Κάποιος που έχει υποστεί ηλιακό έγκαυμα βιώνει δυσφορία για τουλάχιστον 1 ή 2 μέρες, ακόμη και άλγος, προτού ανακουφιστεί αρκετά. Δεν είναι ασύνηθες για τα άτομα αυτά να μην πηγαίνουν στην εργασία τους.
UVA και UVB
Το φάσμα της ηλιακής ακτινοβολίας χωρίζεται σε περιοχές ανάλογα με το μήκος κύματος. Τα τμήματα του ηλιακού φάσματος που έχουν σημασία στην ιατρική και την υγεία περιλαμβάνουν το ορατό φως (400-760 nm), την υπέρυθρη ακτινοβολία (πέρα από τα 760 nm) την υπεριώδη ακτινοβολία ή UV (κάτω από τα 400 nm).
Το ορατό φως έχει περιορισμένη βιολογική δράση, εκτός από τη διέγερση του αμφιβληστροειδούς.
Η υπέρυθρη ακτινοβολία βιώνεται ως ακτινοβολούσα θερμότητα.
Το φάσμα της UV χωρίζεται σε τρεις δέσμες:
- τη UVA, 320 έως 400 nm. Η UVA χωρίζεται σε δύο υποκατηγορίες: τη UVAI (340-400 nm) και τη UVAII (320-340 nm).
- τη UVB, 280 έως 320 nm
- και τη UVC, 200 έως 280 nm. Ουσιαστικά η UVC δεν φθάνει στην επιφάνεια της γης, επειδή απορροφάται από τη ζώνη του όζοντος πάνω από τη γη.
Η ελάχιστη ποσότητα φωτός συγκεκριμένου μήκους κύματος, ικανού να προκαλέσει ερύθημα στο δέρμα ενός ατόμου καλείται ελάχιστη ερυθηματογόνος δόση (MED).
Εφόσον η ελάχιστη ερυθηματογόνος δόση διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του δέρματος και τη μεθοδολογία, χρησιμοποιείται συχνά η συνήθης ερυθηματογονος δόση (SED) για να εκφράσει την ποσότητα της αποτελεσματικής ερυθηματογόνου έκθεσης στη UV. Μια SED ισοδυναμεί με 100 J/m2 περίπου.
Αν και η ποσότητα της UVA ακτινοβολίας είναι 100 φορές μεγαλύτερη από εκείνη της UVB το μεσημέρι, η τελευταία είναι έως και 1000 φορές περισσότερο ερυθηματογόνος. Ουσιαστικά το ηλιακό ερύθημα προέρχεται από τη δράση της UVB. Όμως οι ακτίνες UVA φτάνουν βαθύτερα στις στοιβάδες του δέρματος προκαλώντας φωτογήρανση.
Τα δραστικότερα βιαλογικώς μήκη κύματος της ηλιακής ακτινοβολίας που προκαλούν έγκαυμα είναι τα 308 nm.
Αν και η UVA δεν συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην πρόκληση ηλιακού ερυθήματος και εγκαύματος, στην περίπτωση φαρμα-κογενούς φωτοευαισθησίας είναι εξαιρετικά σημαντική.
Η ποσότητα έκθεσης στη UV αυξάνεται στα μεγαλύτερα υψόμετρα, είναι ουσιαστικά μεγαλύτερη σε εύκρατα κλίματα κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών και είναι εντονότερη σε τροπικές περιοχές. Η UVA μπορεί να αντανακλάται σε μεγαλύτερο βαθμό από την άμμο, το χιόνι,τον πάγο και το νερό, σε σχέση με τη UVB.
Τα σύννεφα, αν και αποκλείουν σημαντικές ποσότητες ορατού φωτός, απορροφούν ελάχιστα την υπεριώδη ακτινοβολία. Κατά τη διάρκεια των 4-6 μεσημεριανών ωρών της ημέρας, η ένταση της UVB είναι 2-4 φορές μεγαλύτερη απ’ ότι νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ.
Σημεία και συμπτώματα του ηλιακού εγκαύματος
Το ηλιακό έγκαυμα είναι η φυσιολογική δερματική αντίδραση στην ηλιακή ακτινοβολία μετά από έκθεση σε μια υπερβολική ερυθηματογόνο δόση. Αυτή ισοδυναμεί με 4 SED σε λευκό δέρμα που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο.
Το ερύθημα από τη UVB ξεκινά γύρω στις 6 ώρες και κορυφώνεται στις 12 έως 24 ώρες μετά από την έκθεση στον ήλιο.
Το ερύθημα ακολουθείται από ευαισθησία και σε σοβαρές περιπτώσεις, από ανάπτυξη πομφολύγων, οι οποίες μπορεί να καταστούν συρρέουσες. Η δυσφορία μπορεί να είναι έντονη, το πρήξιμο παρουσιάζεται κυρίως στα άκρα και το πρόσωπο, και μπορεί να εκδηλωθούν ρίγη, πυρετός, ναυτία, ταχυκαρδία και υπόταση.
Σε βαριές περιπτώσεις τα συμπτώματα αυτά είναι δυνατόν να διαρκούν μέχρι και μια εβδομάδα. Απολέπιση εμφανίζεται συχνά 1 εβδομάδα περίπου μετά το ηλιακό έγκαυμα και παρατηρείται ακόμα και σε περιοχές στις οποίες δεν έχουν αναπτυχθεί πομφόλυγες.
Μετά από την έκθεση στη UV, η χρωστική του δέρματος υφίσταται δύο αλλαγές: άμεσο μαύρισμα της χρωστικής (IPD, φαινόμενο Meirowsky) και όψιμη μελανινογένεση.
Το μαύρισμα καθίσταται μέγιστο μέσα σε ώρες μετά από την ηλιακή έκθεση και οφείλεται σε μεταβολικές αλλαγές και στην επανακατανομή της μελανίνης που ήδη υπάρχει στο δέρμα. Εμφανίζεται μετά από έκθεση στη μεγάλου μήκους κύματος UVB, τη UVA και το ορατό φως.
Με μεγάλες δόσεις UVA, το αρχικό μαύρισμα είναι παρατεταμένο και συγχωνεύεται με την όψιμη μελανινογένεση. Το όψιμο μαύρισμα προκαλείται από τα ίδια μήκη κύματος της UVB που προκαλούν ερύθημα, ξεκινά 2 έως 3 μέρες μετά από την έκθεση και διαρκεί 10 έως 14 μέρες. Προσοχή, τo μαύρισμα δεν προστατεύει από την ηλιακή ακτινοβολία.
Η όψιμη μελανινογένεση που οφείλεται στη UVB επάγεται μέσω της πρόκλησης βλάβης στο DNA και του σχηματισμού διμερών πυριμιδίνης κυκλοβΰυτανίου (CPD). Κατά συνέπεια, αν και το όψιμο μαύρισμα που οφείλεται στη UVB όντως παρέχει κάποια προστασία από την περαιτέρω ηλιακή βλάβη, αυτό γίνεται εις βάρος τόσο της επιδερμίδας, όσο και του χορίου.
Ως εκ τούτου, το μαύρισμα δεν συνιστάται ως προστασία από τον ήλιο. Το τεχνητό μαύρισμα σε σολάριουμ. ενώ αυξάνει την χρωστική του δέρματος, δεν αυξάνει τη MED της UVB και επομένως δεν προφυλάσσει από τις βλάβες προκαλεί η UVΒ.
Η έκθεση τόσο στη UVA, όσο και τη UVB προκαλεί αύξηση του πάχους της επιδερμίδας, ειδικά της κεράτινης στιβάδας. Αυτή η πάχυνση της επιδερμίδας οδηγεί στην αυξημένη ανοχή σε επιπλέον ηλιακή ακτινοβολία. Οι ασθενείς με λεύκη είναι δυνατόν να αυξήσουν με το μηχανισμό αυτό την έκθεση τους στη UV χωρίς να υφίστανται έγκαυμα.
Θεραπεία
Από τη στιγμή που έχει εμφανιστεί ερύθημα και έχουν εκδηλωθεί άλλα συμπτώματα, η θεραπεία του ηλιακού εγκαύματος έχει μικρή αποτελεσματικότητα. Η βλάβη έχει ήδη συντελεσθεί και έχει πυροδοτηθεί ο καταρράκτης της φλεγμονής.
Οι προσταγλανδίνες, ειδικά της σειράς Ε, είναι σημαντικοί μεσολαβητές. Έχουν μελετηθεί η ασπιρίνη (ASA: acetylsalicylic acid) και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (NSAIDs), συμπεριλαμβανομένης και της ινδομεθακίνης, καθώς επίσης και τα τοπικά και συστηματικά στεροειδή.
Τα τοπικά στεροειδή μέσης ισχύος όταν εφαρμόζονται 6 ώρες μετά από την έκθεση (μόλις πρωτοεμφανίζεται το ερύθημα) περιορίζουν τα συμπτώματα και τα σημεία κατά 10% έως 20%.
Εφόσον τα χορηγούμενα από το στόμα NSAIDs και τα συστηματικά στεροειδή έχουν δοκιμαστεί κυρίως πριν ή αμέσως μετά την ηλιακή έκθεση, δεν υπάρχουν αρκετές αποδείξεις έτσι ώστε να συστήνεται η συχνή χρήση τους, εκτός από την άμεση χορήγηση μετά από υπερβολική ηλιακή έκθεση. Η προσθήκη ενός αναστολέα των λευκοτριενών, της μιζολαστίνης (αποκλείει την 5-λιποξυγενάση), στη θεραπεία με ασπιρίνη είναι δυνατόν να μειώσει το ηλιακό ερύθημα και δυνητικά το ηλιακό έγκαυμα.
Οι πολυφαινόλες του πράσινου τσαγιού που εφαρμόζεται τοπικά μπορούν επίσης να αποτρέψουν την εμφάνιση των ανεπιθύμητων ενεργειών της ηλιακής ακτινοβολίας.
Μέχρις ότου αυτές οι νέες μέθοδοι προσέγγισης δοκιμαστούν εκτενέστερα, η θεραπεία του ηλιακού εγκαύματος θα πρέπει να είναι υποστηρικτική, με αντιμετώπιση του άλγους (με τη χορήγηση ακεταμινοφαίνης, ασπιρίνη ή NSAIDs), σε συνδυασμό με καταπραϋντικά τοπικά γαλακτώματα ή πλύματα κορτικοστεροειδών.