Τα μωρά που γεννήθηκαν από μητέρες οι οποίες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους εμφάνισαν προεκλαμψία (preeclampsia) έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες (καρδιακά προβλήματα εκ γενετής). Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of the American Medical Association.
Από τις έγκυες γυναίκες, το 2-8% εμφανίζει προεκλαμψία, μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υψηλή αρτηριακή πίεση και αρνητικές επιπτώσεις στην λειτουργία βασικών οργάνων, όπως τα νεφρά και το συκώτι. Η προεκλαμψία χαρακτηρίζεται από πρωτεϊνουρία (πολλές πρωτεΐνες στα ούρα) , πονοκεφάλους και προβλήματα όρασης. Ο μόνη αντιμετώπιση σήμερα είναι ο πρόωρος τοκετός.
Η αιτία είναι άγνωστη αλλά θεωρείται ότι οφείλεται στη μη φυσιολογική ανάπτυξη των αιμοφόρων αγγείων που παρέχουν αίμα στον πλακούντα.
Η προεκλαμψία είναι συνήθως ήπιας μορφής αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνει σοβαρή τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο. Πάντως, μετά τη γέννηση, συνήθως υποχωρεί μέσα σε 24-48 ώρες.
Προβλήματα με τα αιμοφόρα αγγεία
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, με επικεφαλής την Νάταλι Όγκερ, μελέτησαν ιατρικά αρχεία που αφορούσαν σχεδόν 2 εκατομμύρια βρέφη τα οποία είχαν γεννηθεί στο Κεμπέκ του Καναδά από το 1989 μέχρι το 2012. Περίπου 73.000 μητέρες είχαν εκδηλώσει προεκλαμψία.
Διαπιστώθηκε ότι τα μωρά που είχαν γεννηθεί από μητέρες με προεκλαμψία εμφάνιζαν πιο συχνά καρδιακά προβλήματα. Η συχνότητα των καρδιακών προβλημάτων ήταν το 0,1% σ’ αυτά τα νεογνά έναντι 0,07% μεταξύ εκείνων που γεννήθηκαν από μητέρες που δεν είχαν προεκλαμψία κατά την εγκυμοσύνη.
Η προεκλαμψία μπορεί να περιορίσει τη ροή του αίματος διαμέσου του πλακούντα και έτσι το έμβρυο να λαμβάνει λιγότερο οξυγόνο και θρεπτικές ουσίες. Ο κίνδυνος για τα μωρά ήταν μεγαλύτερος στις περιπτώσεις που η διαταραχή είχε διαγνωστεί πριν από την 34η εβδομάδα της κύησης.
Οι ερευνητές λένε ότι η μελέτη δεν αποδεικνύει ότι η προεκλαμψία προκαλεί καρδιακά προβλήματα διότι η ανάπτυξη του μυοκαρδίου γίνεται στα αρχικά στάδια της κύησης, ενώ η διαταραχή εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές αργότερα μετά τον πέμπτο μήνα (20ή εβδομάδα). Ωστόσο δείχνει ότι η διαταραχή αυτή και οι συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες μοιράζονται κοινά υποκείμενα βιολογικά αίτια.
«Θέλαμε να δείξουμε ότι οι δυο καταστάσεις έχουν κοινά στοιχεία και μπορούμε μελετώντας τες σε βάθος να τις αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά, εστιάζοντας σε προβλήματα που αφορούν την ανάπτυξη των αιμοφόρων αγγείων», ανέφερε η Όγκερ.