ΣΤΑΤΙΝΕΣ: Ενδείξεις – δοσολογία – παρενέργειες

Οι στατίνες (λοβαστατίνη, σιμβαστατίνη, πραβαστατίνη κλπ) αναστέλλουν την αναγωγάση του 3-υδροξυ-3-μεθυλγλουταρικού συνενζύμου Α (HMG-CoA), ενός ενζύμου που ρυθμίζει την ταχύτητα σύνθεσης της χοληστερόλης. Με αυτό τον τρόπο οι στατίνες αναστέλλουν τη σύνθεση της χοληστερόλης σε πολύ πρώιμο στάδιο. Είναι πολύ ισχυρά αντιχοληστερολικά φάρμακα, αλλά λιγότερο δραστικά από τις φιβράτες στη μείωση των τριγλυκεριδίων.

Ο συνδυασμός μιας στατίνης με νικοτινικό οξύ ή φιβράτη και ορισμένα άλλα φάρμακα φέρει αυξημένο κίνδυνο παρενεργειών στους μυς συμπεριλαμβανομένης της ραβδομυόλυσης. Ασθενείς με υποθυρεοειδισμό πρέπει να λάβουν επαρκή θεραπεία υποκατάστασης πριν από τον υπολογισμό των απαιτήσεών τους για υπολιπιδαιμική αγωγή, διότι η διόρθωση του υποθυρεοειδισμού από μόνη της μπορεί να επιλύσει τη διαταραχή των λιπιδίων. Μη αντιμετωπισθείς υποθυρεοειδισμός αυξάνει τον κίνδυνο μυοσίτιδας μετά τη λήψη υπολιπιδαιμικών φαρμάκων. Το αυτό ισχύει για ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.

Οι στατίνες είναι πιο ισχυρά φάρμακα από τις ρητίνες ανταλλαγής ιόντων στη μείωση της LDL-χοληστερόλης, αλλά λιγότερο δραστικά στη μείωση των τριγλυκεριδίων και την αύξηση της HDL. Μειώνουν το σύνολο των αθηροσκληρωτικών καρδιαγγειακών συμβαμάτων, καθώς και τη συνολική θνητότητα των ασθενών συμπεριλαμβανομένων των ηλικιωμένων, που βρίσκονται σε κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο, όπως αυτοί με στεφανιαία νόσο (συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού στηθάγχης ή εμφράγματος του μυοκαρδίου), αποφρακτική αρτηριακή νόσο, μη αιμορραγικό επεισόδιο, παροδικά ισχαιμικά επεισόδια, σακχαρώδη διαβήτη.

Επίσης είναι φάρμακα που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη δευτεροπαθή πρόληψη καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο, αποφρακτική αρτηριακή νόσο ή ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου και στην πρωτοπαθή πρόληψη καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε ασθενείς υψηλού κινδύνου. Γενικά ο στόχος είναι η μείωση της ολικής χοληστερόλης πλάσματος σε < 5mmol/l και της LDL-χοληστερόλης σε < 3mmol/l. Συνιστάται προσαρμογή της δόσης τους ανάλογα με την ανταπόκριση κάθε 4 εβδομάδες.

Αντενδείξεις: Ενεργή ηπατική νόσος ή ανεξήγητα εμμένουσες αυξήσεις των τρανσαμινασών περισσότερο από 3 φορές από το ανώτερο φυσιολογικό όριο. Περίοδος κύησης και γαλουχίας, γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία που δεν λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα αντισύλληψης.

Προσοχή στη χορήγηση: Να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς που καταναλώνουν σημαντικές ποσότητες αλκοόλ ή έχουν ιστορικό ηπατικής νόσου και σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου για μυοπάθεια. Συνιστάται να γίνεται έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας πριν την έναρξη της θεραπείας, την 6η και 12η εβδομάδα μετά την έναρξή της ή μετά από αύξηση της δόσης και στη συνέχεια, περιοδικά, (π.χ. κάθε 6 μήνες) σε όλους τους ασθενείς. Εάν τα επίπεδα των τρανσαμινασών αυξηθούν περισσότερο από 3 φορές από το ανώτερο φυσιολογικό όριο και επιμένουν, το φάρμακο πρέπει να διακοπεί.

Παρενέργειες – Αλληλεπιδράσεις: Για την επίδραση στο συκώτι βλ. Προσοχή στη χορήγηση. Μπορεί επίσης να επιδράσουν στους σκελετικούς μυς. Σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι η αναστρέψιμη μυοσίτιδα και η ραβδομυόλυση. Ο κίνδυνος είναι σπάνιος, η συχνότητά τους όμως αυξάνει με τη συγχορήγηση φαρμάκων που αυξάνουν τη στάθμη των στατινών στο αίμα και δια τούτο δεν ενδείκνυται. Τέτοια φάρμακα είναι οι φιβράτες, το νικοτινικό οξύ και η κυκλοσπορίνη και για ορισμένες στατίνες οι αναστολείς πρωτεασών, τα αντιμυκητιασικά τύπου αζόλης (κετοκοναζόλη κ.λ.π.), αντιμικροβιακά της ομάδας των μακρολιδίων (ερυθρομυκίνη κ.λ.π.), η βεραπαμίλη, η αμιωδαρόνη, η διλτιαζέμη και ο χυμός γκρέιπ-φρουτ (συμβουλευθείτε τους εγκεκριμένους όρους χορήγησης εκάστου προϊόντος).

Πρέπει να ζητείται από τους ασθενείς να αναφέρουν αμέσως ανεξήγητο μυϊκό πόνο, αδυναμία ή κράμπες, ιδιαίτερα αν συνοδεύονται από κακουχία ή πυρετό. Σ’ αυτούς τους ασθενείς, πρέπει να μετρηθούν τα επίπεδα της κινάσης της κρεατίνης (CK). Εάν τα επίπεδα της κινάσης της κρεατίνης είναι σαφώς αυξημένα ή τα συμπτώματα από το μυϊκό σύστημα είναι σοβαρά και προκαλούν καθημερινά δυσφορία, η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται. Θα πρέπει να γίνει μέτρηση της CK πριν από την έναρξη της θεραπείας στις περιπτώσεις ηλικιωμένων > 70 ετών, νεφρικής ανεπάρκειας, ανεξέλεγκτου υποθυρεοειδισμού, ατομικού ή οικογενειακού ιστορικού κληρονομικών μυϊκών διαταραχών, ιστορικού μυϊκής τοξικότητας μετά από λήψη στατίνης ή φιβράτης, κατάχρησης οινοπνεύματος. Σ’ αυτές τις καταστάσεις θα εκτιμηθεί ο κίνδυνος της θεραπείας σε σχέση με το πιθανό όφελος και συνιστάται κλινική παρακολούθηση. Εάν τα επίπεδα της κινάσης της κρεατίνης είναι σημαντικά αυξημένα πριν την έναρξη της θεραπείας, αυτή δεν πρέπει να αρχίσει.

Aλλες αξιόλογες αλληλεπιδράσεις: Ο μεταβολισμός της φλουβαστατίνης αυξάνει με ριφαμπικίνη (μειωμένη αποτελεσματικότητα), η ροσουβαστατίνη αυξάνει τη στάθμη οιστρογόνων, προγεστερόνης, αντιπηκτικών ουσιών (καθώς και η σιμβαστατίνη, λοβαστατίνη) και η ατορβαστατίνη της διγοξίνης. Σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα κουμαρινικά αντιπηκτικά, θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά ο χρόνος προθρομβίνης ώσπου να σταθεροποιηθεί στα επιθυμητά επίπεδα.

Ατορβαστατίνη ασβεστιούχος (Atorvastatin Calcium)

Eνδείξεις: Πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία, συμπεριλαμβανομένης της ετερόζυγης οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας και της συνδυασμένης (μικτής) υπερλιπιδαιμίας (τύπος ΙIα και ΙΙβ), ομόζυγη οικογενής υπερχοληστερολαιμία όταν έχουν αποτύχει η διαιτητική αγωγή και τα άλλα μέτρα.

Δοσολογία: 10 mg εφάπαξ ημερησίως. Σε ανεπαρκή ανταπόκριση η δόση μπορεί να αυξάνεται, κατά 10 mg έως 40 mg ημερησίως. Mέγιστη δόση 80 mg εφάπαξ ημερησίως. Η παιδιατρική χρήση ασθενών ηλικίας 4 – 17 ετών πρέπει να συνιστάται μόνο από τους ειδικούς σε σοβαρές δυσλιπιδαιμίες, όπως η ομόζυγος οικογενής υπερχοληστερολαιμία.

Λοβαστατίνη (Lovastatin)

Eνδείξεις: Πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία (τύπος ΙΙα, ΙΙβ), σε ασθενείς που δεν έχουν ανταποκριθεί στη δίαιτα και τα άλλα μέτρα.

Παρενέργειες
Γενικές: κόπωση, θωρακικός πόνος.
Γαστρεντερικές: ναυτία, έμετος, διάρροια, δυσκοιλιότητα, επιγαστρικό άλγος, μετεωρισμός.
Αναπνευστικές: ρινίτιδα, λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού.
Μυοσκελετικές: μυαλγίες, μυοσίτιδα.
Νευρικές: κεφαλαλγία, ζάλη.
Δερματολογικές: εξάνθημα.
Οφθαλμολογικές: θολερότητα των φακών.
Εργαστηριακά ευρήματα: αύξηση τρανσαμινασών και κρεατινικής φωσφοκινάσης.

Προσοχή στη χορήγηση: Οφθαλμολογικός έλεγχος με σχισμοειδή λυχνία πριν ή αμέσως μετά την έναρξη της θεραπείας και στη συνέχεια κάθε χρόνο.

Δοσολογία: Συνήθης αρχική δόση 20 mg εφάπαξ τη νύκτα. Η δοσολογία μπορεί να αυξηθεί έως 80 mg εφάπαξ ή σε διαιρεμένες δόσεις, σταδιακά. Σε ταυτόχρονη λήψη με λοβαστατίνη ανοσοκατασταλτικά φάρμακα συμπεριλαμβανομένης της κυκλοσπορίνης, φιβράτες ή δόσεις νιασίνης > 1g ημερησίως, αρχική δόση 10mg και μέγιστη 20 mg ημερησίως, ενώ με αμιωδαρόνη ή βεραπαμίλη μέγιστη δόση 40 mg ημερησίως. Δεν χορηγείται σε άτομα < 20 ετών.

Πραβαστατίνη νατριούχος (Pravastatin Sodium)

Ενδείξεις: Πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία ή μικτή δυσλιπιδαιμία, εάν έχει αποτύχει η διαιτητική αγωγή και τα άλλα μέτρα. Συμπληρωματικό της διαιτητικής αγωγής σε άτομα με υπερχοληστερολαιμία και αθηροσκλήρυνση των στεφανιαίων με ή χωρίς στηθάγχη ή έμφραγμα του μυοκαρδίου, πρόληψη νέου εμφράγματος ή καρδιαγγειακού επεισοδίου. Μείωση της υπερλιπιδαιμίας μετά από μεταμόσχευση ολοκλήρου οργάνου.

Δοσολογία
Συνήθης αρχική δόση 10mg εφάπαξ ημερησίως τη νύκτα, προοδευτικά αυξανόμενη κατά 10 mg. Μέγιστη δόση 40 mg εφάπαξ ημερησίως.

Παιδιά και έφηβοι (8-18 χρονών) μόνο για ετερόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία: 10-20 mg μια φορά την ημέρα για άτομα 8-13 ετών και 10-40 mg την ημέρα για άτομα 14-18 ετών. Σε ταυτόχρονη λήψη κυκλοσπορίνης με ή χωρίς άλλα ανοσοκατασταλτικά, έναρξη με 20 mg ημερησίως και ρύθμιση στα 40 mg με προσοχή.

Ροσουβαστατίνη ασβεστιούχος (Rosuvastatin Calcium)

Ενδείξεις: Πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία (τύπου ΙΙa, συμπεριλαμβανομένης της ετερόζυγης οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας) ή μικτή δυσλιπιδαιμία (τύπου ΙΙb). Ομόζυγη οικογενής υπερχοληστερολαιμία, ως συμπλήρωμα της δίαιτας και άλλων θεραπευτικών αγωγών που μειώνουν τα λιπίδια (π.χ. αφαίρεση της LDL εκ του πλάσματος) ή όταν αυτές οι αγωγές δεν είναι κατάλληλες.

Αντενδείξεις: Βλ. εισαγωγή. Επίσης σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης < 30ml/min). Η δόση των 40 mg αντενδείκνυται σε ασθενείς με παράγοντες που προδιαθέτουν σε μυοπάθεια/ραβδομυόλυση.

Παρενέργειες: Βλ. Λοβαστατίνη. Επίσης πρωτεϊνουρία.
Αλληλεπιδράσεις: Συγχορήγηση κυκλοσπορίνης αυξάνει κατά 7 φορές τη στάθμη της. Τα αντιόξινα εμποδίζουν την απορρόφησή της. Βλ. επίσης εισαγωγή.

Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Λοβαστατίνη και εισαγωγή.

Δοσολογία: έναρξη με 5 ή 10mg ημερησίως από το στόμα με ή χωρίς τροφή. Αύξηση της δόσης σε 20mg μετά 4 εβδομάδες εάν κριθεί απαραίτητο. Η δόση των 40mg φυλάσσεται για περιπτώσεις σοβαρής υπερχοληστερολαιμίας, με υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο. Δεν χορηγείται σε παιδιά.

Σιμβαστατίνη (Simvastatin)

Ενδείξεις: Πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία, ομόζυγη και ετερόζυγη οικογενής υπερχοληστερολαιμία, μικτή υπερλιπιδαιμία, όταν έχουν αποτύχει η διαιτητική αγωγή και τα άλλα μέτρα. Πρόληψη στεφανιαίων επεισοδίων σε άτομα με αθηροσκλήρυνση των στεφανιαίων αγγείων.

Δοσολογία: Σε πρωτοπαθή, ετερόζυγη οικογενή και μικτή υπερχοληστερολαιμία έναρξη με 10 mg κάθε βράδυ με βαθμιαία αύξηση, εάν απαιτείται, κάθε 4 εβδομάδες έως 80 mg ημερησίως. Σε ομόζυγη οικογενή μορφή 40 mg κάθε βράδυ ή 80 mg ημερησίως, σε 3 δόσεις, με τη μεγαλύτερη το βράδυ. Σε στεφανιαία νόσο 20 mg κάθε βράδυ με βαθμιαία αύξηση, εάν απαιτείται, έως 40 mg την ημέρα. Σε συγχορήγηση κυκλοσπορίνης, φιβρατών (εκτός φαινοφιβράτης) ή νιασίνης ≥ 1 g ημερησίως μέγιστη δόση 10 mg ημερησίως. Σε συγχορήγηση αμιωδαρόνης ή βεραπαμίλης μέγιστη δόση 20 mg ημερησίως, ενώ διλτιαζέμης 40 mg ημερησίως. Δεν συνιστάται σε παιδιά και εφήβους.

Φλουβαστατίνη νατριούχος (Fluvastatin Sodium)

Eνδείξεις: Πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία και μικτή υπερλιπιδαιμία (τύπου ΙΙα και ΙΙβ) όταν έχουν αποτύχει η δίαιτα και τα άλλα μέτρα. Επιβράδυνση της εξέλιξης της αθηροσκλήρυνσης των στεφανιαίων αγγείων σε πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία και στεφανιαία νόσο σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στη διαιτητική αγωγή.

Δοσολογία: Αρχικά 20 mg ημερησίως κάθε βράδυ ανεξάρτητα από τα γεύματα, συνήθης δόση διατήρησης 20-40 mg ημερησίως, προσαρμογή δόσης ανάλογα με την ανταπόκριση κάθε 4 εβδομάδες, ανωτάτη δόση 40 mg δύο φορές την ημέρα ή 80 mg ως ένα δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης μία φορά την ημέρα το βράδυ. Δεν χορηγείται σε παιδιά και εφήβους.

Δείτε επίσης