Στον χρόνιο απλό λειχήνα το δέρμα καθίσταται παχύ σαν πετσί ως αποτέλεσμα χρόνιας τριβής και ξεσμού που γίνονται με πιο βίαιο τρόπο από εκείνον που θα επέτρεπε το φυσιολογικό κατώφλι του πόνου.
Τα φυσιολογικά δερματογλυφικά καθίστανται εντονότερα, έτσι ώστε οι γραμμώσεις να σχηματίζουν σταυροειδή μορφή και ανάμεσα τους δημιουργείται ένα μωσαϊκό που συντίθεται από αποπλατυσμένες, στίλβουσες, λείες, τετράπλευρες επιφάνειες. Η αλλοίωση αυτή που είναι γνωστή ως λειχηνοποίηση μπορεί να αναπτυχθεί σε φαινομενικά υγιές δέρμα ή μπορεί να δημιουργηθεί σε δέρμα που αποτελεί τη θέση εκδήλωσης μιας άλλης νόσου, όπως είναι η ατοπική ή η αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής ή η δερματοφυτία. Θα πρέπει να αναζητώνται τέτοιες υποκείμενες αιτιολογίες και όταν ανευρίσκονται να αντιμετωπίζονται ειδικά.
Συμπτώματα
Το κύριο σύμπτωμα είναι ο παροξυσμικός κνησμός (φαγούρα). Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως χρόνιος απλός λειχήνας.
Ο χρόνιος απλός λειχήνας χαρακτηρίζεται από περιγεγραμμένες, λειχηνοποιημένες, κνησμώδεις πλάκες που μπορούν να αναπτυχθούν σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος και είναι γνωστός επίσης με τον όρο περιγεγραμμένη νευροδερματίτιδα. Η νόσος επιδεικνύει μια προτίμηση για τη ράχη και τις πλάγιες επιφάνειες του τραχήλου, καθώς επίσης και τα άκρα – ειδικά τους καρπούς και τα σφυρά.
Μερικές φορές, το εξάνθημα είναι αμιγώς βλατιδώδες και μοιάζει με ομαλό λειχήνα. Σε άλλες περιπτώσεις, οι πλάκες είναι εκδο-ροποιημένες, ελαφρώς λεπιδώδεις ή έφυγρες και σπανίως οζιδιακές.
Τύποι
Αναγνωρίζονται μερικοί χαρακτηριστικοί τύποι.
Ο απλός λειχήνας του αυχένα παρουσιάζεται συνήθως στο οπίσθιο μέρος του τραχήλου. Δεν είναι ασύνηθες να ανευρεθούν στην περιοχή αυτή εκδορές και αιμορραγία.
Η οζιδιακή νευροδερματίτιδα του τριχωτού της κεφαλής συνίσταται στην παρουσία πολλαπλών κνησμωδών και εκδοροποιημένων βλατίδων και μπορεί να περιγραφεί ως κνήφη του τριχωτού της κεφαλής.
Οι γεννητικές και οι πρωκτικές περιοχές, ωστόσο, σπανίως προσβάλλονται ταυτοχρόνως. Μπορούν επίσης να προσβληθούν το άνω βλέφαρο, ο πόρος ενός ή και των δύο αυτιών, μία παλάμη ή το πέλμα.
Η επίμονη τριβή των κνημών ή του άνω τμήματος της ράχης μπορεί να οδηγήσει σε εναποθέσεις αμυλοειδούς στο χόριο και την επακόλουθη ανάπτυξη λειχήνα ή κηλιδώδους αμυλοείδωσης, αντιστοίχως.
Δεν είναι γνωστό σε τι έκταση το μηχανικό τραύμα συμβάλλει στην πρόκληση του αρχικού ερεθισμού. Η έναρξη της δερματοπάθειας αυτής είναι συνήθως προοδευτική και ύπουλη. Ο χρόνιος ξεσμός μιας εντοπισμένης περιοχής αποτελεί μια αντίδραση σε άγνωστους παράγοντες. Παρ’ όλα αυτά, το στρες και το άγχος θεωρούνται σημαντικοί αιτιολογικοί παράγοντες.
Θεραπεία
Ο βασικός στόχος είναι η διακοπή της φαγούρας. Είναι σημαντικό το να τονίσουμε στον ασθενή την ανάγκη αποφυγής του ξεσμού των προσβεβλημένων περιοχών αν το αίσθημα του κνησμού μειώνεται. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα σπάσει ο συνήθης κύκλος φαγούρας -ξυσίματος. Οι υποτροπές είναι συχνές, ακόμη και μετά από ενδελεχή θεραπεία και υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες η υποχώρηση μιας βλάβης συνοδεύεται από την εμφάνιση μιας άλλης βλάβης κάπου αλλού.
Παράγοντες υψηλής ισχύος, όπως είναι η κρέμα ή η αλοιφή προπιονικής κλοβεταζόλης, διοξεικής διφλοραζόνης, ή διπροπιονικής βηταμεθαζόνης θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αρχικά αλλά όχι επ’ αόριστον εξαιτίας της πιθανούς ανάπτυξης ατροφίας εκ στεροειδών.
Η εφαρμογή στεροειδών μέσης ισχύος υπό στεγανή περίδεση μπορεί να είναι ευεργετική.
Η χρήση ταινιών που περιέχουν στεροειδές και εξασφαλίζουν τόσο την κλειστή περίδεση όσο και την αντιφλεγμονώδη δράση μπορεί να είναι ευεργετική.
Καθώς οι βλάβες υποχωρούν, η θεραπεία μπορεί να αλλάξει και να χορηγηθούν κρέμες τοπικών στεροειδών μέσης ή χαμηλότερης ισχύος. Η κρέμα τοπικής δοξεπίνης, η κρέμα καψαϊκίνης ή η αλοιφή τακρολίμης που παρέχουν σημαντική αντικνησμώδη δράση και είναι καλές επικουρικές θεραπείες.
Η έγχυση βοτουλινικής τοξίνης τύπου Α ήταν θεραπευτική σε κάποιους ασθενείς σε διάστημα 2 έως 4 εβδομάδων.
Μερικές φορές απαιτείται η διενέργεια ενδοβλαβικών εγχύσεων εναιωρήματος τριαμσινολόνης, σε συγκέντρωση των 5 ή (με προσοχή) των 10 mg/ml. Οι πολύ επιφανειακές εγχύσεις ενέχουν τον διπλό κίνδυνο της επιδερμιδικής και χοριακής ατροφίας και του αποχρωματισμού, που μπορεί να διαρκούν πολλούς μήνες. Το εναιώρημα δεν θα πρέπει να ενίεται σε επιμολυσμένες βλάβες εξαιτίας του κινδύνου της ανάπτυξης αποστημάτων.