Η ηρωίνη είναι ένα ναρκωτικό που προορίζεται για έγχυση μέσω διάλυσης της σκόνης σε νερό που βράζει και στη συνέχεια για έγχυσης της στο σώμα.
Η προσφιλής οδός χορήγησης της είναι η ενδοφλέβια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη θρομβωμένων, πεπαχυσμένων φλεβών σαν χορδές στη θέση της ένεσης.
Η υποδόρια ένεση (“έκρηξη δέρματος”) είναι δυνατόν να οδηγήσει σε πολλαπλές, διάσπαρτες εξελκώσεις, οι οποίες επουλώνονται καταλείποντας διακριτές ατροφικές ουλές.
Επιπλέον, είναι δυνατόν να εγχυθούν αμφεταμίνες, κοκαΐνη και άλλες ναρκωτικές ουσίες.
Η υποδόρια έγχυση μπορεί να οδηγήσει σε λοιμώξεις, βακτηριακά αποστήματα και κυτταρίτιδα ή στείρα οζίδια, εμφανείς οξείες αντιδράσεις τύπου ξένου σώματος στο εγχυόμενο φάρμακο ή τις νοθευτικές ουσίες που έχουν αναμιχθεί μ’ αυτό.
Οι βλάβες αυτές είναι δυνατόν να προκαλέσουν πληγές. Μπορεί να προκύψουν χρόνια επίμονα, στέρεα οζίδια, ένας συνδυασμός ουλής και αντίδρασης τύπου ξένου σώματος.
Αν εγχυθεί κοκαΐνη, μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση ελκών εξαιτίας της άμεσης αγγειοσυσπαστικής της δράσης.
Οι δερματικές εκδηλώσεις της έγχυσης ηρωίνης και άλλων ναρκωτικών περιλαμβάνουν επίσης την καμπτοδακτυλία, το οίδημα ίων βλεφάρων, το επίμονο οίδημα των άκρων
χειρών που δεν καταλείπει εντύπωμα, την κνίδωση, τα αποστήματα, τις ατροφικές ουλές και την υπερμελάγχρωση.
Η κατάχρηση πενταξοκίνης οδηγεί στην τυπική κλινική εικόνα που χαρακτηρίζεται από τεταμένη, ξυλώδη ίνωοη, ανώμαλες αβαθείς εξελκώσεις και υπερμελαγχρωματικη άλω στις θέσεις έγχυσης.
Είναι δυνατόν να αναπτυχθεί εκτεταμένη ασβέστωση μέσα στις πεπαχυσμένες θέσεις.