Η νιασίνη (βιταμίνη Β3) είναι µια υδατοδιαλυτή βιταµίνη του συµπλέγµατος των βιταµινών Β. Η Συνιστώμενη Ημερήσια Πρόσληψη είναι 18 mg για τους άνδρες και 14 mg για τις γυναίκες – οι θηλάζουσες και οι έγκυες χρειάζονται περισσότερη ποσότητα.
Νιασίνη είναι ο γενικός όρος, ο οποίος χρησιµοποιείται για να περιγράψει τα συστατικά που παρουσιάζουν τις βιολογικές ιδιότητες του νικοτιναµιδίου. Στην τροφή συναντάται ως νικοτιναµίδιο και νικοτινικό οξύ. Είναι γνωστή και ως νιασιναµίδιο.
Οι απαιτήσεις και η διατροφική αξία των τροφίµων σε νιασίνη υπολογίζονται από το σύνολο του περιεχοµένου νικοτινικού οξέος και νικοτιναµιδίου. Η νιασίνη προέρχεται επίσης και από τη φυσιολογική µετατροπή του αµινοξέος τρυπτοφάνη στο σώµα.
Κατά µέσον όρο, 60 mg τρυπτοφάνης ισοδυναµούν µε 1 mg νιασίνης. Ισχύει η παρακάτω σχέση.
Νιασίνη (mg ισοδυνάµων) = νικοτινικό οξύ + νικοτιναµίδιο (mg) + τρυπτοφάνη (mg)/60
ΤΡΟΦΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β3 (σε mg)
ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Το νικοτιναµίδιο είναι διαθέσιµο σε µορφή δισκίων, αλλά συναντάται και σε πολυβιταµινούχα συµπληρώµατα καθώς και σε συµπληρώµατα µετάλλων. Τα διαιτητικά συµπληρώµατα παρέχουν γενικά 30-50 mg ηµερησίως.
ΔΡΑΣΗ
Ως βιταµίνη, η νιασίνη λειτουργεί σαν συστατικό 2 συνενζύµων. Του νικοτιναµινο-αδένινοδινουκλεοτίδιου (NAD) και του διφοσφωρικού νικοτινάµινο-αδένινο-δινουκλεοτίδιου
(NADP). Τα συγκεκριµένα συνένζυµα συµµετέχουν σε πολλές µεταβολικές διεργασίες, όπως στη γλυκόλυση, στην κυτταρική αναπνοή και στο µεταβολισµό των λιπών, των πουρινών καιτ ων αµινοξέων.
Σε δόσεις πάνω από τις διατροφικές απαιτήσεις, το νικοτινικό οξύ (όχι όµως και το νικοτιναµίδιο) µειώνει τη χοληστερόλη ορού και τα τριγλυκερίδια, παρεµποδίζοντας τη σύνθεση των πολύ χαµηλής περιεκτικότητας λιποπρωτεινών (VLDL), οι οποίες είναι πρόδροµοι των χαµηλής περιεκτικότητας λιποπρωτεινών (LDL). Το νικοτινικό οξύ προκαλεί επίσης άµεση περιφερική αγγειοδιαστολή.
Η νιασίνη είναι αξιοσηµείωτα σταθερή και ανθεκτική στη θερµότητα, τη µαγειρική παρασκευή και την αποθήκευση για λογικές χρονικές περιόδους. Τα δηµητριακά του πρωινού είναι εµπλουτισµένα µε νιασίνη, όµως τα φυσικά δηµητριακά περιέχουν µικρές ποσότητες.
ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ
Το νικοτιναµίδιο και το νικοτινικό οξύ απορροφώνται από το δωδεκαδάκτυλο µε υποβοηθούµενη διάχυση (σε χαµηλές συγκεντρώσεις) και µε παθητική διάχυση (σε μεγάλες συγκεντρώσεις).
Η µετατροπή της νιασίνης σε συνένζυµα γίνεται στους περισσότερους ιστούς.
Η απέκκριση συµβαίνει κυρίως µέσω των ούρων. Η νιασίνη εκκρίνεται και στο µητρικό γάλα.
ΕΛΛΕΙΨΗ
Η ανεπάρκεια της νιασίνης (σπάνια στη Μ. Βρετανία) µπορεί να οδηγήσει σε πελλάγρα. Τα πρώιµα συµπτώµατα είναι ακαθόριστα και µπορεί να περιλαµβάνουν µειωµένη όρεξη, απώλεια βάρους, γαστρεντερικές ενοχλήσεις, αδυναµία, ευερεθιστότητα και αδυναµία συγκέντρωσης. Τα συµπτώµατα της προχωρηµένης ανεπάρκειας περιλαµβάνουν ξηροστοµία, γλωσσίτιδα και στοµατίτιδα. Η πελλάγρα χαρακτηρίζεται από δερµατίτιδα (κυρίως στις περιοχές που εκτίθενται στον ήλιο), παράνοια (σύγχυση, αποπροσανατολισµό, αποπληξία και παραισθήσεις) και διάρροια.
ΧΡΗΣΕΙΣ
Παρόλο που έχουν διατυπωθεί ισχυρισµοί για τη χρήση της νιασίνης στην αρθρίτιδα, στη σχιζοφρένια και σε άλλες ψυχικές διαταραχές, στην εξάρτηση από το αλκοόλ, αυτές δεν έχουν ακόµα αποδειχθεί. Το νικοτινικό οξύ µπορεί να χορηγηθεί µε ιατρική συνταγή για την υπερλιπιδαιµία.
ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Είναι προτιµότερο να αποφεύγονται µεγάλες δόσεις νιασίνης σε περιπτώσεις ουρικής αρθρίτιδας (µπορεί να αυξήσει τα επίπεδα ουρικού οξέος), στο πεπτικό έλκος (µπορεί να ενεργοποιήσει ένα έλκος) και στις ηπατικές παθήσεις (πιθανή επιδείνωση). Οι µεγάλες δόσεις θα πρέπει επίσης να χρησιµοποιούνται µε προσοχή στο σακχαρώδη διαβήτη. Τα συµπληρώµατα µε νικοτινικό οξύ δεν θα πρέπει να χρησιµοποιούνται για τη µείωση των επιπέδων χοληστερόλης χωρίς ιατρική έγκριση.
Κατά την εγκυµοσύνη και τον θηλασµό δεν έχουν αναφερθεί επιπλοκές.
ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Το νικοτινικό οξύ και το νικοτιναµίδιο µπορεί να είναι τοξικά σε µεγάλες ποσότητες, αλλά οι ανεπιθύµητες ενέργειές τους διαφέρουν.
Νικοτιναµίδιο. Σε φυσιολογικές δόσεις, το νικοτιναµίδιο δεν είναι τοξικό, αλλά η χρόνια χορήγηση σε δόσεις 3 g ηµερησίως για περιόδους µεγαλύτερες από 3 µήνες µπορεί να προκαλέσει ναυτία, πονοκεφάλους, καυσαλγία, κούραση, πονόλαιµο, ξηρά µαλλιά και δέρµα, θαµπή όψη.
Νικοτινικό οξύ. Σε δόσεις 100-200 mg παρατηρούνται συµπτώµατα όπως οξεία έξαψη, πονοκέφαλοι, ζαλάδες, ναυτία, κνησµός, έµετοι, περιστασιακά περιορισµένη αντοχή στη γλυκόζη, αυξηµένα επίπεδα ουρικού οξέος, σπάνια ηπατική βλάβη (συχνότερα όταν χορηγούνται σκευάσµατα βραδείας αποδέσµευσης) και υπέρταση.
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Σε συνδυασµό µε φάρµακα για τη µείωση των λιπιδίων µπορεί να υπάρξει κίνδυνος για ραβδοµυόλυση και µυοπάθεια. Η συνδυασµένη θεραπεία απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση.
Η ανεπάρκεια, ή η περίσσεια µίας εκ των βιταµινών Β προκαλεί διαταραχές στο µεταβολισµό των άλλων.