Οι επιδράσεις της ιονίζουσας ακτινοβολίας στα κύτταρα εξαρτώνται από την ποσότητα της ακτινοβολίας, την ένταση (ρυθμός έκθεσης) και τα ατομικά χαρακτηριστικά τού κάθε κυττάρου. Τα ταχέως διαιρούμενα κύτταρα και τα αναπλαστικά κύτταρα εν γένει χαρακτηρίζονται από αυξημένη ακτινοευαισθησία όταν συγκρίνονται με το φυσιολογικό ιστό. Όταν διενεργείται ακτινοθεραπεία, αυτή είναι κλασματικά διαχωρισμένη – χωρίζεται σε μικρές δόσεις που καλούνται κλάσματα. Έτσι, στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ των δόσεων επιτρέπεται στα φυσιολογικά κύτταρα να αναρρώνουν.
Σε μικρές ποσότητες, η επίδραση της ακτινοβολίας είναι ύπουλη και αθροιστική. Όταν η δόση είναι μεγαλύτερη, επέρχεται κυτταρικός θάνατος. Όταν είναι κάτω από τα όρια που οδηγούν στο θάνατο, λαμβάνουν χώρα πολλές μεταβολές. Αναστέλλεται προσωρινά η μίτωση με επακόλουθη καθυστέρηση της ανάπτυξης.
Ο ρυθμός έκθεσης επηρεάζει τον αριθμό των χρωμοσωμάτων που θα ραγούν. Όσο ταχύτερη η μεταφορά μιας συγκεκριμένης ποσότητας ακτινοβολίας, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των θραύσεων που υφίστανται τα χρωμοσώματα. Ο αριθμός των θραύσεων αυξάνεται επίσης παρουσία του οξυγόνου.
Οξεία ακτινοδερματίτιδα
Όταν χορηγείται στο δέρμα μια “ερυθηματογόνος δόση” ιονίζουσας ακτινοβολίας, μεσολαβεί μια λανθάνουσα περίοδος προτού εμφανιστεί ορατό ερύθημα, που μπορεί να φθάσει και τις 24 ώρες.
Το αρχικό ερύθημα διαρκεί 2 εως 3 μέρες αλλά είναι δυνατόν να ακολουθείται από μια δεύτερη φάση, η οποία ξεκινά μέχρι και 1 εβδομάδα μετά από την έκθεση και διαρκεί μέχρι και 1 μήνα. Όταν το δέρμα εκτίθεται σε μεγάλη ποσότητα ιονίζουσας ακτινοβολίας, αναπτύσσεται μια οξεία αντίδραση, η έκταση της οποίας εξαρτάται από την ποσότητα, την ποιότητα και τη διάρκεια της έκθεσης. Τέτοιου είδους αντίδραση στην ακτινοβολία παρουσιάζεται στα πλαίσια της θεραπείας για κακοήθεια (καρκίνου), καθώς επίσης και μετά από τυχαία υπερέκθεση.
Η αντίδραση εκδηλώνεται με αρχικό ερύθημα, που ακολουθείται από μια δεύτερη φάση ερυθήματος επερχόμενου σε 3 έως 6 μέρες. Είναι δυνατόν να αναπτυχθούν φυσαλιδοποίηση, οίδημα και διάβρωση ή εξέλκωση συνοδευόμενα από άλγος.
Το δέρμα αναπτύσσει μια σκοτεινή χροιά ή οποία μπορεί να συγχέεται με υπερμελάγχρωση αλλά απολεπίζεται. Αυτός ο τύπος ακτινικής βλάβης μπορεί να υποχωρήσει μέσα σε μερικές εβδομάδες έως μερικούς μήνες, ανάλογα ξανά με την ποσότητα της ακτινοβολίας, στην οποία εκτίθεται το δέρμα.
Όταν το δέρμα δέχεται μεγάλη ποσότητα ακτινοβολίας δεν θα επιστρέψει ποτέ στη φυσιολογική του κατάσταση. Θα απολέσει τις εξαρτηματικές δομές, θα καταστεί ξηρό, ατροφικό και λείο και θα εμφανίζεται υποχρωματικό ή αχρωμικό.
Χρόνια ακτινοδερματίτιδα
Η χρόνια έκθεση σε “υποερυθηματογόνες” δόσεις ιονίζουσας ακτινοβολίας για μεγάλη χρονική περίοδο θα επιφέρει διαφόρων βαθμών βλάβη στο δέρμα και στα υποκείμενα μέρη του, μετά από μια ποικίλα λανθάνουσα περίοδο, η οποία κυμαίνεται από μερικούς μήνες μέχρι μερικές δεκαετίες.
Στο παρελθόν, αυτός ο τύπος αντίδρασης στην ακτινοβολία παρουσιαζόταν συχνότερα στους ακτινολόγους και στους τεχνικούς ακτινολογικών μηχανημάτων, οι οποίοι ήταν συνεχώς εκτεθειμένοι στην ιονίζουσα ακτινοβολία. Είναι δυνατόν να παρουσιαστεί επίσης κατά τη διάρκεια υπερβολικής θεραπείας διαφόρων δερματοπαθειών με ιονίζουσα ακτινοβολία και στα πλαίσια υπερβολικής χρήοης της ακτινοσκόπησης και της ακτινογράφησης για διαγνωστικούς σκοπούς.
Είναι δυνατόν να εμφανισθούν τελαγγειεκτασίες, ατροφία και υπομελάγχρωση με υπολειμματική εστιακή αυξημένη χρωστική (ανάπτυξη εφηλίδων). Το δέρμα καθίσταται ξηρό, λεπτό λείο και στίλβον. Η υποδόρια ίνωση, πάχυνση και σύμφυση των επιφανειακών στιβάδων με τους εν τω βάθει ιστούς μπορεί να παρουσιάζεται με τη μορφή ευαίσθητων, ερυθηματωδών πλακών, οι οποίες αναπτύσσονται 6 έως 12 μήνες μετά από την ακτινοθεραπεία. Κλινικά, η κατάσταση αυτή μπορεί να μοιάζει με ερυσίπελας ή φλεγμονώδεις μεταστάσεις. Τα νύχια είναι δυνατόν να εμφανίσουν ραβδώσεις στην επιφάνεια τους και να καταστούν έυθρυπτοι και θραυσμένοι.
Η ικανότητα επιδιόρθωσης της βλάβης είναι σημαντικά μειωμένη και έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη εξέλκωσης μετά από ασήμαντο τραυματισμό. Τα μαλλιά καθίστανται εύθραυστα και αραιά. Σε περισσότερο σοβαρές περιπτώσεις αυτές οι χρόνιες αλλοιώσεις είναι δυνατόν να ακολουθούνται από την εμφάνιση ακτινικών υπερκερατώσεων και καρκίνων.
Θεραπεία
Η οξεία ακτινοδερματίτιδα μπορεί να περιορισθεί με μια τοπική κρέμα κορτικοστεροειδούς σε συνδυασμό με μια μαλακτική κρέμα που εφαρμόζονται δύο φορές την ημέρα και χορηγούνται κατά την έναρξη της ακτινοθεραπείας.
Η χρόνια ακτινοδερματίτιδα που δεν συνοδεύεται από την ανάπτυξη καρκινώματος απαιτεί λίγη ή καμία προσοχή εκτός από αντηλιακή προστασία και αποφυγή της υπερβολικής θερμότητας και του κρύου, Ο προσεκτικός καθαρισμός με ήπιο σαπούνι και νερό, η χρήση μαλακτικών και η εφαρμογή αλοιφής υδροκορτιζόνης κατά περίπτωση, συνιστούν τα μοναδικά μέτρα που απαιτούνται για μια καλή φροντίδα.
Η έγκαιρη αφαίρεση των προκαρκινωματωδών υπερκερατώαεων και των εξελκώσεων βοηθά στην πρόληψη την ανάπτυξης καρκίνων.