέτες έχουν δείξει συσχέτιση µεταξύ χαµηλής πρόσληψης βιταµίνης Ε και στεφανιαίας νόσου, και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η λήψη συµπληρωµάτων της βιταµίνης (>100 µονάδες) µειώνει τον ανωτέρω κίνδυνο. Μέχρι στιγµής οι έρευνες δεν έχουν δείξει ολοκληρωµένα αποτελέσµατα.
Λίγα στοιχεία είναι διαθέσιµα για να υποστηρίξουν την προστατευτική δράση της βιταµίνης Ε ενάντια στον καρκίνο.
Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι η βιταµίνη Ε βελτιώνει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και του αναπνευστικού συστήµατος, ενώ ελαττώνει την οξειδωτική φθορά που προκαλείται κατά τη γυµναστική.
Επίσης, µπορεί να βελτιώσει τη χρησιµοποίηση της γλυκόζης στον σακχαρώδη διαβήτη, να ελαττώσει τον κίνδυνο εµφάνισης καταρράκτη, να επιβραδύνει την πορεία της νόσου Alzheimer και να βελτιώσει την συµπτωµατολογία της βραδείας δυσκινησίας. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθεί η ευεργετική δράση της βιταµίνης Ε.
ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Τα συµπληρώµατα βιταµίνης Ε πρέπει να αποφεύγονται από ασθενείς που παίρνουν από το στόµα αντιπηκτικά (αυξηµένη τάση αιµορραγίας), σε σιδηροπενική αναιµία (η βιταµίνη Ε µπορεί να παρεµποδίσει την αιµατολογική σύνδεση µε τον σίδηρο) και στον υπερθυρεοειδισµό.
Κατά την εγκυµοσύνη και τον θηλασµό δεν αναφέρονται προβλήµατα σε φυσιολογικές προσλήψεις.
ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ – ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Η βιταµίνη Ε είναι σχετικά µη τοξική (η απορρόφηση µειώνεται γρήγορα µε αυξανόµενη πρόσληψη, και αποφεύγεται έτσι η συγκέντρωση τοξικών συγκεντρώσεων στους ιστούς). Οι περισσότεροι ενήλικες µπορούν να ανεχθούν 100-800 mg ηµερησίως.
Δόσεις µέχρι και 3200 mg δεν φαίνεται να έχουν επίµονες αρνητικές συνέπειες. Μεγάλες δόσεις (>1000 mg ηµερησίως για µεγάλες χρονικές περιόδους) έχουν περιστασιακά συσχετισθεί µε τις ακόλουθες παρενέργειες: Αυξηµένη τάση για αιµορραγία σε ασθενείς µε έλλειψη βιταµίνης Κ, µεταβολή στην ενδοκρινική δράση (θυρεοειδική, επινεφριδιακή και υποφυσιακή) και σπάνια θολή όραση, διάρροια, ζαλάδα, κούραση και αδυναµία, γυναικοµαστία, πονοκέφαλο και ναυτία.
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΕ ΦΑΡΜΑΚΑ, ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ ΚΑΙ ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΑ
Αντιπηκτικά: Μεγάλες δόσεις βιταµίνης Ε µπορεί να αυξήσουν την αντιπηκτική δράση.
Αντισπασµωδικά: Η φαινοβαρβιτάλη, φαινυτοΐνη και καρβαµαζεπίνη µπορούν να µειώσουν τα επίπεδα της βιταµίνης Ε του πλάσµατος.
Χολεστυραµίνη ή χολεστιπόλη: Μπορεί να µειώσουν την εντερική απορρόφηση της βιταµίνης Ε.
Διγοξίνη: Οι απατήσεις σε διγοξίνη µπορεί να µειωθούν λόγω της βιταµίνης Ε (προτείνεται παρακολούθηση των επιπέδων του φαρµάκου).
Ινσουλίνη: Οι απατήσεις σε ινσουλίνη µπορεί να µειωθούν λόγω της βιταµίνης Ε (προτείνεται παρακολούθηση των επιπέδων του φαρµάκου).
Υγρή παραφίνη: Μπορεί να µειώσει την εντερική απορρόφηση της βιταµίνης Ε (πρέπει να αποφεύγεται µακροχρόνια χρήση υγρής παραφίνης).
Αντισυλληπτικά από το στόµα: Μπορεί να µειώσουν τα επίπεδα της βιταµίνης Ε στο πλάσµα.
Σουκραλφάτη: Μπορεί να µειώσει την εντερική απορρόφηση της βιταµίνης Ε.
Χαλκός: Υψηλές δόσεις χαλκού µπορεί να αυξήσουν τις απαιτήσεις σε βιταµίνη Ε.
Σίδηρος: Υψηλές δόσεις σιδήρου µπορεί να αυξήσουν τις απαιτήσεις σε βιταµίνη Ε. Η βιταµίνη Ε µπορεί να εµποδίσει την αιµατολογική σύνδεση του Fe στη σιδηροπενική αναιµία.
Πολυακόρεστα λιπαρά οξέα: Η διαιτητική ανάγκη για βιταµίνη Ε αυξάνει όταν αυξάνουν τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα της δίαιτας.
Βιταµίνη Α: Η βιταµίνη Ε ελαττώνει την κατανάλωση βιταµίνης Α και προστατεύει εναντίον κάποιων συµπτωµάτων τοξικότητας της βιταµίνης Α. Πολύ υψηλά επίπεδα βιταµίνης Α µπορεί να αυξήσουν τις απαιτήσεις σε βιταµίνη Ε. Υπερβολικές δόσεις βιταµίνης Ε µπορεί να µειώσουν τη βιταµίνη Α.
Βιταµίνη C: Η βιταµίνη C µπορεί να ελαττώσει την κατανάλωση της βιταµίνης Ε. Η βιταµίνη Ε µπορεί αντίστοιχα να ελαττώσει την κατανάλωση της βιταµίνης C.
Βιταµίνη Κ: Υψηλές δόσεις βιταµίνης Ε (1200 mg ηµερησίως) αυξάνουν την απαίτηση για βιταµίνη Κ σε ασθενείς που παίρνουν αντιπηκτικά.
Ψευδάργυρος: Η έλλειψη ψευδαργύρου µπορεί να οδηγήσει σε χαµηλά επίπεδα πλάσµατος βιταµίνης Ε στο πλάσµα.