Η ευλογιοειδής ιδρώα είναι μια πολύ σπάνια, χρόνια φωτοδερματίτιδα με έναρξη στην παιδική ηλικία.
Τα αγόρια και τα κορίτσια προσβάλλονται εξίσου αλλά στα αγόρια η νόσος εκδηλώνεται νωρίτερα και έχει μεγαλύτερη διάρκεια κατά μέσο όρο. Η έναρξη της νόσου παρουσιάζει δύο ηλικιακές αιχμές (μεταξύ 1 και 7 ετών και μεταξύ 12 και 16 ετών).
Η φυσική πορεία της διαταραχής αυτής είναι η αυτόματη ύφεση πριν από την ηλικία των 20 ετών αλλά υπάρχουν και σπάνιες περιπτώσεις που παρουσιάζονται σε νεαρούς ενήλικες.
Συμπτώματα
Οι βλάβες εμφανίζονται συνήθως κατά διαδοχικές εκθύσεις, ενώ μεσολαβούν διαστήματα ελεύθερα νόσου. Προσβάλλονται τα αυτιά, η μύτη, τα μάγουλα και η εκτατική επιφάνεια των αντιβραχίων και των άκρων χειρών.
Είναι δυνατόν να παρουσιαστεί υπονύχια αιμορραγία. Μέσα σε 6 ώρες από την έκθεση στον ήλιο ξεκινά ένα αίσθημα νυγμών. Σε διάστημα 24 ωρών ή μικρότερο εμφανίζεται ερύθημα και οίδημα, που ακολουθείται από τις χαρακτηριστικές φυσαλίδες μεγέθους 2 έως 4 χιλιοστά. Τις επόμενες μέρες οι βλάβες αυτές ρήγνυνται, καθίστανται κεντρικά νεκρωτικές και επουλώνονται με μια ουλή τύπου ευλογιάς.
Κατά την ιστολογική εξέταση των πρώιμων βλαβών διαπιστώνεται ενδοεπιδερμιδική φυσαλιδοποίηση και χοριακό οίδημα που εξελίσσεται σε υποεπιδερμιδική πομφόλυγα. Οι νεκρωτικές βλάβες επιδεικνύουν δικτυωτή εκφύλιση των κερατινοκυττάρων, με επιδερμιδική νέκρωση σε στενή επαφή με οττογγίωση με πυκνή περιαγγειακή διήθηση από ουδετερόφιλα και λεμφοκύτταρα. Τα αγγεία του χορίου μπορεί να είναι θρομβωμένα δίνοντας την εντύπωση αγγειίτιδας. Οι βλάβες είναι δυνατόν να αναπαραχθούν μετά από επαναλαμβανόμενη έκθεση στη UVA, με ενεργό φάσμα να κυμαίνεται από 330 έως 360 nm.
Στη διαφορική διάγνωση περιλαμβάνεται το πολύμορφο ερύθημα από το φως, η ακτινική κνήφη και η ερυθροποιητική πρωτοπορφυρία.
Τα επίπεδα των πορφυρινών είναι φυσιολογικά στην ευλογιοειδή ιδρώα. Στην ερυθροποιητική πρωτοπορφυρία το αίσθημα καύσου τυπικά ξεκινά μέσα σε διάστημα λίγων λεπτών από την ηλιακή έκθεση και με την πάροδο του χρόνου οι ασθενείς αναπτύσσουν διάχυτη, πεπαχυσμένη, κηρώδη ουλοποίηση μάλλον, παρά τις ουλές τύπου ευλογιάς της ευλογιοειδούς ιδρώας. Η ιστολογική εξέταση είναι χρήσιμη για τη διάκριση των δύο αυτών καταστάσεων.
Η θεραπεία έγκειται κυρίως στην αποφυγή της ηλιακής έκθεσης και τη χρήση αντηλιακών ευρέος φάσματος ή φραγμού που αποκλείουν το φάσμα της UVA. Η προφυλακτική φωτοθεραπεία με UVB στενής δέσμης που διενεργείται νωρίς την άνοιξη, μπορεί να αποβεί αποτελεσματική.
Μια υποομάδα παιδιών και λιγότερο συχνά ενηλίκων με φωτοευαίσθητες βλάβες τύπου ευλογιοειδούς ιδρώας θα έχουν λανθάνουσα λοίμωξη από τον ιό Epitoin Barr.