Οι αποκλειστές διαύλων ασβεστίου, που αναφέρονται και ως ανταγωνιστές ασβεστίου, παρεμποδίζουν την είσοδο ιόντων ασβεστίου από τους διαύλους των κυτταρικών μεμβρανών. Η δράση αυτή ασκείται κυρίως στον καρδιακό μυ και τις λείες μυϊκές ίνες των αγγείων.
Στον καρδιακό μυ προκαλούν ελάττωση της συσπαστικότητας, η οποία όμως αντισταθμίζεται από την ελάττωση του μεταφορτίου από την αγγειοδιαστολή. Στα αγγεία προκαλείται ελάττωση του μυϊκού τόνου και αγγειοδιαστολή τόσο στα περιφερικά όσο και στα στεφανιαία αγγεία.
Τέλος, στο ερεθισματαγωγό σύστημα προκαλούν ελάττωση της ταχύτητας αγωγής του ερεθίσματος. Για τους παραπάνω λόγους θα πρέπει να αποφεύγονται στην καρδιακή ανεπάρκεια, την οποία ενδέχεται να επιδεινώσουν.
Οι εκπρόσωποι της ομάδας αυτής διαφέρουν αρκετά ως προς τα σημεία στα οποία ασκεί ο καθένας την κύρια δράση του. Οι διαφορές που παρουσιάζουν μεταξύ τους ως προς τη δράση τους οι ανταγωνιστές ασβεστίου είναι μεγαλύτερες σε σχέση με εκείνες μεταξύ β-αποκλειστών. Υπάρχουν ως εκ τούτου σημαντικές διαφορές μεταξύ βεραπαμίλης, διλτιαζέμης και των παραγώγων της διυδροπυριδίνης (μανιδιπίνη, νιφεδιπίνη, νικαρδιπίνη, νιμοδιπίνη, νισολδιπίνη, αμλοδιπίνη, βαρνιδιπίνη, φελοδιπίνη, λασιδιπίνη, λερκαρνιδιπίνη, ισραδιπίνη).
Η βεραπαμίλη και η διλτιαζέμη θα πρέπει να αποφεύγονται σε καρδιακή ανεπάρκεια.
Η βεραπαμίλη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της στηθάγχης, της υπέρτασης και των αρρυθμιών. Μειώνει την καρδιακή παροχή, επιβραδύνει την καρδιακή συχνότητα και πιθανόν να επηρεάσει την κολποκοιλιακή αγωγιμότητα. Μπορεί να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια σε ασθενείς με δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας, να επιδεινώσει διαταραχές της αγωγιμότητας και να προκαλέσει υπόταση. Κατά κανόνα, δεν πρέπει να χορηγείται μαζί με β-αποκλειστές. Η δυσκοιλιότητα αποτελεί την πλέον συχνή παρενέργεια
Η νιφεδιπίνη μειώνει τον τόνο των λείων μυϊκών ινών και διαστέλλει τις στεφανιαίες και περιφερικές αρτηρίες. έχει μεγαλύτερη δράση στα αγγεία και μικρότερη στο μυοκάρδιο σε σχέση με τη βεραπαμίλη και δεν έχει αντιαρρυθμική δράση. Σπάνια προκαλεί καρδιακή ανεπάρκεια γιατί ακόμα και η μάλλον ασήμαντη αρνητική ινότροπη δράση της αντιρροπείται από την αγγειοδιασταλτική της. Η αμλοδιπίνη και η φελοδιπίνη μοιάζουν με τη νιφεδιπίνη και δεν έχουν αρνητική ινότροπη δράση.
Έχουν μακρότερο χρόνο δράσης και μπορούν να χορηγηθούν άπαξ ημερησίως. Η νιφεδιπίνη, η νικαρδιπίνη, η αμλοδιπίνη και η φελοδιπίνη χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της στηθάγχης και της υπέρτασης. Είναι πολύτιμα φάρμακα στην αγωγή των μορφών στηθάγχης που σχετίζονται με σπασμό των στεφανιαίων αγγείων. Χρησιμοποιούνται ως φάρμακα επικουρικά των β-αποκλειστών και σε ασθενείς που δεν ανέχονται τους β-αποκλειστές. Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων αυτών είναι οι εξάψεις και η κεφαλαλγία (μειώνεται μετά από μερικές μέρες), καθώς και το οίδημα των κάτω άκρων (δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στη χορήγηση διουρητικών). Οι ανεπιθύμητες ενέργειες οφείλονται στην αγγειοδιασταλτική δράση των φαρμάκων αυτών.
Η ισραδιπίνη, η λασιδιπίνη, η λερκανιδιπίνη και η νισολδιπίνη έχουν παρόμοια δράση με εκείνη της νιφεδιπίνης και της νικαρδιπίνης. Η ισραδιπίνη, η λασιδιπίνη, η λερκανιδιπίνη, η βαρνιδιπίνη και η μανιδιπίνη έχουν ένδειξη μόνο για την αγωγή της αρτηριακής υπέρτασης, ενώ η νισολδιπίνη και για τη στηθάγχη. Η νιμοδιπίνη μοιάζει με τη νιφεδιπίνη, αλλά η χαλαρωτική δράση της στους μαλακούς μυς ασκείται κατά βάση στοις εγκεφαλικές αρτηρίες.
Η διλτιαζέμη έχει δράση ενδιάμεση μεταξύ βεραπαμίλης και διυδροπυριδινών. Είναι δραστική στις περισσότερες μορφές της στηθάγχης. Οι τροποποιημένης αποδέσμευσης μορφές έχουν ένδειξη και για την αγωγή της υπέρτασης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς στους οποίους οι β-αποκλειστές αντενδείκνυνται ή είναι αναποτελεσματικοί. έχει μικρότερη αρνητική ινότροπη δράση σε σχέση με τη βεραπαμίλη. Η ταυτόχρονη χρήση της με β-αποκλειστές απαιτεί προσοχή.
Οι ανταγωνιστές ασβεστίου δεν μειώνουν τον κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου σε ασθενείς με ασταθή στηθάγχη. Η βεραπαμίλη και η διλτιαζέμη πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο σε ασθενείς που έχουν συμπτώματα ανθεκτικά μετά από χορήγηση β-αποκλειστών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η απότομη διακοπή ανταγωνιστών ασβεστίου μπορεί να προκαλέσει αύξηση των στηθαγχικών συμπτωμάτων.
Οι ανταγωνιστές ασβεστίου φελοδιπίνη, ισραδιπίνη, λασιδιπίνη, λερκαρνιδιπίνη, μανιδιπίνη, νικαρδιπίνη, νιφεδιπίνη, νιμοδιπίνη, νισολδιπίνη και βεραπαμίλη δεν πρέπει να λαμβάνονται ταυτόχρονα με χυμό γκρέιπ-φρουτ, ο οποίος μπορεί να μεταβάλει τον μεταβολισμό αυτών των ουσιών.
Δραστικές ουσίες που ανήκουν στους αποκλειστές διαύλων ασβεστίου
Διλτιαζέμη. Η διλτιαζέμη (diltiazem) είναι ανταγωνιστής ασβεστίου με αντιστηθαγχική και αντιυπερτασική δράση.
Φελοδιπίνη. Η φελοδιπίνη (felodipine) είναι ένας αγγειοεκλεκτικός ανταγωνιστής ασβεστίου. Έχει ισχυρότερη επίδραση στις λείες μυϊκές ίνες των αγγείων από ότι στο μυοκάρδιο. Η φελοδιπίνη διαστέλλει επιλεκτικά τα αρτηρίδια χωρίς επίδραση στα φλεβικά αγγεία.
Ισραδιπίνη. Η ισραδιπίνη (isradipine) είναι ένας διϋδροπυριδινικός ανταγωνιστής του ασβεστίου με μεγαλύτερη συγγένεια για τους διαύλους του ασβεστίου στις αρτηρίες των λείων μυών παρά για εκείνους που βρίσκονται στο μυοκάρδιο. Έτσι, προκαλεί αγγειοδιαστολή των περιφερειακών, στεφανιαίων και εγκεφαλικών αρτηριών χωρίς να καταστέλλει ιδιαιτέρως την καρδιακή λειτουργία.
Λασιδιπίνη. Η λασιδιπίνη (lacidipine) είναι ειδικός και ισχυρός ανταγωνιστής των διαύλων ασβεστίου με επικρατέστερη την εκλεκτικότητά της επί των διαύλων ασβεστίου των λείων μυϊκών ινών των αγγείων. Η κυριότερη δράση της είναι η διαστολή των περιφερικών αρτηριολίων, με αποτέλεσμα τη μείωση της περιφερικής αγγειακής αντίστασης και της αρτηριακής πίεσης.
Λερκανιδιπίνη. Η λερκανιδιπίνη (lercanidipine) ανήκει σε μια κατηγορία φαρμάκων που ονομάζονται διυδροπυριδίνες. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της υψηλής αρτηριακής πίεσης.
Μανιδιπίνη. Η μανιδιπίνη (manidipine) είναι ένας εκλεκτικός αναστολέας διαύλων ασβεστίου με κύρια αγγειακή δράση, της ομάδας των διϋδροπυριδινών, που εμφανίζει αντιυπερτασική δράση και φαρμακοδυναμικές ιδιότητες ευνοϊκές για τη νεφρική λειτουργία.
Νιφεδιπίνη. Η νιφεδιπίνη (nifedipine) είναι μια διϋδροπυριδίνη και ανήκει στην κατηγορία των ανταγωνιστών ασβεστίου. Η νιφεδιπίνη παρεμποδίζει την είσοδο ιόντων ασβεστίου από τους διαύλους των κυτταρικών μεμβρανών με αποτέλεσμα την ελάττωση του μεταφορτίου από την αγγειοδιαστολή.
Νιμοδιπίνη. H νιμοδιπίνη (nimodipine) είναι ένας ανταγωνιστής ασβεστίου που ανήκει στην ομάδα των 1,4- διϋδροπυριδινών. Η νιμοδιπίνη αναστέλει τη μεταφορά των ιόντων ασβεσίου στα κύτταρα των αγγείων και συνεπώς αναστέλει τις συσπάσεις του αγγειακού λείου μυϊκού ιστού.
Νισολδιπίνη. Η νισολδιπίνη (nisoldipine) είναι ένας ειδικός και ισχυρός ανταγωνιστής ασβεστίου της τάξης των διϋδροπιριδινών. Η νισολδιπίνη έχει επιλεκτική ανασταλτική δράση στους αργούς, φορτίου-εξαρτώμενους διαύλους ασβεστίου. Η αντιστηθαγχική και αντιυπερτασική δράση της νισολδιπίνης καθορίζεται από μεγάλη αγγειακή εκλεκτικότητα, την αγγειοδιασταλτική δράση και ως επακόλουθο τη μείωση του μεταφορτίου και τις διουρητικές ιδιότητες.